“Το μάτι”, του Βλάντιμιρ Ναμπόκωφ είναι ένα βιβλίο δύσκολο.

Μία δυσκολία που δεν έγκειται στο μέγεθος ή την γλώσσα, αλλά στην βιαιότητα της περιγραφής μία ζωής που θα θέλαμε ξεκάθαρα να αρνηθούμε πως μοιάζει με τη δική μας, αλλά δεν μπορούμε να το πράξουμε χωρίς κάποια ενοχή. Και αυτό γιατί πίσω από τις μεγάλες περιγραφές και την πλέον χαμένη στον χρόνο καθημερινότητα που μεταφέρουν, στέκεται μία ανθρώπινη φυσιογνωμία επώδυνα γνώριμη.

Το μυθιστόρημα ακολουθεί για ένα διάστημα τις παρατηρήσεις του πρωταγωνιστή του, Σμύρωφ, ο οποίος είναι “το μάτι”. Ένας άνθρωπος που ζει την ζωή του χωρίς στόχους, κάνοντας μία δουλειά που δεν του αρέσει αλλά δεν μπορεί να παραπονεθεί κιόλας, ερωτευμένος με μία γυναίκα που αργότερα τον κάνει να βαριέται, μπλεγμένος σ’ έναν προσεχτικά υφασμένο ιστό απάθειας που ο ίδιος έπλεξε για τον εαυτό του.

Διαβάζοντας το βιβλίο ο αναγνώστης έρχεται άμεσα αντιμέτωπος με την ουσία του τίτλου. Έχοντας βιώσει μία άνευ προηγουμένου ταπείνωση, ο πρωταγωνιστής αποφασίζει από τις πρώτες κιόλας τριάντα σελίδες του βιβλίου να θέσει τέρμα στη ζωή του.

Κλειδώνεται στο δωμάτιο που του νοικιάζει μία καλοσυνάτη μα αδιάφορη γριούλα, στέκεται ανάμεσα στα λιγοστά του έπιπλα, και αυτοπυροβολείται. Ακριβώς εκεί ξεκινά το θέμα του βιβλίου, καθώς ο Σμύρωφ βρίσκεται ακόμα ανάμεσα στους ανθρώπους, και την ίδια στιγμή μακριά τους.

 Για τον Ναμπόκωφ η χρήση του υπερφυσικού είναι απλά ένα ακόμα σκαλοπάτι αφήγησης, ακριβώς όπως κάνει ο Μπουκόφσκι στον “Βρώμικο Κόσμο” του. Ο πυροβολισμός συνέβη, το τι συνέβη μετά εξυπηρετεί μόνο τον υπέρτατο στόχο του βιβλίου, που είναι η περιγραφή του αλλοτριωμένου ανθρώπου.

Ο συγγραφέας δεν περιγράφει σκηνικά, αλλά ανθρώπους, χρησιμοποιώντας μία γλώσσα που ακροβατεί ανάμεσα στο αληθινό και το σουρεαλιστικό, αυτό που φαίνεται και αυτό που μπορεί να είναι, μία γλώσσα που σε μερικά σημεία μπορεί να κουράσει, αλλά που πάντα την διακατέχει μία απίστευτη διεισδυτική δύναμη, που μετουσιώνεται κάποτε σε ρομαντικές περιγραφές και κάποτε σε άβολες αλήθειες, πάντως όμως χτυπώντας κόκκαλο.

Ο αναγνώστης ακολουθεί τον Σμύρωφ σε συναντήσεις για τσάι, στην δουλειά και σε ερωτικές εξομολογήσεις. Υπομένει μαζί του θεωρίες συνωμοσίας, επισκέψεις σε γιατρούς, ιστορίες πολέμου και τελικά την ίδια την απλή καθημερινή ζωή. Και όμως, μία απίστευτη πάρεση διακατέχει τις σελίδες του βιβλίου.

Ο Σμύρωφ απομακρύνεται από κάθε συναναστροφή, εξορίζει τον εαυτό του από τα κοινά, είναι παρών και ταυτόχρονα είναι απών, ακούει αλλά δεν συμμετέχει, έχει ίσως άποψη για τα πράγματα αλλά τον τρομάζει απίστευτα να την εκφράσει και έτσι να έρθει σε επαφή (όχι σύγκρουση) με τους άλλους ανθρώπους.

Έτσι για τον αναγνώστη ο πρωταγωνιστής μετατρέπεται σε ένα διάφανο γυαλί, μία άοσμη προσωπικότητα, που σχολιάζει, ενδιαφέρεται, δεν ενδιαφέρεται και κυρίως δεν αλληλεπιδρά. Ένα μάτι λοιπόν, που περιστρέφεται καταγράφοντας ανθρώπους και γεγονότα, με μία οξυδέρκεια που βρίσκει όμοιό της μόνο στην απραγία του. Όσο προχωρά μέσα στο βιβλίο ο αναγνώστης θα αναρωτηθεί ποια ζωή παρακολουθεί. Η απάντηση είναι όλων των άλλων, μέσα από τα αδηφάγα μάτια του Σμύρωφ, που αρνείται να αποστρέψει το βλέμμα του οπουδήποτε αλλού, αρνείται να πάρει θέση και επιμένει να διατηρεί τη θέση του, είτε αυτή είναι του παρατηρητή, είτε του θύματος.

“Το μάτι” κάνει μία εντυπωσιακή αρχή, κινείται νωχελικά στη μέση και κλείνει σοκαριστικά στις τελευταίες σελίδες του. Όμως από την αρχή μέχρι το τέλος είναι ένα ακριβές, ενιαίο, σχόλιο πάνω στον αλλοτριωμένο άνθρωπο, που καταβροχθίζει την πληροφορία χωρίς ποτέ να την μετουσιώνει σε πράξη, αδιάφορος να χρωματίσει την ύπαρξή του με αποφάσεις και έτσι να δώσει θέση στον εαυτό του ανάμεσα στους γύρω του, αδιάφορος να δράσει, μικρός. Και ίσως αυτή είναι η πίκρα με την οποία ο αναγνώστης κλείνει το εξαιρετικό κείμενο του Ναμπόκωφ.

Η βάναυση υποψία πως αυτή η αλλοτρίωση και αποξένωση που περιγράφει ο συγγραφέας, κάπως περιγράφει και τον ίδιο.

Οπότε το ερώτημα είναι, ναι, παρατηρείς, γνωρίζεις, όμως δρας;

Σχόλια