Το πρώτο μέρος του αφιερώματος στην καταραμένη ποίηση! Ποιοι είναι οι καταραμένοι ποιητές και 3 βασικοί εκπρόσωποι του συγκεκριμένου “ρεύματος”.
Καταραμένοι Ποιητές (Les Poètes Maudits): αποκαλούνται οι ποιητές που διάγουν μια ζωή εκτός των καθορισμένων κοινωνικών πλαισίων. Ο χαρακτηρισμός γεννήθηκε το 1832 στο έργο “Stello” του Alfred de Vigny, στο οποίο καλεί τους ποιητές ως «τη ράτσα των παντοτινά καταραμένων από τους ισχυρούς της γης».
Τα κυριότερα γνωρισματά τους είναι μεταξύ άλλων, η βία, η κατάχρηση αλκοόλ και ναρκωτικών, το έγκλημα, η παραφροσύνη και γενικά οποιαδήποτε συμπεριφορά παρεκκλίνει από τα στερεότυπα της κοινωνίας.
Σ΄ αυτό το άρθρο θα γνωρίσουμε την Καταραμένη ποίηση μέσα από την ζωή και το έργο τριών ”καταραμένων ποιητών”.
François Villon (Φρανσουά Βιγιόν) ( 1431 -1463): ο πρώτος χρονικά “καταραμένος ποιητής”.
Γεννήθηκε στην Γαλλία του μεσαίωνα, το αληθινό του όνομα ήταν μάλλον François de Montcorbier ή François Des Loges. Μεγάλωσε υπο την κηδεμονία του εφημέριου Guillaume de Villon. Το 1452 φοιτεί στο Πανεπιστήμιο των Παρισίων και αποκτά τον τίτλο του Maître ès arts (Δάσκαλος των Τεχνών).
Η συνέχεια δεν ήταν τόσο καλή, αφού η φυλακή μετατρέπεται βαθμιαία σε κομμάτι της υπαρξής του. Η απαρχή γίνεται το 1455 με την δολοφονία ενός κληρικού. Εξαναγκάζεται να εγκαταλείψει το Παρίσι, αλλά επιστρέφει έναν χρόνο μετά έχοντας λάβει βασιλική χάρη, την οποία καταπατά τον ίδιο χρόνο, όταν συμμετέχει στην διάρρηξη του κολεγιού Ναβάρας και υποχρεώνεται για ακόμα μια φορά να φύγει απο το Παρίσι.
Στην γαλλική επαρχία γνωρίζει την συμμορία των “Κοκιγιάρ” που του διδάσκουν το “ζαργκόν”– ένα γλωσσικό ιδίωμα- το οποίο συναντάμε σε αρκετές μπαλάντες του. Επίσης κατά την διάρκεια της εξορίας του γράφει το ποίημα “Κληροδοσιά” (“Le Lais”) ή “Μικρή Διαθήκη”.
Εν συνεχεία βρίσκει καταφύγιο στην αυλή του Κάρολου, δούκα της Ορλεάνης. Εντούτοις και εκεί φυλακίζεται εκ νέου για λίγο και γράφει την “Μπαλάντα του Μπλουά”. Το καλοκαίρι του 1461 με διαταγή του επισκόπου της Ορλεάνης ξαναβρίσκεται στην φυλακή, απο την οποία τελικώς απελευθερώνεται τον Οκτώβριο με αφορμή την επίσκεψη του Λουδοβίκου ΙΑ΄. Τότε γράφει το σπουδαίοτερο έργο του την “Μεγάλη Διαθήκη” όπου εκφράζει την μεταμέλεια του για την έκφυλη ζωή του.
Το 1463 συλλαμβάνεται για συμπλοκή, η ποινή που του επιβάλλεται είναι κρέμασμα και στραγγαλισμός. Όντας στο κελί γράφει την γνωστή “Μπαλάντα των κρεμασμένων”. Τελικά η ποινή του μετατρέπεται σε δεκάχρονη εξορία απο το Παρίσι και απο τότε τα ίχνη του εξαφανίζονται.
Τα ποιηματά του εκδίδονται για πρώτη φορά το 1489 και βρίσκουν άμεση ανταπόκριση απο το ποιητικό κοινό.
