(Συνέχεια της ιστορίας…)

Λίγα λεπτά αργότερα, ο Ιάσωνας έτρεχε στο διάδρομο του νοσοκομείου κρατώντας με δυσκολία τα δάκρυά του. Ο θείος του έμεινε πίσω να φωνάζει το όνομά του ανιψιού του. Β14, Β14, επαναλάμβανε από μέσα του τον αριθμό του δωματίου όπου είχαν τους γονείς του. Αργότερα θα συνειδητοποιούσε πόσοι άρρωστοι άνθρωποι ήταν πίσω από τις λευκές πόρτες, εκείνες τις γιορτινές ημέρες.

Έξω από την πόρτα Β14 είδε τη γιαγιά και τον παππού του να κλαίνε. Κάποιος τον σταμάτησε.

«Αφήστε με να τους δω!» φώναξε ο Ιάσωνας και άρχισε να κλαίει.

«Δεν γίνεται, μικρέ» ακούστηκε μία βαριά φωνή.

«Άφησέ με!»

«Σε λίγα λεπτά οι γονείς σου θα είναι νεκροί…».

Ο Ιάσωνας πάγωσε. «Τι;» έκανε και γύρισε να δει ποιος τον εμπόδιζε να προχωρήσει.

Ένας ψηλός άντρας με δασιά μούσια και τεράστια χέρια τον κρατούσε σφιχτά από το μπράτσο.

«Αυτό που άκουσες. Θα πεθάνουν από λεπτό σε λεπτό» είπε με αυστηρή φωνή ο άγνωστος.

«Γιαγιά, παππού…;» φώναξε ο Ιάσωνας παρακλητικά και γύρισε να τους ζητήσει βοήθεια με το βλέμμα του. Όμως δεν βρίσκονταν πια εκεί. Στην πραγματικότητα, τίποτα δεν υπήρχε τώρα τριγύρω από τον μικρό και τον ογκώδη άντρα. Στέκονταν όρθιοι στη μέση μιας ομιχλώδους αβύσσου.

Ο Ιάσωνας δεν είχε φοβηθεί πιο πολύ στη ζωή του. Όχι επειδή έμοιαζε να εξαφανίστηκε το νοσοκομείο και οι δικοί του από τη μία στιγμή στην άλλη, μα γιατί είχε απέναντί του έναν άντρα που μιλούσε για τον θάνατο των γονιών του…

«Π-Πού είμαστε; Πού είναι οι γονείς μου;»

«Είμαστε μακριά»

«Άσε με να πάω, θέλω να τους δω»

«Μα δεν πρόλαβαν να σου πάρουν τα δώρα σου, δεν τα έχουν μαζί τους… Γιατί θες να τους δεις;» έκανε ο άντρας και τα μάτια του έλαμψαν από πονηράδα.

«Δε με νοιάζουν τα δώρα» είπε ο Ιάσωνας και έτρεμε στη σκέψη ότι αν δεν είχε ζητήσει κι άλλα πράγματα οι γονείς του τώρα θα ήταν καλά.

«Ναι, ε; Και τι σε νοιάζει λοιπόν;» ρώτησε ο πανύψηλος άντρας και άφησε επιτέλους το μπράτσο του Ιάσωνα.

«Θέλω…» ξεκίνησε ο μικρός. «Θέλω να αγκαλιάσω τη μαμά και το μπαμπά μου» είπε, χαμήλωσε το κεφάλι και δάκρυσε ξανά. Τότε πρόσεξε ότι πατούσε σε φρέσκο χιόνι. Μετά από μία ατελείωτη στιγμή σιωπής ο Ιάσωνας στράφηκε προς τον γίγαντα και ρώτησε: «Ποιος είσαι;».

«Έχω πολλά ονόματα…» είπε ο άντρας και κορδώθηκε. «Κάποιοι με φωνάζουν Δικαστή, κάποιοι Πνεύμα των Χριστουγέννων, ενώ άλλοι… Άγιο Βασίλη».

Ο Ιάσωνας ξέχασε για λίγο την άσχημη κατάσταση που βρισκόταν και κοίταξε δύσπιστα τον τεράστιο άντρα. «Πλάκα μου κάνεις…»

«Όχι, νεαρέ μου. Σπάνια αστειεύομαι» απάντησε το Πνεύμα.

«Και ήρθες να μου πεις ότι οι γονείς μου θα…» έκανε ο Ιάσωνας, δίχως να μπορεί να ολοκληρώσει τη φράση του. «Ωραίος Άγιος Βασίλης είσαι!» φώναξε ο Ιάσωνας δίχως ειρωνεία, μα με φωνή γεμάτη αγανάκτηση και θλίψη.

«Δε γίνεται μία Χριστουγεννιάτικη ιστορία να έχει κακό τέλος… έτσι;» ρώτησε ο άντρας αγνοώντας τα σχόλια του παιδιού. «Φυσικά και γίνεται…» απάντησε αμέσως μετά ο ίδιος.

Το Πνεύμα έσκυψε και πλησίασε τόσο πολύ το πρόσωπό του σε αυτό του Ιάσωνα, που ο μικρός μπορούσε να νιώσει την ανάσα του παγωμένη σαν χειμωνιάτικο αεράκι.

«Ήρθα για να σου μάθω πώς να απολαμβάνεις την δική σου ιστορία. Γιατί αυτά που ήδη έχεις είναι αυτά που αξίζουν πραγματικά. Καταλαβαίνεις;». Έπειτα το ύφος του μαλάκωσε: «Ο Άγιος Βασίλης δίνει δώρα» είπε τελικά το Πνεύμα και χαμογέλασε στον μικρό Ιάσωνα. «Ποιο θες να είναι το δικό σου;»

«Να γυρίσει ο χρόνος δύο μέρες πίσω» είπε ο Ιάσωνας αμέσως, χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά.

Το Πνεύμα των Χριστουγέννων χαμογέλασε. Και με έναν χτύπο των δαχτύλων του εξαφανίστηκε σε ένα σύννεφο καπνού. Ο Ιάσωνας σκούπισε τα μάτια του με την ανάστροφη του χεριού του και μόλις τα άνοιξε ξανά, το παιδί βρισκόταν σπίτι του. Η καρδιά του επιτάχυνε. Έτρεξε στο σαλόνι και είδε τη μαμά του να στολίζει το δέντρο τους και τον μπαμπά του να διαβάζει εφημερίδα μπροστά στο τζάκι. Δεν είχε ξανανιώσει ποτέ πιο χαρούμενος που τους έβλεπε. Έτρεξε και αγκάλιασε πρώτα τη μητέρα και μετά τον πατέρα του. Τους κρατούσε σφιχτά και γελούσε δυνατά όσο εκείνοι προσπαθούσαν να χαλαρώσουν τη λαβή του.

«Τι αγάπες σε πιάσανε εσένα, μικρέ;» έκανε ο πατέρας του έκπληκτος. Πλησίασε και η μητέρα του κοντά τους.

Αφού τους κοίταξε ο Ιάσωνας με μάτια που έλαμπαν είπε: «Είστε το καλύτερο δώρο που μου κάνατε ποτέ!».

 

 

«Δε γίνεται μία Χριστουγεννιάτικη ιστορία να έχει κακό τέλος… έτσι;»

 

Του Σάββα Χρυσικόπουλου

Σχόλια