22 Οκτωβρίου 1964.
Η Ακαδημία των Βραβείων Νόμπελ αποφασίζει να απονείμει το βραβείο λογοτεχνίας στον Jean-Paul Sartre. Ο μεγάλος φιλόσοφος, λογοτέχνης και ακτιβιστής αρνείται το βραβείο και μετά τον Παστερνάκ γίνεται ο δεύτερος τιμώμενος που παγκόσμια απαρνείται αυτό που πολλοί λογοτέχνες πασχίζουν να αποκτήσουν. Την τιμή του Νομπελίστα.
Βαθειά ταγμένος στην στρατευμένη τέχνη και κυρίαρχη μορφή στην αντιπροσώπευση του Μαρξισμού κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, ο Σαρτρ εξηγεί με απλά λόγια τα κίνητρα πίσω από την άρνησή του αυτή, σε δήλωσή του στον σουηδικό Τύπο στις 22 Οκτωβρίου, η οποία παρουσιάστηκε στη Le Monde σε γαλλική μετάφραση εγκεκριμένη από τον ίδιο τον Sartre. Η ουσία των λεγόμενών του βρίσκεται στην άποψή του πως ο συγγραφέας δεν πρέπει να επιτρέπει στον εαυτό του να μεταβάλλεται σε θεσμό. Χαρακτηριστικά, κλείνει την δήλωσή του λέγοντας πως «δεν είναι το ίδιο να υπογράφω ως Jean–Paul Sartre και ως Jean–Paul Sartre, Nobel Prizewinner».
(Την αγγλική εκδοχή της δήλωσής του μπορείτε να βρείτε στον ακόλουθο σύνδεσμο: http://www.nybooks.com/articles/archives/1964/dec/17/sartre-on-the-nobel-prize/ )
Γεννημένος στις 21 Ιουνίου 1905 στο Παρίσι, ο Sartre έμεινε ορφανός από πατέρα σε πολύ τρυφερή ηλικία και από την αρχή της εφηβείας του κλήθηκε να ανεχθεί τον πατριό του. Σε επαφή με την κλασσική λογοτεχνία ήρθε μέσω του παππού του λίγα χρόνια πριν η μητέρα του ξαναπαντρευτεί. Στην εφηβεία του η φιλοσοφία τον μαγνήτισε και τον προσανατόλισε στο École normale supérieure, ίδρυμα ανώτατης εκπαίδευσης, το οποίο υπήρξε πηγή απ’ όπου ανέβλυσαν διακεκριμένες μορφές της γαλλικής διανόησης, από το οποίο και έλαβε πτυχίο στην Φιλοσοφία. Υπήρξε έντονα επηρεασμένος από τη δυτική φιλοσοφία και ιδιαίτερα από φιλοσόφους όπως ο Immanuel Kant, o Edmund Husseri, o Martin Heidegger και ο Alexandre Kojeve.
Από το 1929 έως το 1931 υπηρέτησε στο Γαλλικό Στρατό ως μετεωρολόγος, ενώ από το 1940 μέχρι και τον Απρίλιο του 1941 υπήρξε αιχμάλωτος πολέμου αφού συνελήφθει από γερμανικά στρατεύματα.
Πρωταρχική ιδεά της σκέψης που προώθησε ο Sartre ήταν το γεγονός πως οι άνθρωποι είναι «καταδικασμένοι να είναι ελεύθεροι». Βάση αυτής της ιδέας είναι η άποψή του περί ανυπαρξίας του Ενός Δημιουργού, πράγμα που εξηγεί μέσω του παραδείγματος του χαρτοκόπτη. Εξηγεί, λοιπόν, πως ο δημιουργός του χαρτοκόπτη, έχει επιλέξει να ολοκληρώσει το έργο του (τον χαρτοκόπτη) γιατί του έχει αποδώσει ένα λόγο ύπαρξης, μια «ουσία». Υποστηρίζει ακόμη πως το ανθρώπινο είδος δεν έχει συγκεκριμένη «ουσία», ουσιαστικό λόγο ύπαρξης κι αυτό συνεπάγεται από το γεγονός ότι δεν υπάρχει Δημιουργός. Συνεπώς, κατά τον Sartre, «η ύπαρξη προηγείται της υπάρξεως», μια φράση που αποτελεί τη βάση του ισχυρισμού του πως, εφόσον κάποιος δεν μπορεί να εξηγήσει τις πράξεις και τη συμπεριφορά του με αναφορά σε κάποια συγκεκριμένη ανθρώπινη φύση, τότε είναι αναγκαστικά υπεύθυνος για αυτές του τις πράξεις.
“We are left alone, without excuse.”
Εξίσου σημαντική υπήρξε και η άποψή του πως έννοιες όπως αυτές τις «γνησιότητας» και της «ιδιοσυστασίας», της «διακριτότητας» ανήκουν στην κατηγορία όσων πρέπει να αποκτηθούν με προσωπική εμπειρία και σκληρά βιώματα και όχι απλώς να αποτυπωθούν στο νου ως προϊόντα μελέτης, ξεκομμένα από τη ζωή. Ο Sartre, εξάλλου πίστευε ακράδαντα πως ο θάνατος κάνει «ρουά ματ» από τη στιγμή που εμείς, ως άνθρωποι, παύουμε να ζούμε για εμάς και σταδιακά μεταλασσόμαστε σε αντικείμενα που τρέφονται και επιβιώνουν για τον κόσμο γύρω τους. Με αυτό τον τρόπο, διατυπώνει την ιδέα πως ο θάνατος προάγει τα εμπόδια της ελεύθερης, ατομικής μας ύπαρξης.
Τα βλέμματα του Τύπου και της κοινής γνωμης εν γένει τράβηξε, επίσης, η ανοιχτή σχέση που διατηρούσε με την διακεκριμένη φεμινίστρια και συγγραφέα Simone de Beauvoir, την οποία γνώρισε στα φοιτητικά του χρόνια. Μαζί ενήργησαν πολλές φορές υπέρ των κοινών τους πιστεύω, δεν παντρεύτηκαν ποτέ, συνέχισαν όμως να είναι μαζί μέχρι τον θάνατο του Sartre, ενώ κηδεύτηκαν σε κοινό τάφο στο νεκροταφείο του Montparnasse.
Τα τελευταία χρόνια του Sartre τον υποδέχτηκαν με μια σταθερή επιδείνωση της υγείας του, αρχικά λόγω των εξοφερνικών ωραρίων εργασίας κατά τη συγγραφή του φιλοσοφικού έργου «Κριτική της διαλεκτικής λογικής» (το οποίο έμεινε ημιτελές) και επιπλέον λόγω της εκτεταμένης χρήσης αμφεταμινών. Υποφέροντας από υπέρταση, έφτασε στα όρια της τύφλωσης το 1973, ενώ είναι γνωστό πως υπήρξε μανιώδης καπνιστής. Πέθανε στις 15 Απριλίου 1980 στο Παρίσι από πνευμονικό οίδημα.