Αποφάσισα να γράψω μία μικρή, ίσως λιγάκι διαφορετική, χριστουγεννιάτικη ιστορία και να τη μοιραστώ μαζί σας… Απολαύστε!
Ο Ιάσωνας ήταν ένα από αυτά τα παχουλά παιδιά που δε σταματάνε να κλαίνε μέχρι να περάσει το δικό τους. Οι γονείς του πάλι δε χαλούσαν ποτέ το χατίρι τού μονάκριβου γιού τους. Τα Χριστούγεννα, λοιπόν, ήταν η αγαπημένη γιορτή του μικρού Ιάσωνα, όχι επειδή του άρεσε το στόλισμα του δέντρου ή η γιορτινή ατμόσφαιρα στους χιονισμένους δρόμους τις πόλης, μα επειδή τα δώρα ΗΤΑΝ ΠΟΛΛΑ.
«Θέλω το GTA 5, πέντε πιστόλια Nerf και το αμάξι του Batman» είπε ο Ιάσωνας στη μητέρα του ένα πρωινό πριν την ημέρα των Χριστουγέννων. «Να πεις στον Άγιο Βασίλη να μου φέρει και πολλά λεφτά».
«Νομίζω ότι θα έχει ξοδέψει ήδη πολλά χρήματα στα παιχνίδια που μόλις ζήτησες, γλυκέ μου» έκανε κουρασμένα η μητέρα του. «Εξάλλου, απ’ ότι ξέρω σου έχει ήδη πάρει δώρο…».
«Μαμά, έχω μεγαλώσει πια» είπε ο Ιάσωνας και πήρε ένα συνωμοτικό ύφος, μιμούμενος τους ενήλικες. «Ξέρω ποιος είναι ο Άγιος Βασίλης. Οπότε κανόνισε να έχω αυτά που θέλω!»
«Αγάπη μου, θα σου αρέσει αυτό που σου πήραμε-»
«ΜΑΜΑ!» ούρλιαξε ο Ιάσωνας και γούρλωσε τα μάτια. Η μητέρα του σιώπησε και ο μικρός καταβρόχθισε ένα μελομακάρονο από την πιατέλα μπροστά του, σαν τρόπαιο για την αδιαμφισβήτητη νίκη του στη λογομαχία.
Λίγες ώρες μετά, οι γονείς του Ιάσωνα ήταν στο δρόμο τους για το μαγαζί με τα παιχνίδια.
«Μας κάνει ό,τι θέλει, το έχεις καταλάβει αυτό, έτσι;» ρώτησε ο πατέρας και έστριψε στον πολυσύχναστο δρόμο.
«Το ξέρω» απάντησε η γυναίκα του κάπως ένοχα. «Όμως τον αγαπάμε… είναι ο γιος μας. Πώς είναι δυνατόν να αντέχουμε να τον βλέπουμε στεναχωρημένο;».
Ο Ιάσωνας στεκόταν στο παράθυρο του σπιτιού του. Έξω, το χιόνι είχε καλύψει το γρασίδι του κήπου σα λευκό, παγωμένο πέπλο, και τα πολύχρωμα λαμπάκια στα κάγκελα αναβόσβηναν με ρυθμό. Δύο παιδιά στο δίπλα σπίτι, με τα κόκκινα σκουφιά και τα χοντρά γάντια τους, έπαιζαν χιονοπόλεμο γελώντας. Ο Ιάσωνας δε νοιαζόταν όμως για όλα αυτά. Καθόταν στο παράθυρο, διότι περίμενε με ανυπομονησία τα δώρα του. Θα έπαιζε όλο το βράδυ και την επομένη θα έπαιρνε τηλέφωνο τον Γιώργο, ένα αδύνατο παιδί από την τάξη του, για να έρθει να δει τα νέα του παιχνίδια.
«Θα σκάσει από τη ζήλια του ο ψηλολέλεκας» μονολόγησε ο Ιάσωνας και χαμογέλασε.
Ο μικρός άκουσε τη μηχανή ενός αυτοκινήτου και τέντωσε το λαιμό του να δει καλύτερα. Αντί για το αμάξι των γονιών του όμως, είδε να παρκάρει απ’ έξω με φούρια ένα μπλε βανάκι. Ήταν ο θείος του, ο οποίος βγήκε βιαστικά από το αμάξι του. Δεν τον αναγνώρισε από την αρχή, μιας και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του έμοιαζαν αλλοιωμένα από ένα συνονθύλευμα απροσδιόριστων αρνητικών συναισθημάτων. Ο Ιάσωνας άνοιξε την πόρτα ανήσυχος.
«Θείε, τι-»
«Ιάσωνα…» είπε εκείνος με βραχνή φωνή. «Πρέπει να έρθεις μαζί μου. Οι γονείς σου τράκαραν. Είναι στο νοσοκομείο».
Η καρδιά του Ιάσωνα έχασε ένα χτύπο. Το μυαλό του άδειασε από τις σκέψεις και ένιωσε να φωλιάζει στο στήθος του ένα ασήκωτο βάρος.
Πριν φύγει από το σπίτι άρον-άρον, κοίταξε το χριστουγεννιάτικο δέντρο πίσω του. Συνειδητοποίησε ότι δεν είχε βοηθήσει τη μητέρα του να το στολίσει, μιας και εκείνος ήταν απασχολημένος τότε με ένα νέο βιντεοπαιχνίδι… Δεν είχε κάτσει με τον πατέρα του δίπλα στο τζάκι όταν τον είχε φωνάξει, επειδή ήθελε να πάει στα μαγαζιά για να ξοδέψει το χαρτζιλίκι που του έδωσε η γιαγιά…
Όποτε χαλούσε κάποιο από τα παιχνίδια του, μπορούσε πάντοτε να πάρει κάποιο άλλο. Όμως αυτές οι στιγμές… γινόταν να αντικατασταθούν;
(Συνεχίζεται…)