Κάβα, ποτά, ξηροί-καρποί. “Αυτά πουλάω, τι άλλο θα μπορούσε να γράφει η ταμπέλα “, είχε πει κάποτε στη συγχωρεμένη την γυναίκα του.

Γέμιζε μέχρι πάνω την κούπα του καφέ, με ότι bourbon έβρισκε μπροστά του και σε κάθε γουλιά χαλβάδιαζε τα συλλεκτικά βαρελάκια Jack Daniels που καρτερούσαν τοποθετημένα στα πιο ψηλά ράφια, έναν πότη με ολίγον τι βαθύτερη τσέπη.

Το ουίσκι, γενικότερα, τον τράβαγε περισσότερο απ΄όλα. Θεωρούσε ότι ήταν πολύ καλή παρέα για έναν άντρα της ηλικίας του, ίσως η ουσιαστικότερη.

Τεκίλλα θα πιείς αν έχεις γύρω γκόμενες, εσύ,όχι εγώ, βότκα αν είσαι αλαφροπάτητος καιρούμι για να σπάσεις την ρουτίνα. Να ιντριγκάρεις την σχέση…“, συνήθιζε να λέει στον νεαρό που είχε το τυροπιτάδικο της γειτονιάς ο οποίος τον τάιζε φρέσκο πράμα,τζάμπα κάθε πρωί.

Έπαιρνε την τυρόπιτα στα χέρια του και φάνταζε να ΄ναι το πιο ζεστό πράγμα εκεί μέσα,αφού δεν είχε θέρμανση εδώ και δύο χειμώνες, παρά μόνο μια αναξιόπιστη, μικροσκοπική σόμπα στο δωμάτιο,στο πίσω μέρος της κάβας.

Εκεί κοιμόταν από τότε που “έφυγε” η Ελένη του, τότε που τον άφησε μόνο με το μαγαζί. Το σπίτι το ΄δωσε λίγο καιρό αργότερα. Τα παιδιά στο εξωτερικό και αυτός να σέρνεται ανάμεσα στους ακόμη πιο κρύους τοίχους-αν και το σπίτι,είχε θέρμανση.

Τουλάχιστον η κάβα είχε ζωή.

Δεν κατάλαβε ποτέ πως γινόταν και όποιος έμπαινε να πάρει ένα κράσι για δώρο, ερχόταν σχεδόν πάντοτε στρεσαρισμένος κι αλαφιασμένος. Ξέχωρα απ΄το ότι του ΄κανε εντύπωσητο πόσοι άνθρωποι έπαιρναν απλά ένα κρασί, ή μια βότκα, κάτι που πρόδιδε έλλειψη φαντασίας,οι πελάτες του ήταν κατά πλεοψηφία “αρνητικές” παρουσίες. 

Λες και τους έβαζε κανείς το περίστροφο στο κεφάλι και τους υποχρέωνε να αγοράσουν αλκοόλ.

“Βιάσου άνθρωπέ μου..”, του χε πει ένα βράδυ, κάποιος κοστουμαρισμένος μεσήλικας, την ώρα που έδενε την κορδέλα για ένα λευκό κρασί. Δεν έφτανε που τον είχε σηκώσει απ΄ τον ύπνο, είχε και την απαίτηση ναι είναι ταχύς! Έσπαγε το κεφάλι του να θυμηθεί, τι μέρα ήταν και είχε τόση αγωνία να βιαστεί ο ενοχλητικός, αυτός, τύπος και το μόνο που του ερχόταν στο μυαλό ήταν η ερημιά στους δρόμουςκάποια ξαφνική αναμπουμπούλαλίγα λεπτά αργότερα με πυροτεχνήματα και μια ανέλπιστα απαιτητική πελατεία καθ όλη τη διάρκεια της υπόλοιπης νύχτας.

“Ζω αργά σε εποχές με γρήγορους ρυθμούς Ελένη”, είπε και κοίταξε την φωτογραφία κάτω απ΄την ταμειακή. “Γι΄αυτό και δεν με χωνεύουν”, συνέχισε. “Μα ούτε εγώ τους χωνεύω. Την ανάγκη τους έχω μόνο. Κάπως πρέπει να συνεχίσει να ΄ρχεται το ποτό. Με κάνει δημιουργικό, Ελένη μου, αλήθεια. Να ,κοίτα, έβαλα αυτόν τον σωλήνα στο βαρέλι και δεν χρειάζεται να χαλάω ποτήρια τώρα. Και μετά βγάζω τον σωλήνα, τον ξεπλένω λίγο και τον βάζω σε όποιο βαρέλι θέλω να πιω. Το μόνο που θα ΄θελα είναι να μ΄άφηνες να ανοίξω αυτά τα συλλεκτικά βαρελάκια εκεί πάνω…

Η Ελένη του ΄βαζε τις φωνές κάθε φορά που “άγγιζε” το εμπόρευμα. Κι αυτός καθόταν προσοχή γιατί την φοβόταν, και την φοβόταν γιατί την αγαπούσε. Δεν ήταν ο κοινός φόβος, πιο πολύ ο φόβος να μην την στεναχωρεί. Να μην την κάνει να αισθάνεται άσχημα με την συμπεριφορά του, να μην την εκθέτει, να την ζει καλά, όπως είχε καταφέρει να ζήσει τα παιδιά του ώσπου πάτησαν κι αυτά στα πόδια τους.

vlcsnap-2011-12-29-17h47m11s255

Διάβαζε μια προχθεσινή αθλητική εφημερίδα, κουκουλωμένος με μια ξεφτισμένη κουβέρτα, όταν άκουσε το καμπανάκι της εισόδου. Ήπιε λίγο μπύρα από ένα μπουκαλάκι που ΄χε δίπλα του και βγήκε παραπατώντας στον κυρίως χώρο του μαγαζιού. Το παραπάτημα αυτό ήταν το σήμα κατατεθέν του τα τελευταία χρόνια και όποτε το ΄κανε, γελούσε με τον εαυτό του και του ΄φτιαχνε το κέφι μονομιάς.

