Ένα άγριο τριαντάφυλλο, και σκέψεις που ανακατώνουν τις σκέψεις μας
Κάθισα σ’ ένα παγκάκι. Στη ράχη του για την ακρίβεια, από αντιδραστική εμμονή αφού ποτέ μου δεν ένιωσα την ανάγκη να γείρω πίσω σε κάποιο παγκάκι για να ακουμπήσω την πλάτη μου. Πάντοτε στηριζόμουν με τα χέρια μισοσταυρωμένα στους μηρούς μου.
Κι ας ερχόταν κανένα γερόντι μ’ αυτό το άγαρμπα δηκτικό ύφος να παραπονεθεί που πατάω με τα βρωμοπάπουτσά μου «εκεί που κάθεται ο κόσμος». Άραγε βρίσκει ακόμα νόημα ο «κόσμος» να κάθεται σε ένα παγκάκι;… Στο ένα χέρι ένα τριαντάφυλλο, όχι τόσο τρυφερό όπως τα κοινά, κάπως άγριο. Και στο άλλο μια χρησιμοποιημένη τσαλακωμένη χαρτοπετσέτα. Μάλλον από το σουσάμι κάποιου κουλουριού επομένως καθαρή. Υπό άλλες συνθήκες θα είχα ανάψει κι ένα τσιγάρο, όπως και να το κάνεις δένει με το σκηνικό. Εντάξει, θα είχα πετάξει και τη χαρτοπετσέτα προφανώς για να έχω ελεύθερο χέρι…
Δεν είχα όμως ούτε πακέτο ούτε ένα έστω ζουληγμένο τσιγάρο εύκαιρο. Επειδή απλώς δεν καπνίζω. Συνέχισα να στραγγαλίζω την χαρτοπετσέτα με το ένα χέρι και να ακονίζω νευρικά τον αντίχειρα του άλλου πάνω σε ένα αγκάθι του κλωναριού. Η αμυχή μπορεί να ήταν ήδη εμφανής ωστόσο δεν το πίεζα περισσότερο για να ματώσει. Είχα αρχίσει να ιδρώνω… Όχι ότι το έχω δύσκολο αλλά παρά το αεράκι που είχε σηκώσει το σούρουπο, λίγο η υγρασία, λίγο η υπερένταση, ένιωσα τη χαρτοπετσέτα να μουλιάζει και το κλωνάρι να γλιστράει ανεπαίσθητα στο χέρι μου.
Με μια απότομη κίνηση σκούπισα τον ιδρώτα στο μέτωπό μου με τη χαρτοπετσέτα και την πέταξα προς το καλάθι παραδίπλα χωρίς στόχο. Σηκώθηκα κι έβγαλα από την πίσω τσέπη του τζιν ένα διπλωμένο σημείωμα. Έκανα μια απόπειρα να το ανοίξω αλλά πριν εμφανιστεί η πρώτη φράση το μετάνιωσα. Το κάρφωσα βιαστικά πάνω σ’ ένα αγκάθι κι άνοιξα βήμα…
Στην πραγματικότητα δεν μου προκαλούσε υπερένταση το αν θα παρέδιδα το σημείωμα ή όχι. Αλλά το γεγονός πως ούτε εγώ ο ίδιος δε γνώριζα το περιεχόμενο του σημειώματος. Και στη μοναδική ευκαιρία που μου έδωσε το ένστικτό μου για να μάθω, δίστασα… Εντάξει, είναι διασταυρωμένο πως δεν περιείχε κάποια συνταγή μαγειρικής, ούτε τη λίστα με τα ψώνια από το σούπερ μάρκετ, αλλά ούτε και τα αμφιβόλου καλλιτεχνικής αξίας αφηρημένα σχήματα που σκίτσαρα καθώς μιλούσα στο τηλέφωνο τις προάλλες. Οι εκδοχές ήταν περιορισμένες και διακριτές. Δύο δηλαδή.
