Κάτω από τον ήλιο του Οκτώβρη

Έχει ανάψει τσιγάρο, πιθανόν όχι το πρώτο, το οποίο αμελεί να ρουφήξει παρά μόνο κρατάει νευρικά καθώς αυτό σιγοκαίγεται μόνο του. Ο ίδιος στέκεται με μια ιδιότυπη κεκλιμένη ισορροπία ακριβώς μπροστά από την σκιά της Καμάρας ώστε να τον χτυπάει ο ήλιος.

Στο μπάσιμο του Οκτώβρη και με την φθινοπωρινή ψύχρα πλέον αισθητή είναι σίγουρα πιο ευχάριστη η κάνη του ήλιου. Δείχνει να αισθάνεται κάπως άβολα μέσα στο σχολαστικά περιποιημένο παρουσιαστικό του το οποίο πληροί όλες τις προδιαγραφές ενός ευπρεπούς μεσήλικα στο κατώφλι των γηρατειών.

Στο ξερακιανό του πρόσωπο, τα μάγουλά του είναι όπως- όπως πλεγμένα στις άκρες των ζυγωματικών του με τις αξύριστες αυλακώσεις τους να τονίζουν ακόμα περισσότερο την αντίφαση με την “βελούδινη” εμφάνισή του.

Ακόμα κι αυτό όμως φαίνεται πως είναι φρεσκοπλυμένο για χάρη της συγκεκριμένης μέρας. Στις φουσκωμένες σακούλες των ματιών του έχει χυθεί όλο το χρώμα και η νεανική τους λάμψη αφήνοντας ως ερείπια ένα κάτωχρο βλέμμα. Ακόμα και σ’ αυτό όμως υπάρχει μια λαχτάρα.

Η οποία ευοδώνεται όταν εμφανίζεται αυτή. Κάμποσα χρόνια μικρότερη, με ένα πολύ πιο στρογγυλεμένο ανάστημα σε εξίσου νευρικό ρυθμό μ’ αυτόν. Χωρίς καμία υπόνοια αυτοσυγκράτησης τη γραπώνει και τη σφίγγει αυθόρμητα στην αγκαλιά του. Κλείνει τα μάτια του για να παραχωρήσει ολόκληρη την αγαλλίασή του στην αφή και την όσφρησή του. Το μισάνοιχτο στόμα του εκτοξεύει μια βουβή σπαρακτική κραυγή κι ο λυγμός του ξεχειλίζει στεγνός.

Τη φιλάει με μία άτσαλη ορμή χωρίς καν να στοχεύει, στιγμιαία, μια στο μάγουλο, μια στο στόμα και την ξαναγκαλιάζει λιμασμένα. Εκείνη ξεκινάει να του μιλάει γεμάτη ενθουσιασμό κι αυτός την παρακολουθεί ευλαβικά με την αρχική του εκστασιασμένη έκφραση αναλλοίωτη. Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις αν πρόκειται για έναν παλιό παράταιρο έρωτα, για την μονάκριβη κόρη του που συνάντησε μετά από χρόνια ή για οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο θα μπορούσε να δικαιολογήσει αυτήν την έκρηξη της ψυχής του.

Η μέρα είναι ειδυλλιακή. Την πιάνει από τον ώμο κι αφού επιτέλους καταφέρνει να ξεκαρφώσει τα πόδια του από το έδαφος, την παρασέρνει σε μια βόλτα που σίγουρα δε θα ‘θελε να τελειώσει ποτέ…

Ηλίου φαεινότερο

Ένας ορεξάτος χαζομπαμπάς με πιθανή γαλλική καταγωγή κρίνοντας από την προφορά, “ξεφορτώνει” τον μπόμπιρά του από ένα σύνθετο κατασκεύασμα που έχει περασμένο σαν σχολική τσάντα στην πλάτη του. Κρατώντας σφιχτά τα τεντωμένα μικροσκοπικά του χέρια τον οδηγεί με μερικά διαδοχικά “βατραχίσια” άλματα (από αυτά που κανένας μπόμπιρας δεν μπορεί να αρνηθεί όταν γνωρίζει πως θ’ απογειωθεί) στο χείλος της ακτής.

