Υποτίθεται πως αυτό το συγκεκριμένο βράδυ θα ήταν αφιερωμένο στο να διαβάσω, αλλά μάλλον η απόφασή μου ήταν κάπως βιαστική και παρορμητική μιας που οδηγήθηκα πάλι σε αυτή την λευκή σελίδα που με προκαλεί στο να την γεμίζω με όλες μου τις σκέψεις και τα συναισθήματα…

Θα σας πω λοιπόν καληνύχτα με μια μικρή μου ιστορία.

Ήταν κάποτε ένα μικρό αγοράκι, γύρω στα 6, κάπως πιο μικρόσωμο από τα άλλα παιδιά της ηλικίας του με κατάλευκη επιδερμίδα και μαύρα απαλά μαλλιά. Μα το πιο χαρακτηριστικό πάνω του ήταν το βλέμμα του. Ήταν παιχνιδιάρικο και έδειχνε την ανάγκη του μικρού να εξερευνήσει ολόκληρο τον κόσμο.

Το αγοράκι αυτό είχε πάντα δίπλα του ένα μικρο αρκουδάκι, τον φίλο του, με τον οποίο ήταν αχώριστοι και πάντα, λίγο πριν κοιμηθούν, αγκάλιαζε σφιχτά ο ένας τον άλλον και έκαναν τα πιο απίστευτα φανταστικά ταξίδια ώστε να τους πάρει ο ύπνος γλυκά και τους δυο. Πριν, όμως, από κάθε τους ταξίδι το αγοράκι συνήθιζε να αφηγείται την μέρα του στο αρκουδάκι, ενημερώνοντάς το για τα προβλήματα, τους προβληματισμούς του και τις χαρές του. Είχαν ορκιστεί πως δεν θα άφηναν πότε ο ένας τον άλλον… Μέσα του ο μικρός ήξερε πως κανένας άλλος δεν τον ήξερε καλύτερα από αυτό το γκρι λούτρινο που στεκόταν καθημερινά πάνω στο κρεβάτι του και άκουγε υπομονετικά κάθε του γκρίνια άλλα και κάθε του ευτυχισμένη στιγμή!

Το αγοράκι μεγάλωσε… Δεν μετακίνησε πότε από το κρεβάτι του το αρκουδάκι του αλλά είχε σταματήσει πλέον τα φανταστικά ταξίδια μαζί του και τις βραδινές εξομολογήσεις. Εξακολουθούσε όμως να νιώθει δεμένος μαζί του.

Μια μέρα ο νεαρός πλέον άντρας νιώθοντας πιεσμένος και και βαθιά ψυχολογικά κουρασμένος από καταστάσεις που βίωνε, αποφάσισε να ξαπλώσει για λίγο και να μιλήσει μετά από πολύ καιρό στον παλιό του φίλο…και μίλαγε…. μίλαγε… μίλαγε…. τον πήραν τα κλάμματα γιατί ένιωθε φορτισμένος και ταυτόχρονα ηλίθιος που μίλαγε μπροστά από ένα γκρι αρκουδάκι της παιδικής του ηλικίας…

Από τα νεύρα του πέταξε το αρκουδάκι από το κρεβάτι στο πάτωμα. Φαίνεται όμως ότι μέσα από μια μικρή οπή που είχε το λούτρινο -και που δεν είχε αντιληφθεί ποτέ ο νεαρός- είχε πέσει ένα μικρο σημείωμα. Παραξενεύτηκε και πλησίασε το πεσμένο στο πάτωμα χαρτί. Το άνοιξε και άρχιζε να διαβάζει.

“H ζωή μας δεν είναι παρά άθροισμα στιγμών. Είναι στιγμές που μας έκαναν να νιώσουμε πληρότητα και που θα θέλαμε να ξαναζήσουμε αλλά και στιγμές που μας στενοχώρησαν και θα προτιμούσαμε να μην ξαναβιώσουμε… Το άθροισμα όμως και των δυο είναι η ζωή μας και γι αυτό δεν θα πρέπει να απαρνιόμαστε καμιά τους.

Τις περισσότερες φορές όμως που δεν είμαστε καλά είναι επειδή εμείς αφήσαμε τον εαυτό μας εκτεθειμένο όχι στο να ζήσει αλλά στο να δώσει παραπάνω βαρύτητα σε ανθρώπους και καταστάσεις. Πορευόμαστε μέσα από τις επιλογές μας οι οποίες δημιουργούν καταστάσεις, άλλοτε ευχάριστες και άλλοτε όχι. Τα πράγματα όμως γύρω μας δεν είναι δύσκολα, δύσκολο είναι να συνειδητοποιήσουμε την απλότητα τους. Όταν κάτι απλό το αντιλαμβάνεσαι σαν σύνθετο η λύση που πας να του δώσει είναι τόσο πολύπλοκη που τείνει να τα κάνει όλα χειρότερα. Έτσι σπαταλάς ενέργεια που θα μπορούσες να έχεις διοχετεύσει κάπου αλλού, λίγο πιο γόνιμα και πιο ουσιαστικά.

Και κάπου εκεί έρχεται ο πυθμένας, τον οποίο σίγουρα θα μπορούσες να είχες αποφύγει αλλά ακόμα και από αυτόν υπάρχει σωτηρία διότι στον πυθμένα η αντίληψη σου από τα ερεθίσματα που έχει δεχθεί τόσο καιρό, προετοιμάστηκε ώστε να ενεργοποιηθεί την κατάλληλη στιγμή για να σου δώσει την λύση. Γιατί για όλα υπάρχει λύση…”

Ο νεαρός άνδρας δεν ήξερε καν ποιος το είχε γράψει αυτό το κείμενο και για ποιο λόγο. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν τον ένοιαζε και να μάθει γιατί πλέον… είχε βγει από τον πυθμένα!

Σχόλια