Απευθύνονταν σ’ αυτήν αλλά με αντιδιαμετρικά διαφορετικούς τρόπους. Στο ένα από τα δύο σημειώματα που είχα γράψει εκθείαζα όλες εκείνες τις αδιόρατες πτυχές της που ανέδυαν το ατόφιο «άρωμά» της, αυτό το ιδιαίτερο μίγμα που την ταυτοποιούσε ανάμεσα σε άφθονα άλλα «πειράματα». Στο δεύτερο σημείωμα κάθε μορφής κι αντίληψης ρομαντισμός ήταν παρείσακτος. Ένα υβριστικό παραλήρημα από τον πρόλογο και μέχρι όσο άντεχε να ξεχειλωθεί η κατακλείδα του… απέναντι σ’ εκείνη, απέναντι στον εαυτό μου, στο συγχρονισμό μας και σε οποιοδήποτε άλλο εξιλαστήριο θύμα, έμψυχο ή άψυχο, μπορούσε να χρεωθεί αυθαίρετα ένα μερίδιο από το μένος μου.
Στην προσπάθειά μου να διαλέξω το «γνήσιο» είχα καταφέρει απλώς να τσαλακώσω το καθένα από μία φορά σαν χρησιμοποιημένη χαρτοπετσέτα και να το μαζέψω ένα τέταρτο αργότερα από τα σκουπίδια. Δίπλα από το καλάθι δηλαδή γιατί κανένα από τα δύο δεν είχε βρει στόχο. Οπότε παραχώρησα την ευθύνη στην τύχη. Είχα καθαρογράψει και τα δύο σημειώματα με ένα μαύρο πενάκι, σε λεπτή γραμμή, που μια βδομάδα ακόμα αχρησίας θα το καταδίκαζε στην ίδια μοίρα με τα πρωτότυπα.
Τα είχα διπλώσει στα δύο και με γυρισμένη την πλάτη τα είχα πετάξει προς τα σκουπίδια. Έκανα μεταβολή, έπιασα το πιο απομακρυσμένο… το πέταξα στα σκουπίδια και σχεδόν ταυτόχρονα έβαλα το άλλο στην πίσω τσέπη του τζιν.
Μ’ αυτήν την ανούσια αναδρομή έφτασα μπροστά στην πόρτα του θεάτρου. Για καλή ή κακή μου τύχη δεν συνάντησα ψυχή μέχρις ότου να σταθώ πίσω από το ανυποψίαστο κοινό με την πλάτη κολλημένη στην πόρτα, κάτω από την επιγραφή«έξοδος κινδύνου», έτοιμος για απόδραση αν χρειαστεί. Γρήγορα όμως τη διέκρινα, τυλιγμένη μ’ αυτούς τους ύπουλους θεατρικούς φωτισμούς που έκαναν ό,τι περνούσε από τις αποχρώσεις τους για να δικαιώσουν την πρώτη εκδοχή των σημειωμάτων μου…
Δεν ήθελα να αντιληφθεί ότι ήμουν εκεί. Γι’ αυτό και τα αντανακλαστικά μου φρόντισαν να με προδώσουν. Με κράτησαν κερωμένο στη θέση που είχα σταθεί ως τη στιγμή που εμφανίστηκε εκείνη μπροστά σε μια άδεια πλατεία, απέναντι στο κέρινο ομοίωμά μου με το τριαντάφυλλο στο χέρι. Ξύπνησα απότομα από αυτόν τον ιδιότυπο λήθαργο όταν διαπίστωσα πως με κοιτούσε από απόσταση κάπως σαστισμένη. Δεν πρόλαβα να σκεφτώ. Ξεκαρφίτσωσα το σημείωμα έντεχνα, το τσαλάκωσα και το έχωσα στην πίσω τσέπη του τζιν.
Την πλησίασα, άπλωσα το ένα μου χέρι δίνοντάς της το τριαντάφυλλο ενώ με το άλλο τη χάιδεψα στο πρόσωπο μοιράζοντας τον αντίχειρα και την «παρέα του δείκτη» ανάμεσα στο μήλο της και το λοβό του αυτιού της που ρόδιζαν ακόμα από τον πυρετό της παράστασης. Έκλεψα λίγη από τη γύρη των χειλιών της, ξεγλίστρησα από το ρετσίνι της υφής της, γύρισα προς την έξοδο κι άνοιξα βήμα…
*Υστερόγραφο-μουσικό χαλί αποχώρησης: https://www.youtube.com/watch?v=lDpnjE1LUvE