Λίγα λόγια για την ζωή και το έργο του μεγάλου Έλληνα ποιητή, που κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας!
Ο Γεώργιος Σεφεριάδης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, του Γεώργιου Σεφέρη, γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου του 1900, στη Σμύρνη. Το 1914 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου αφού ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του, μετέβη στο Παρίσι για να συνεχίσει στις σπουδές του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Σορβόννη, από την οποία αποφοίτησε με διδακτορικό το 1924.
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα το 1926, διορίζεται υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών. Ενώ το 1956 τοποθετείται ως πρεσβευτής της Ελλάδας στη Μεγάλη Βρετανία, μέχρι και το 1962 οπότε και συνταξιοδοτήθηκε.
Το 1941 θα παντρευτεί τη Μαρία Ζάννου, με την οποία όμως δεν απέκτησε παιδιά.
Η παραμονή του στο Παρίσι υπήρξε καθοριστική για το μετέπειτα ποιητικό του έργο, το οποίο επηρεάστηκε από τον μοντερνισμό και από το έργο του Thomas Stearns Eliot.
Το 1931 εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή (“Στροφή”), η οποία προκάλεσε ποικίλα σχόλια στους λογοτεχνικούς κύκλους, με κάποιους να υποστηρίζουν πως εισήγαγε κάτι νέο στην ελληνική ποίηση και άλλους να την κατακρίνουν.
Ο Σεφέρης καθιερώθηκε ως σημαντικός ποιητής με την πέμπτη ποιητική συλλογή του, το Μυθιστόρημα (1935).
Παράλληλα με την ποίηση επιδόθηκε και σε μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων και κυρίως στην συγγραφή δοκιμίων.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 το έργο του αρχίζει να βγαίνει εκτός συνόρων. Απόρροια τούτης της εξέλιξης, υπήρξε η βράβευση του με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1963,από την Σουηδική Ακαδημία Επιστημών.
Κατά την περίοδο της δικτατορίας ο ποιητής δεν σιωπά! Με δήλωση του στο ραδιόφωνο του BBC στις 28 Μαρτίου του 1969, ο Σεφέρης μιλά για πρώτη φορά δημοσίως κατά της δικτατορίας, στην εν λόγω δήλωση του αναφέρει:
«Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς όλως διόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας, στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο.Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι’ αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά. Δε θα μου ήταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτοιες ζημιές δε λογαριάζουν παρά πολύ για ορισμένους ανθρώπους. Δυστυχώς, δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτόν τον κίνδυνο. Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις, η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μάς βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα, όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό. Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό, και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι Εθνική επιταγή. Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό, να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω».
Χάρις τη δήλωση αυτή του αφαιρέθηκε από την χούντα το διπλωματικό διαβατήριο και ο τίτλος του πρέσβη επι τιμή.
Δυο χρόνια μετά την δήλωση του, στις 20 Σεπτεμβρίου του 1971, θα αφήσει την τελευταία του πνοή στην Αθήνα. Η κηδεία του, που πραγματοποιήθηκε 2 μέρες μετά, έλαβε αντιδικτατορικό χαρακτήρα˙ με το πλήθος που ακολουθούσε την νεκρώσιμη πομπή να σιγοτραγουδά το απαγορευμένο από την χούντα τραγούδι του Θεοδωράκη, “Άρνηση”, σε στίχους του Σεφέρη.
Το ποίημα εαν και έχει ερωτική χροιά, παρ’ όλα ταύτα από πολλούς συνδέθηκε με αντιστασιακούς σκοπούς, ίσως εξαιτίας του τίτλου του και του τελευταίου στίχου (” πήραμε τη ζωή μας ˙ λάθος!/ κι αλλάξαμε ζωή”) ή ενδεχομένως λόγω της αντιχουντικής δήλωσης του ποιητή.
Στις 23 του ίδιου μήνα δημοσιεύεται στην γαλλική εφημερίδα Le Monde καθώς και στο Βήμα, το τελευταίο ποίημα του. Το “Επι Ασπαλάθων”, αποτελούσε ένα προμήνυμα για το τέλος των τυράννων.
«Τον έδεσαν χειροπόδαρα» μας λέει «τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι». Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του ο Παμφύλιος Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος.».