Με δυο ταχύτατες κινήσεις σχηματίζει θησαυρό μπροστά στα πόδια του έναν μικρό λόφο με χαλικάκια. Στα μάτια του μικρού με τα μελανιασμένα αφράτα μάγουλα, που περισσότερο θα ταίριαζαν σε ορκισμένο πορθητή των Ιμαλαΐων, μοιάζουν με ικανοποιητικά βότσαλα για μερικές βολές.

Ο πατέρας του, με το ένα χέρι περασμένο διακριτικά στη μέση του μικρού, για “ζώνη ασφαλείας”, ζητωκραυγάζει, άβολα γονατισμένος, προτάσσοντας το άλλο χέρι σαν φανατισμένος οπαδός και τον προτρέπει να ρίξει μέχρι και το τελευταίο χαλίκι που θα βρει μπροστά του. Και σε κάθε βολή, πανηγυρίζει και τον αποθεώνει με τα ίδια ενθουσιώδη άναρθρα επιφωνήματα. Απλά, αυθόρμητα κι Ανθρώπινα. (Εντάξει δικέ μου, για σένα “ανθρωπινά”. Ξέρεις εσύ…)

Υ.Γ: Στην ευθεία μας, ένα φορτηγό-πλοίο, αριστουργηματικά αραγμένο εξαπατάει τα βλέμματα κάνοντας τον ήλιο να μοιάζει με ένα ακόμα “εμπόρευμα”…

Μολυσμένο ηλιοβασίλεμα

Φόντο, η «χιλιοπαιγμένη» μπορντούρα ενός ηλιοβασιλέματος στην παραλία της Θεσσαλονίκης. Γραφική πλέον (όπως θέλει εκλαμβάνει καθένας αυτή τη γραφικότητα) κάθε απόπειρα να αποδώσεις λογοτεχνικά όλο αυτό το εκχύλισμα χρωμάτων που μέσα σε λίγα λεπτά καταπίνει σαν μαύρη τρύπα κάθε ίχνος «μέρας», εκεί, κοντά στον περίφημο γερανό. Από τότε που καταξιώθηκε κι αυτός ως πρωταγωνιστής αυτού του σύντομου καθημερινού επεισοδίου, αχρηστεύτηκε κάθε άλλη χρήση του.

Κατά μήκος της παραλίας, ακροβολισμένοι φακοί, περισσότερο ή λιγότερο διακριτικοί στοχεύουν σαν εκτελεστικό απόσπασμα τον μισοβυθισμένο ήλιο που αφήνει τη λάβα του να διαρρεύσει από τις οπές των «τραυμάτων» του. Κι αυτή με τη σειρά της διαθλάται σε μια νεφελώδη κορυφογραμμή που έχει σχηματίσει η μπόρα πριν λίγη ώρα με το σπινιάρισμα του επεισοδιακού της περάσματος. Σαν ελάχιστη ένδειξη αντίστασης καθώς εκπνέει ο ήλιος, πιτσιλάει με ρόδινες αντανακλάσεις όποια γυάλινη επιφάνεια παρακολουθεί αμέτοχη τον αργό θάνατό του. Ας παραδεχτούμε πως αυτό το σκυθρωπό φίλτρο που άφησε πίσω της η μπόρα προσθέτει μια ελκυστική τραχύτητα στην ομορφιά του σκηνικού και δικαιολογεί το πλήθος των επίδοξων «εκτελεστών».

