O Steve Jobs σπούδαζε φιλοσοφία στο Κολέγιο Ριντ του Όρεγκον. Τότε, το 1972, γνώρισε τον ινδικό πολιτισμό. Η οικογένειά του δεν μπορούσε να τον συντηρήσει, έτσι ο ίδιος πουλούσε άδεια (;) μπουκάλια Coca-Cola για 5 σεντς το ένα. Μάλιστα, κάθε Κυριακή περπατούσε 11 χιλιόμετρα, για να φάει δωρεάν γεύμα που πρόσφερε ο ναός των Χάρε Κρίσνα. Ένα χρόνο μετά, εγκατέλειψε τις σπουδές του, διότι δεν είχε άλλα χρήματα. Συνέχισε να μένει την πανεπιστημιούπολη σε δωμάτια φίλων του και όποτε του το επέτρεπαν παρακολουθούσε και διαλέξεις στο κολέγιο.
Μελετούσε φιλοσοφία και τις διδαχές του βουδισμού με μεγάλο πάθος. Απεχθανόταν τον καταναλωτισμό και εντάχθηκε εύκολα στη μόδα των χίπιδων: παραισθησιογόνες ουσίες, φιλοσοφικές αναζητήσεις, επιστροφή στη φύση.
Το 1974, δούλευε ως τεχνικός στην εταιρεία βιντεοπαιχνιδιών Atari και τα οικονομικά του για πρώτη φορά πήγαιναν καλά. Έτσι, αποφάσισε να ταξιδέψει στην Ινδία, για να βελτιώσει την πνευματική του καλλιέργεια. Μαζί του ταξίδεψε και ο φίλος του Ντάνιελ Κότκε, ο πρώτος εργαζόμενος της Apple.
Το πρόγραμμα ήταν απλό. Θα ζούσαν σαν τους ντόπιους, χωρίς πολυτέλειες και δυτικές ανέσεις. Στόχος τους ήταν να γνωρίσουν από κοντά τον Ινδουιστή σοφό, Νιμ Καρόλι Μπάμπα.
Σχεδόν τίποτα δεν εξελίχθηκε σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο.
Ο Τζομπς εγκλιματίστηκε πλήρως με τους ντόπιους. Περπατούσε ξυπόλητος στους δρόμους, φορούσε παραδοσιακές ινδικές φορεσιές και έτρωγε στις φτωχογειτονιές του Νέου Δελχί. Φυσικά, ο ψιλόλιγνος λευκός με τα μακριά μαλλιά και τα αμερικάνικα δολάρια -ήταν εμφανές ότι- ήταν τουρίστας. Πολύ σύντομα, ο Τζομπς και ο σύντροφός του υπέφεραν από δυσεντερία, είχαν γεμίσει ψείρες και συνειδητοποίησαν την πραγματικότητα.
Η φτώχεια στην Ινδία ήταν σκληρή και ανελέητη και όχι μια ρομαντική εκδοχή που είχαν στο μυαλό τους. Η καθημερινότητα των Ινδών δεν ήταν οι επισκέψεις στους ναούς και η πνευματική άσκηση, αλλά ο ασταμάτητος αγώνας για επιβίωση σε κάκιστες συνθήκες…
Ο Τζομπς και ο Κότκε συνάντησαν ένα άντρα, που υποτίθεται ότι θα τους οδηγούσε στον σοφό Νιμ Καρόλι Μπάμπα. Τους οδήγησε στην κορυφή ενός βουνού και τους έβαλε να βουτήξουν στα παγωμένα νερά μιας πηγής. Μόνο ο Τζομπς ακολούθησε τις οδηγίες. Δέχτηκε ακόμα και να ξυρίσει το κεφάλι του. Όταν έφτασαν στο ιερό του Μπάμπα, έμαθαν ότι ο σοφός είχε πεθάνει το περασμένο Σεπτέμβριο. Οι δύο νέοι δεν τα παράτησαν και συνέχισαν το ταξίδι τους. Αυτή τη φορά προς το ιερό ενός άλλου σοφού, του Χαρικάν Μπάμπα. Η συνάντηση ήταν απογοητευτική. Ο Χαρικάν Μπάμπα ήταν ένας πολύ νεαρός, εξαιρετικά θηλυπρεπής άντρας που φορούσε μεταξωτές φορεσιές σε παστέλ χρώματα και άλλαζε ρούχα τουλάχιστον 4 φορές τη μέρα.
Η πνευματική εξύψωση που περίμεναν οι δύο νέοι δεν ήρθε ποτέ. Καθώς κατέβαιναν απ’ το βουνό που ήταν το ιερό του σοφού, άρχισε να βρέχει και σύντομα ξέσπασε μια τρομερή καταιγίδα. Ο Τζομπς και ο Κότκε, ταλαιπωρημένοι από τις ασθένειες και τα ταξίδια, τρομοκρατημένοι από την καταιγίδα, είχαν κρυφτεί σε μια γωνιά και προσεύχονταν.
Ο Κότκε περιέγραψε τις στιγμές που έζησε τότε: «Προσευχόμασταν σε όποιο Θεό μας άκουγε: Καλέ μου Θεέ, αν ζήσω μετά από αυτό, θα γίνω καλός άνθρωπος, το υπόσχομαι!»…
Τελικά έζησαν και πορεύθηκαν προς το Θιβέτ. Το ταξίδι τους διακόπηκε απότομα, όταν τους έκλεψαν τα χρήματα κοντά στο Μανάλι. Ο Τζομπς επέστρεψε στην Αμερική, αφήνοντας πίσω τον Κότκε που συνέχισε το ταξίδι.
Η Ινδία ωρίμασε τον Τζομπς. Έχασε τα «ροζ γυαλιά» μέσω των οποίων αντίκριζε τον κόσμο μέχρι τότε. Ο ρομαντισμός της νεανικής του ηλικίας άρχισε να ξεθυμαίνει.
Ο Τζομπς είχε πει για το ταξίδι στην Ινδία: «Ήταν η πρώτη φορά που αντιλήφθηκα ότι ίσως ο Τόμας Έντισον βοήθησε πολύ περισσότερο τον κόσμο από ότι ο Καρλ Μαρξ και ο Νιμ Καρόλι Μπάμπα μαζί».