Όπως κοίταζα χθες βράδυ στο παράθυρο, έψαχνα το βλέμμα σου. Έψαχνα να βρω αυτό το βαθύ και σκοτεινό σου βλέμμα, που αναγνωρίζουν λίγοι. Το βλέμμα που όποτε το κρύβεις γίνεται πιο σκοτεινό, πιο μαύρο, κι όταν το δείχνεις φωτίζει και μοιάζει με μέλι που στάζει απ’ τα δάκτυλα μικρού παιδιού.
Λείπεις καιρό. Λείπεις για πάντα και πολύ μακριά. Δεν θυμάμαι την τελευταία φορά που αντίκρισα το πρόσωπο σου, που ένιωσα την ανάσα σου στον ίδιο χώρο με τη δική μου, που είδα το χαμόγελο σου από κοντά. Ξέχασα πως μοιάζουν τα μαλλιά σου στον ήλιο και τι χρώμα ρούχα σ’ αρέσει να φοράς. Κι αν τα χέρια σου είναι ταλαιπωρημένα τώρα πια, δεν το ξέρω. Πώς να θυμάμαι τόσες λεπτομέρειες, τόσες στιγμές, τόσες μέρες, τόσες ώρες.
Σ’ αναζητώ συχνά σε βιβλία, σε φωτογραφίες, σε ζωγραφιές, σε τραγούδια, σε φίλους, σε βιτρίνες. Δεν είσαι πουθενά. Δεν μπορώ να σ’ ακουμπήσω ,να νιώσω το ζεστό σου δέρμα. Δεν ξέρω αν θυμάσαι πώς πίνω τον καφέ μου, με ζάχαρη ή χωρίς. Δεν ξέρω τι θυμάσαι από ‘μένα. Ή αν θες να θυμάσαι. Προσπαθώ να μη σ’ αφήσω να με ξεχνάς, μα είν’ αδύνατο να σου υπενθυμίζω συνεχώς τι κρύβω μέσα μου. Μα ούτε αυτό με πειράζει.
Ξέρεις τι σκεφτόμουν όταν δε βρήκα το βλέμμα σου έξω απ’ το παράθυρο μου; Σκέφτηκα πόσο θα ‘θελα να το δω, κι όχι για λίγο ,μα για πάντα να το κοιτάζω και ν’ ακούω τη φωνή σου να με ζαλίζει με τις νέες σου περιπέτειες. Κι ήθελα να στο πω, να στο φωνάξω και να τ’ ακούσεις σ’ όποια άκρη του κόσμου κι αν είσαι. Γιατί μπορεί να λείπεις, ή να λείπω, μα δεν μπορώ να σε ξεχάσω. Και ξέρω πως θα θυμάσαι έστω και τα μάτια μου, για λίγο, όταν κοιτάζεις τα σύννεφα το μεσημέρι. Γιατί μ’ αρέσουν τα σύννεφα.
Ήθελα να ξέρεις, πως οι άνθρωποι που σέβομαι κρατούν ένα κομμάτι μου. Κι όποτε τους μιλάω τους αφήνω κι ένα παραπάνω. Όχι για να με θυμούνται, αλλά για να μοιραστώ όσα έμαθα. Γιατί αξίζουν όλο μου το χρόνο και τους τον χαρίζω αμετανόητα. Γιατί ξέρω πως με νιώθουν, με καταλαβαίνουν. Αισθάνονται την αύρα μου να μπερδεύεται με τη δική τους και ν’ απλώνονται κι οι δυο, τόσο που δεν τις χωράει ο κόσμος.
Κι ελευθερώνομαι ,φίλε μου, όταν σου μιλάω, γιατί δε νιώθω να με κρίνεις, δε νιώθω ντροπή. Κι όταν σ’ ακούω, νιώθω μια γαλήνη, γιατί με άφησες να δω ακόμα μια φορά την ομορφιά σου. Να δω την όμορφη, ταλαιπωρημένη πλευρά σου, που λατρεύω, και το μαγικό τρόπο που μόνο εσύ βλέπεις τη ζωή.
Σ’ ευχαριστώ που έχεις περάσει απ’ τη ζωή μου έστω και για ένα δευτερόλεπτο που κοιταχτήκαμε, ή για μια ώρα που χαζεύαμε τα αστέρια χωρίς να μιλάμε. Σ’ ευχαριστώ για τις στιγμές που ξεχνάω κάθε μέρα και γι’ αυτές που θυμάμαι μόλις σ’ ακούω.
Να ξέρεις, δε θέλω πίσω τα κομμάτια που σου χάρισα. Κράτησε τα, κι αν θες, σ’ ένα λάκκο μες την άμμο φύλαξε τα, να πάει η θάλασσα να τα τραβήξει, μπας και μείνουν οι στιγμές που ζήσαμε μαζί εκεί που ξεβράζεται το κύμα. Γιατί εκεί ελευθερώνονται οι ψυχές των ανθρώπων, εκεί που πονάνε έντονα και μετά απλώνονται παντού…