“Καλησπέρα! Είστε ανοιχτά, έτσι; “, τον ρώτησε μια χαριτωμένη κοπελίτσα με κατάμαυρα μαλλιά κι ευγενικό χαμόγελο. Αμέσως, του θύμισε την Ελένη στα νιάτα της και τον έκανε να αισθανθεί οικεία.

“Ναι κορίτσι μου. Πες μου πως μπορώ να σε βοηθήσω…”

Τίποτα, απλά ήθελα να δω πότε είστε ανοιχτά για να ξέρω γι΄άλλη φορά “, απάντησε εκείνη.

“Εδώ είμαι εγώ, εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο “, είπε αυτός παρουσιάζοντας την αφεντιά του.

“Θα το ΄χω υπόψιν μου. Καλό σας βράδυ και καλή συνέχεια “, έκανε αυτή και έφυγε όπως όπως.

Εκείνος το θεώρησε σημάδι απ΄το Θεό. Μέσα στα άγρια χαράματα, μια κοπέλα που ήταν ίδια η Ελένη είχε μπει στο μαγαζί, όχι για να αγοράσει κάτι, αλλά για να του υπενθυμίσει πως δεν ήταν μόνος.

 Άρχισε πάλι να πίνει λίγο κρασί απ΄την κάνουλα κι έκανε μπουκώματα, μέχρι να βγάλει το πακέτο με τα τσιγάρα απ΄το μπουφάν του και ν΄ανάψει ένα, έτσι για το καλό. Άνοιξε το ραδιόφωνο.

“Ας ερχόσουν για λίγο, κι ας χανόσουν μετά…” Είχε έρθει. Δεν υπήρχε λόγος για μελαγχολίες. Το ξανάκλεισε.

 Ξαφνικά, μπήκαν στο μαγαζί δύο νεαροί άντρες.

“Καλώς τα παιδιά…” , τους καλωσόρισε εκείνος φωναχτά. ” Έιστε οι εκατομμυριοστοί πελάτες μου, το μαγαζί κερνάει τσιπουράκι “, είπε χαριτολογώντας.

Αυτοί ανταπέδωσαν τον χαιρετισμό, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, και τελικά έκατσαν μαζί του. Καθάρισε πρόχειρα δύο ποτηράκια που ΄χε στον πάγκο μ΄ένα πανάκι και τα γέμισε μέχρι πάνω. Εκείνοι με τη σειρά τους τα σήκωσαν και ήπιαν “στην υγειά του”.

Μιλούσαν κάμποση ώρα για τη ζωή, για τη νέα γενιά και όπως συνηθίζει να τελιώνει κάθε σοβαρή, πλην όμως, ανούσια κουβέντα κατέληξαν σε κάτι λίγο πιο ρηχό και στην προκειμένη στα αθλητικά, που ήταν ο τομέας του και δεν σήκωνε αντιρρήσεις.

” Όχι, όχι σας λέω το είδα, θα πάρει παίχτες, το ΄χω και μέσα στην εφημερίδα, κάτσε να την φέρω “, είπε και σηκώθηκε παραπατώντας για ακόμη μια φορά. Σταμάτησε, γέλασε και τους κοίταξε. Άνοιξε το ραδιόφωνο.

” Λίγη μουσικούλα, να σας κρατάει παρέα όσο ψάχνω “, έκανε και μπήκε στο δωματιάκι.

 Δεν πρέπει να ΄κανε πάνω από ένα λεπτό και γύρισε κρατώντας την εφημερίδα σφιχτά στο χέρι του γεμάτος ικανοποίηση. Μα κανείς δεν καθόταν πια έξω… 

Η ταμειακή ήταν ανοιχτή και άδεια απο χρήματα, το ίδιο και η “καβάτζα” που είχε δίπλα απ΄την φωτογραφία της Ελένης. “Πως το ΄ξεραν “, σκέφτηκε. ” Άραγε, επειδή τους μίλησα για ΄κεινη ; “

Ξεφύσηξε κι άφησε την εφημερίδα στον πάγκο. Φράγκα ήταν, άψυχο πράμα. Πήρε ένα σκαμπουδάκι που είχε δίπλα του και το τοποθέτησε κάτω απ΄τα ψηλότερα ράφια του μαγαζιού. Ανέβηκε, τεντώθηκε και γράπωσε τα συλλεκτικά “βαρελάκια” με το Jack.

Έγειρε την πόρτα του μαγαζιού κι έβαλε την ένδειξη “Κλειστόν” για πρώτη φορά μετά από δύο ολόκληρα χρόνια. Άνοιξε το μπουκάλι, μύρισε το εσωτερικό του κι άρχισε να το κατεβάζει με μανία.

Τα σωθικά του έκαιγαν, τα μάτια του έτσουζαν αφόρητα, μα η γεύση άξιζε τον κόπο…

 Άραξε πίσω στην καρέκλα και λίγο πριν αποκοιμηθεί για τα καλάνόμιζε πως είδε στην είσοδο την Ελένη, να τον κοιτάζει επικριτικά απ΄το τζάμι, έτοιμη να ξεκινήσει το κήρυγμα, που την είχε παρακούσει γι΄ άλλη μια φορά…

Σχόλια