“Μπαλάντα του Μπλουά”
Πλάι στη βρύση πεθαίνω διψασμένος
Καίω σα φωτιά και τρέμω, τουρτουρώ
Στον τόπο μου ενώ ζω, είμαι τέλεια ξένος
Κοντά στη ‘στιά τα δόντια κουρταλώ
Σα σκούληκας γυμνός στολή φορώ
Γελώντας κλαίω χωρίς ελπίδα πια
Χαίρουμαι κι όμως δεν έχω χαρές
Θεριό είμαι δίχως δύναμη καμιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιέςΣτ’ “αβέβαιος” πάντα βρίσκω τ’ “ορισμένος”
Το ξάστερο το βλέπω σκοτεινό
Διστάζω για ό,τι πλέρια είμαι πεισμένος
Για κάθε ξαφνικό φιλοσοφώ
Κερδίζω και χαμένος θε να ‘βγω
Όταν χαράζει, λέω, -“Καλή νυχτιά!”
Ξαπλώνω, λέω, θα φάω καμιά βροντιά
Είμαι πλούσιος κι όλο έχω αδεκαριές
Μαγκούφης, καρτερώ κληρονομιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιέςΈγνοιες δεν έχω κι είμ’ ιδεασμένος
Πλούτια να βρω, μα δεν επιθυμώ
Απ’ όσους μ’ επαινούνε προσβαλμένος
Και κοροϊδεύω ό,τι είναι σοβαρό
Φίλο έχω όποιον με πείσει πως γλυκό
Κελάηδημα είν’ της κάργιας η σκουξιά
Για όποιον με βλάφτει λέω πως μ’ αγαπά
Το ίδιο μου είναι κι οι αλήθειες κι οι ψευτιές
Τα ξέρω όλα, δε νιώθω τόσο δα
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιέςΠρίγκιπα μου μακρόθυμε, καμμιά
γνώση δεν έχω και μυαλό σταλιά
Μα υπακούω στους νόμους, τι άλλο θες;
Πώς, τους μιστούς να πάρω είπες, ξανά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές.
Charles Pierre Baudelaire (Σαρλ Πιερ Μπωντλαίρ) (1821-1867): ” ο Δάντης μιας παρηκμασμένης εποχής”.
Γόνος γαλλικής αστικής οικογένειας, επιδιώκει από νωρίς να πάει κόντρα στις αστικές αξίες της εποχής. Το ταξίδι του στις Ινδίες υπήρξε καταλυτικό για την ποιησή του και τη ζωή του, αφού επιστρέφει χρεωμένος στο Παρίσι, όπου και τίθεται υπο δικαστική επιτήρηση (1842). Επίσης λαμβάνει μέρος στα οδοφράγματα της μεγάλης επανάστασης του 1848. Καταραμένη ποίηση
Το 1857 εκδίδει την ποιητική συλλογή τα “Άνθη του Κακού” (“Les Fleurs du Mal”), τα οποία καταδικάζονται λόγω της θεματολογίας τους- όπως καταραμένοι έρωτες, θανατοφιλία, πόνος, σαδισμός, δαιμονολογία- «για προσβολή των δημοσίων και των καλών ηθών», ενώ η εφημερίδα Le Figaro αναφέρει σχετικά «Σε ορισμένα σημεία αμφιβάλλουμε για την πνευματική υγεία του Baudelaire.Όμως ορισμένα άλλα δεν μας επιτρέπουν περαιτέρω αμφιβολίες. Κυριαρχεί, ως επί το πλείστον, η μονότονη και επιτηδευμένη επανάληψη των ίδιων πραγμάτων, των ίδιων σκέψεων. Η αηδία πνίγει την αχρειότητα—για να την καταπολεμήσει σμίγει με το μόλυσμα». Η επόμενη έκδοση τους απαγορεύεται απο τις δικαστικές αρχές και ο Baudelaire καταφεύγει στο Βέλγιο και το 1867 πεθαίνει στο Παρίσι.
Τα ποιήματά του ενέχουν τα ζεύγη ομορφιά-κακία, ηδονή-βία, νοσταλγία-μελαγχολία. Ο ίδιος είχε πει για τα έργα του: «Αποτελεί θαυμαστό προνόμιο της Τέχνης, το να μπορεί να μετατρέπει την φρίκη σε ομορφιά εκφράζοντάς την καλλιτεχνικά. Ο πόνος, όταν του δίνεται ρυθμός και μέτρο, γεμίζει το πνεύμα με μια γαλήνια χαρά».
Τα πνευματικά δικαιώματα των έργων του αγοράστηκαν για 750 φράγκα, ενώ η επαναδημοσίευση τους επετράπει μόλις το 1949. Σήμερα θεωρείται ένας απο τους κορυφαίους ποιητές και συγκαταλέγεται μεταξύ των κλασικών.
