Βράδυ Οκτώβρη. Η ώρα περασμένη, γύρω στις 12:00. Βρίσκομαι λίγο μετά την πλατεία Μοναστηρακίου και κατευθύνομαι προς την οδό Ερμού.Γύρω μου ακούω φωνές, γέλια και βλέπω νέους κυρίως ανθρώπους να βολτάρουν σε παρέες, ερωτευμένα ζευγαράκια να προχωρούν χέρι χέρι . Εικόνες όμορφες και αισιόδοξες. Πρόσωπα χαμογελαστά και γεμάτα διάθεση για την νύχτα που ξεκινούσε.
Πλησιάζω προς την Εκκλησία της Παναγίας Καπνικαρέας. Ξέρετε το εκκλησάκι εκείνο που βρίσκεται μέσα στον εμπορικότερο δρόμο του ιστορικού κέντρου της πόλης των Αθηνών και που μόλις πρόσφατα έμαθα ότι είναι αφιερωμένο στα Εισόδια της Θεοτόκου και ανήκει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών γι’αυτό η δεύτερη ονομασία του είναι «Ιερός Πανεπιστημιακός Ναός». Στον προαύλιο χώρο του, καθώς περπατούσα είδα ανθρώπους να μιλούν, ανθρώπους να ”μοιράζουν’ φιλιά, άλλοι να ανταλλάσσουν τους προβληματισμούς τους και κάποιοι απλά να περιμένουν το ραντεβού που τους έχει στήσει.
Συνέχισα την βόλτα μου χαζεύοντας τις αμέτρητες και γεμάτες χρώμα βιτρίνες. Κάτι σαν οφθαλμόλουτρο. Καθώς προχωρούσα, έφθασε στα αυτιά μου ένας όμορφος ήχος. Μια μελωδία γεμάτη και χαρούμενη που σου άφηνε μια γλυκιά γεύση στο άκουσμά της. Πλησιάζω λίγο πιο κοντά και βλέπω κόσμο μαζεμένο να παρακολουθεί έναν άνδρα γυρω στα 40 που έπαιζε κιθάρα. Από εκεί λοιπόν ερχόταν αυτή η μελωδία. Κάθησα για κάμποση ώρα, τον παρακολουθούσα και χανόμουν στους όμορφους και μελωδικούς του ήχους. Δεν σας κρύβω πως ταξίδεψα. Η μουσική που άκουγα με παρέπεμπε σε εποχές Western και Άγριας Δύσης.
Αφήνοντας πίσω μου αυτή την ταξιδιάρικη μελωδία της κιθάρας, φθάνω στο τέρμα της Ερμού και περιμένω στο φανάρι για να περάσω απέναντι στην Πλατεία Συντάγματος. Κόσμος πολύς. Αυτοκίνητα εδώ, εκεί, παρα πέρα. Υπήρχε αυτή η ζωντάνια του κέντρου. Αισθανόσουν πως δεν είσαι ο μόνος ξύπνιος τα χαράματα σε αυτή την πόλη και χαιρόσουν γι’αυτό. Περνώντας το φανάρι και φθάνοντας στην ιστορική Πλατεία Συντάγματος το μάτι μου πέφτει στο επιβλητικό συντριβάνι που κοσμεί την πλατεία και από μέσα του, αναβλύζουν νερά ”κόκκινου χρώματος”. Αίσθηση σχεδόν μαγική.
Κάθομαι λίγο πιο πέρα σε ένα παγκάκι της πλατείας να ξαποστάσω και βλέπω γύρω μου όχι έναν αλλά τουλάχιστον τέσσερις ανθρώπους να κοιμούνται σε παγκάκια , κουκουλωμένοι με παλιές κουβέρτες και κούτες αριστερά και δεξιά για να ”κόβουν” τον παγωμένο αέρα. Δεν σας κρύβω πως εκείνη την στιγμή όλα όσα είχα αντικρίσει πριν λίγη ώρα, όλες αυτές οι όμορφες σκέψεις και εικόνες που μου χαν δημιουργηθεί, ξαφνικά κατέρρευσαν. Τις αντικατέστησαν ο φόβος, η λύπη και η στενοχώρια. ”Εν έτη 2014 πώς γίνεται να κοιμούνται άνθρωποι σε δρόμους και παγκάκια;” θα ρωτούσε κάποιος. ”Δυστυχώς γίνεται” θα απαντούσαν πολλοί.
Το γεγονός ότι πολλοί από εμάς ζούμε έχοντας τα πάντα ή τα περισσότερα από αυτά, δεν σημαίνει ότι τα έχουν όλοι. Πράγματα που εμείς θεωρούμε δεδομένα για κάποιους αλλους φαντάζουν ζητούμενα. Ζητούμενα ακόμα και τα αναγκαία. Σπίτι, ρούχα και φαγητό. Κι όλα αυτά σε μια Ελλάδα της κρίσης, της φτώχειας και της ανέχειας. Σε μια Ελλάδα που βιώνει τις πιο δύσκολες καταστάσεις των τελευταίων χρόνων και προσπαθεί να βγει νικήτρια και δυνατή.
Σίγουρα όμως τέτοιες εικόνες που παρουσιάζουν την αθλιότητα της κατάστασης στον μεγαλύτερο βαθμό πρέπει να διορθωθούν. Σε κανέναν άνθρωπο δεν αξίζει να μένει στο δρόμο και να τρώει ό,τι βρίσκει στα σκουπίδια.
Τα συναισθήματα μου από αυτή την σύντομη βόλτα στο κέντρο της πρωτεύουσας της Ελλάδας, δεν σας κρύβω πως είναι ποικίλα. Από τη μία υπάρχει κόσμος που βγάινει, διασκεδάζει, χαμογελά κι ελπίζει κι από την άλλη , υπάρχουν άνθρωποι που είτε κοιμούνται σε παγκάκια, είτε ψάχνουν σε σκουπίδια και κάδους ανακυκλώσεων είτε απλά ζητιανεύουν για ένα κομμάτι ψωμί. Το σίγουρο είναι πως σε εποχές δύσκολες, όπως αυτές που διανύουμε δεν πρέπει με τίποτα να χάνουμε την ανθρωπιά μας, την ελπίδα μας και την πίστη στα όνειρά μας. Έτσι μας δίδαξαν, μας διδάσκουν και θα μας διδάσκουν σε αυτή την χώρα!

Λεωφόρος Αμαλίας, Σύνταγμα Φωτογραφία: Νίκος Ζαχαριουδάκης

Λεωφόρος Αμαλίας, Σύνταγμα
Φωτογραφία: Νίκος Ζαχαριουδάκης

Σχόλια