Καθώς το βλέμμα ξεφεύγει από το επίκεντρο της προσοχής, συλλαμβάνει στο μεταίχμιο ένα παράδοξο. Στο χείλος της ακτής, σχεδόν σε όλο το μήκος του, έχει εξαπλωθεί μια κηλίδα που σε μια πρώτη αυτοψία ακολουθεί πιστά τους κανόνες της υπόλοιπης χρωματικής συμφωνίας. Τόσο, ώστε να σε πείθει προς στιγμήν ότι είναι κι αυτή ένα μέρος των αντανακλάσεων. Κι όμως… αυτή η ρόδινη κορδέλα δεν είναι παρά απόβλητα, τώρα και σε χρώμα ηλιοβασιλέματος, για μία μόνο εμφάνιση. Απόβλητα-χαμαιλέοντες, αθόρυβα και στατικά με μια μικρή μόνο υποσημείωση: Η «βρώμα» της ζωής κι η «καθαρότητα» ενός φυσικού θανάτου μπορεί και να έχουν το ίδιο χρώμα…

Το ροζ ποδήλατο

Πάνω σε έναν από αυτούς τους ιδιόμορφους κύβους /παγκάκια (κανείς δε θα τα προσδιορίσει ποτέ με σιγουριά) της προβλήτας, αυτός έχει ξαπλώσει στο πλάι. Πάνω από το κεφάλι του, στην άκρη του κύβου, δείχνει να είναι αδέξια παρατημένο το ποδήλατό του. Ροζ σκελετός, ροζ φτερά (Αναμφίβολα ένα τέτοιο ποδήλατο θα χρησιμοποιούσε ο Ροζ Πάνθηρας στα γεράματά του), με μερικά ίχνη σκουριάς και μια κόκκινη μπαγκαζιέρα (!) δεμένη στη σχάρα από… άλλο επεισόδιο. Κι από άλλο όχημα, πιθανόν από κάποιο βεσπάκι σε αποσύνθεση.

Παρατηρώντας λίγο πιο προσεκτικά, διακρίνει κανείς το μαεστρικό εν τέλει του παρκαρίσματος. Καθότι η κλίση και η γωνία “πρόσπτωσης” του ποδηλάτου μετατρέπει τη σέλα του σε ένα εξόχως αναπαυτικό μαξιλαράκι στο οποίο αυτός έχει εναποθέσει την απλυσιά και τη νύστα μπόλικων ημερών. Η πρώτη, λίγη σημασία δείχνει να έχει μπροστά στην λυτρωτική εκτόνωση της δεύτερης. Κουκουλωμένος με ένα μηχανόβιο μπουφάν -μάλλον παράλληλο εύρημα με την μπαγκαζιέρα, έχει σφηνώσει το ένα του χέρι στα λυγισμένα του γόνατα, ανάμεσα στα μπατζάκια της ξεθωριασμένης του φόρμας και δεν δείχνει διατεθειμένος να αλλάξει εύκολα στάση.

Η πυκνή γενειάδα του, σε συνεργασία με τη φειδωλή χειμωνιάτικη λιακάδα διατηρούν το μεγαλύτερο μέρος του τσαλακωμένου του προσώπου ζεστό κι ανακουφισμένο από τους μόλις δώδεκα-δεκατρείς βαθμούς που κέρδισε η μέρα στο απόγειό της.

Λίγο πιο πίσω, σε ένα πέτρινο πεζουλάκι, κάθεται ένας μυστήριος τύπος με δερμάτινο μπουφάν, μαύρα γυαλιά ηλίου τρακαλίζοντας ένα μπεγλέρι στο ένα χέρι και καπνίζοντας ένα τσιγάρο με το άλλο. Από το ραδιοφωνάκι που έχει ακουμπήσει δίπλα του ακούγεται μια γνώριμη εισαγωγή… “Θεσσαλονίκη σαββατόβραδο κι Απρίλης και να μου δίνεις τον καημό μ’ απλοχεριά”.

Υ.Γ: Κι εσείς ρε χαλβάδες που έχετε στριμωχτεί στην παραλιακή… μην κορνάρετε τόσο επίμονα. Κοιμάται ο άνθρωπος…

Σχόλια