Το εισαγωγικό ποιήμα της συλλογής “Τα Άνθη του Κακού”
Η ηλιθιότητα, το λάθος, το αμάρτημα, η τσιγγουνιά,
Απασχολούν το πνεύμά μας και βασανίζουν τα σώματά μας,
Και τροφοδοτούμε τις αγαπημένες μας τύψεις,
Όπως οι ζητιάνοι τρέφουν τα παράσιτά τους.Τα αμαρτήματά μας είναι πεισματάρικα, οι μεταμέλειές μας χαλαρές,
Τα πληρώνουμε βαριά με τις εξομολογήσεις μας,
Και επιστρέφουμε χαρούμενοι πίσω στο βουρκώδη δρόμο,
Πιστεύοντας ότι τα ευτελή δάκρυα ξεπλένουν όλους τους λεκέδές μας.
Πάνω στο μαξιλάρι του κακού είναι ο Τρισμέγιστος Σατανάς
Που νανουρίζει μακρόσυρτα το μαγεμένο πνεύμα μας,
Και το σκληρό μέταλλο της θέλησής μας
Εξατμίζεται ολόκληρο από αυτόν τον λόγιο χημικό.
Είναι ο Διάβολος που βαστά τα σκοινιά τα οποία μας κινούν!
Για απεχθή αντικείμενα βρίσκουμε τα θέλγητρα.
Κάθε μέρα κατεβαίνουμε προς την Κόλαση μ’ένα βηματισμό,
Χωρίς τρόμο, διασχίζοντας το σκότος με την βρώμικη οσμή.
Όπως μια φτωχή ακολασία που φιλά και τρώει
Το βασανισμένο στήθος μιάς αρχαίας πόρνης,
Ξεκλέβουμε προχωρώντας μια παράνομη ευχαρίστηση
Η οποία μας πιέζει πολύ δυνατά όπως ένα ώριμο πορτοκάλι.
Σφίγγοντας, μυρμηγιάζοντας, σαν ένα εκατομμύριο ελμίνθες,
Μέσα στο ξεφάντωμα του μυαλού μας ένα πλήθος από Δαίμονες,
Και, όταν αναπνέουμε, ο Θάνατος μέσα στα πνευμόνια μας
Κατέρχεται, αόρατο ποτάμι, με υπόκωφους στεναγμούς.
Αν ο βιασμός, το δηλητήριο, το στιλέτο, η φωτιά,
Δεν έχουν ακόμα υφανθεί από τα ευχάριστα σχέδια τους
Ο κοινότυπος καμβάς της ελεεινής μοίρας μας,
Είναι γιατί η ψυχή μας, δυστυχώς! δεν είναι ακόμα αρκετά τολμηρή.
Αλλά ανάμεσα στα τσακάλια, τους πάνθηρες, τις σκύλες,
Τους πιθήκους, τους σκορπιούς, τα όρνεα, τα ερπετά,
Στα θηρία που σκούζουν, ουρλιάζουν, κράζουν, σέρνονται,
Μέσα στο ελεεινό θηριοτροφείο των παθών μας,
Εκεί βρίσκεται ένα πιό άσχημο, πιο μοχθηρό, πιο βρώμικο!
Αν και δεν σπρώχνει ούτε σε μεγάλες χειρονομίες, ούτε σε μεγάλες κραυγές,
Ευχαρίστως θα έκανε τη γη θρύψαλα
Και μέσα σ’ένα χασμουρητό θα κατάπινε τον κόσμο.
Είναι η πλήξη/ανία! – το μάτι φορτωμένο από ένα αθέλητο δάκρυ,
Ονειρεύεται το ικρίωμα καπνίζοντας τον αργιλέ του.
Το ξέρεις, αναγνώστη, το ντελικάτο τέρας,
Υποκριτή αναγνώστη, – όμοιε μου, – αδελφέ μου!
Lautreamont (Λωτρεαμόν ή Κόμης του Λωτρεαμόν, πραγματικό όνομα:Isidore Lucien Ducasse), (1846-1870): ο πρόδρομος του Υπερρεαλισμού.
Γεννήθηκε στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης περί τα 1846, από μια μάλλον ευκατάστατη οικογένεια. Το 1867 επιστρέφει στην Γαλλλία με σκοπό να δώσει εξετάσεις στην Πολυτεχνική Σχολή και στη Σχολή Μεταλλειολόγων, έπειτα απο ένα χρόνο εκδίδει 6 άσματα γραμμένα σε πεζό λόγο υπο τον τίτλο “Τα Άσματα του Μαλντορόρ” (“Chants de Maldoror”) με το ψευδώνυμο Κόμης του Λωτρεαμόν (πιθανό δάνειο απο το γαλλικό μυθιστόρημα “Λωτρεαμόν” του Eugène Sue).
