23.07.014
Καθόμαστε με την Ελπίδα στην βεράντα με τη συντροφιά του Κασετόφωνου, ακούμε τα «Θερινά Μπαλκόνια», μιας κι ο τόπος βράζει σήμερα στην Αλεξανδρούπολη, και για να στεγνώσουν τα γαλανά μου πλέον νύχια είπα να καταγράψω επιτέλους τις σκέψεις μου, που συνήθως αφήνω να περνούν στο χρόνο και να γίνονται ένα με το αιώνιο που κανείς δεν αγγίζει, ούτε βλέπει, ούτε γνωρίζει. Πολύ Κοέλο διαβάζω τελευταία και με έχει επηρεάσει.
Άλλο ένα καλοκαίρι εδώ φτάνει στο τέλος και τίποτα το σπουδαίο δεν έχει γίνει. Γιατί όμως νιώθουμε την ανάγκη του να γίνει κάτι σπουδαίο; Γιατί να μην μπορούμε να αφεθούμε στο αναζωογονητικό τίποτα που μας προσφέρεται απλόχερα ώρες ώρες;
Και πώς ορίζουμε το σπουδαίο;
Μια βαρκάδα το σούρουπο; Ένα παγωτό παρέα με ένα φίλο; Ένα καλό βιβλίο μετά μουσικής; Οικογενειακές στιγμές; Ατελείωτο clubbing;
Τη γνώμη μου μπορεί να τη βρείτε παλιομοδίτικη, όμως πιστεύω πως κάτι σπουδαίο είναι να γνωρίζει ο καθένας ανεξαρτήτως χρώματος, ηλικίας, φύλου κι εκπαίδευσης την ιστορία της χώρας του και την ιστορία του κόσμου που μας οδήγησε στο τωρινό σημείο πλεύσης μας. Ερέθισμα γι’ αυτή τη σκέψη, το βιβλίο της Ελπίδας για τον Πλάτωνα και η αναζήτηση στα ανιστόρητα μυαλά μας για τον εντοπισμό συγκεκριμένων γεγονότων, προσώπων και καταστάσεων.
Λέμε, πιο συχνά απ’ το «Συγγνώμη» ή το «Ευχαριστώ», πως η Ελλάδα υπήρξε η γενέτειρα της Δημοκρατίας, των Αξιών, της Γλώσσας και του Πολιτισμού. Ένα ηφαίστειο του οποίου η λάβα έχτισε τον κόσμο και συνεχίζει να καίει στις καρδιές πολλών ανθρώπων, Ελλήνων και μη. Πόσοι όμως από εμάς, που παινεύουμε τη χώρα μας και της δίνουμε άλλοθι για ό,τι στραβά παρουσιάζει, μπορούμε να μιλήσουμε για την ιστορία της; Πόσοι μπορούμε να αναλύσουμε τις σκέψεις των κλασσικών, να μιλήσουμε για τους αξιέπαινους μουσικούς, ποιητές, λογοτέχνες της;
Πέρα από την παπαγαλία του σχολείου, το μόνο που μας «σώζει» είναι η δίψα για το κάτι παραπάνω, για την ανακάλυψη του θησαυρού που όμως πόσους βασανίζει ή ορθότερα πόσους πρέπει να βασανίζει; Γιατί πέρα από το ερώτημα του πόσο ανιστόρητοι είμαστε και γιατί, τίθεται και το ερώτημα του πόσοι πρέπει να γνωρίζουν και γιατί; Κι αυτό το δεύτερο ερώτημα μήπως έγινε πράξη και ήταν κι η αιτία που τελικά κάνουμε ότι ψάχνουμε το διακόπτη στα σκοτάδια; Ή απλά πέρα από τα λόγια οι Έλληνες όντως είμαστε τεμπέληδες επιδειξίες που στηρίζονται στην αγάπη των αλλοεθνών, τους οποίους περιφρονούν, για να τιμήσουν την μαραμένη Ελλάδα;
Θα σταματήσω το παραλήρημα εδώ έχοντας πετύχει αυτό που ήθελα. Να δώσω, ως μια ημι-ανιστόρητη, τροφή για σκέψη ανάμεσα στο τίποτα της ξαπλώστρας και τα πάντα της θάλασσας.
Καλό βράδυ!