Το εν λόγω έργο δεν δημοσιεύτηκε στην Γαλλία ενόσω ζούσε ο ποιητής καθώς θεωρήθηκε ότι είχε προκλητικό περιεχόμενο (ο κεντρικός ήρωας- Μαλντορόρ- είναι ένας εγκληματίας που επιδιώκει να αποδείξει πως οι άνθρωποι είναι εν γένει κακοί και διακατέχονται απο αρρωστημένα πάθη).
Το 1870 δημοσιεύει την δεύτερη ποιητική του συλλογή “Poésies” (“Ποιήματα”) που έμελλε να είναι και η τελευταία καθώς πεθαίνει το ίδιο έτος σε ηλικία 24 ετών, μάλλον απο κάποια μολυσματική αρρώστεια.
Το έργο του Lautreamont έγινε ευρέως γνωστό το 1885, όταν ο Max Waller το δημοσίευσε και επηρέασε σε σημαντικό βαθμό τους υπερρεαλιστές της εποχής.
“Γέρο ωκεανέ” ( απόσπασμα απο “Τα Άσματα του Μαλντορόρ”)
Γέρο-ωκεανέ, το σύμβολο της απαραλλαξίας είσαι: για πάντα ίδιος με τον εαυτό σου.
Δεν αλλάζεις μ’ έναν τρόπο ουσιαστικό κι αν τα κύματά σου σε κάποιαν άκρη μανιάζουν, σε μιαν άλλη, λιγάκι πιο πέρα, την πιο τέλεια γαλήνη παρουσιάζουν.
Δεν είσαι σαν τον άνθρωπο εσύ, που σταματάει στο δρόμο να χαζέψει δυο σκυλιά που απ’ το σβέρκο αρπαχτήκαν, μα δε σταματά όταν περνά μια κηδεία, που το πρωί στα κέφια του είναι και το βράδυ κατσούφης, που γελάει σήμερα κι αύριο κλαίει.
Σε χαιρετώ, γέρο-ωκεανέ !Γέρο-ωκεανέ, τα νερά σου πικρά είναι.
Έχουν την ίδια γεύση με τη χολή που διυλίζει η κριτική για τις καλές τέχνες, για τις επιστήμες, για όλα.
Αν κάποιος έχει ταλέντο, ηλίθιο τον βγάζουν, αν κάποιος όμορφη κορμοστασιά έχει, φριχτός καμπούρης γίνεται.
Σίγουρα, πολύ πάνω στον άνθρωπο οι ατέλειές του θα πρέπει να βαραίνουν για να τις κρίνει έτσι, κι ας φταίει ο ίδιος για τα τρία τέταρτα απ’ αυτές !
Σε χαιρετώ, γέρο-ωκεανέ !…Πες μου, λοιπόν, αν είσαι συ το λημέρι του πρίγκιπα του σκότους.
Πες το μου…πες το μου, ωκεανέ ( μονάχα σε μένα, για να μη λυπήσεις αυτούς που μέχρι τώρα άλλο από αυταπάτες δε γνώρισαν), κι αν αυτό που ξεσηκώνει τις θύελλες και τ’αλμυρά σου νερά ψηλά μέχρι τα σύννεφα εξακοντίζει η ανάσα του Σατανά είναι.
Να μου το πεις πρέπει γιατί χαρά μεγάλη θα μου δώσει να μάθω πως τόσο κοντά στον άνθρωπο η κόλαση είναι.
Αυτή τη στροφή με τούτη την παράκληση να τελειώσω θα ’θελα.
Γι αυτό, για ακόμη μια φορά, να σε χαιρετήσω και ν’ αποχαιρετήσω θέλω!
Γέρο-ωκεανέ, με τα κρυστάλλινα κύματα…
Απ’ τα πολλά δάκρυα τα μάτια μου μουλιάζουν και να συνεχίσω δύναμη δε μου μένει, γιατί το νιώθω πως έφτασε η στιγμή κοντά στους ανθρώπους με το κτηνώδικο πρόσωπο να γυρίσω, όμως…κουράγιο !
Μια μεγάλη προσπάθεια ας κάνουμε και, με συναίσθηση του καθήκοντος, στη μοίρα μας επάνω σε τούτη τη γη ας ανταποκριθούμε.
Σε χαιρετώ, γέρο-ωκεανέ.
* Θα ακολουθήσει και 2ο μέρος.