Ένα αφιέρωμα στην ιστορία της Pop Art, ενός από τα επιδραστικότερα καλλιτεχνικά ρεύματα του 20ου αιώνα, καθώς και στις μορφές που τη σημαδεψαν.

Τι είναι η Pop Art (Popular Art), δηλαδή η «διάσημη τέχνη»; Σίγουρα κάτι παραπάνω από απλώς μια ευρέως διαδεδομένη τέχνη.

«Από τη στιγμή που ‘πιάσεις’ το νόημα της Pop Art, δεν θα μπορέσεις να ξαναδείς ποτέ ένα σύμβολο με τον ίδιο τρόπο», είπε κάποτε ο Andy Warhol που από τους περισσότερους θεωρείται ο πρωτοπόρος της συγκεκριμένης τέχνης, «και από τη στιγμή που σκέφτεσαι με ‘Pop’ τρόπο, δεν θα μπορέσεις να ξαναδείς την Αμερική με την ίδια ματιά».

Ή απλά ακούστε την άποψη του Roy Lichtenstein : «η Pop Art παρατηρεί έξω, τον κόσμο. Δεν μοιάζει σαν πίνακας κάποιου πράγματος, μοιάζει με το ίδιο το πράγμα αυτό καθ’ αυτό».

Καθώς όμως οι Αμερικανικοί «δάσκαλοι» δείχνουν να συμφωνούν μεταξύ τους με κάθε ορισμό της pop art, στην πραγματικότητα όλα ξεκίνησαν στο Λονδίνο. Ο όρος pop art ξεκίνησε να χρησιμοποιείται τη δεκαετία του 1950, κατά τη διάρκεια συζητήσεων καθοδηγούμενων από μια ομάδα καλλιτεχνών, γνωστούς ως το «Ανεξάρτητο Γκρουπ» (Ιndepedent Group) στον Ινστιτούτο Σύγχρονων Τεχνών (Institute of Contemporary Arts) του Λονδίνου.

Ένας από τους καλλιτέχνες του Γκρουπ, ήταν ο Richard Hamilton, ευρέως γνωστός ως ο πρώτος καλλιτέχνης της Pop τέχνης, και ο δικός του ορισμός για τον όρο ήταν αμιγής: «Popular (=Διάσημη) –σχεδιασμένη τέχνη για τη μάζα, transient (=παροδικός) –μια λύση «έκτακτης ανάγκης», expendable (=αναλώσιμη) – ουσιαστικά παροδική, με χαμηλό κόστος, που απευθύνεται κυρίως στους νέους, έξυπνη και αστεία, σέξυ, τέχνη προορισμένη για λόγους εντυπωσιασμού, λαμπερή, μεγάλη «επιχείρηση».

Ο Hamilton συνήθως αναγνωρίζεται για τη δημιουργία του πρώτου ποπ έργου με το κολάζ  “Just What Is It That Makes Today’s Home So Different, So Appealing?” (1956), στο οποίο ένα απόκομμα άνδρα και ένα απόκομμα γυναίκας, παριστάνουν το ζευγάρι σε μια εσωτερική «ονειροχώρα», γεμισμένη με καταναλωτικά αγαθά. Μπροστά και στο κέντρο του πίνακα, στο χέρι του άντρα, είναι ένα γλειφιτζούρι (Tootsie Pop) σε έντονο κόκκινo, -όπου με την τελευταία λέξη «popping» δείχνει πως όντως «ξεπηδάει» έξω από τον πίνακα.

Στο μεταξύ, στην Αμερική, οι καλλιτέχνες στα μέσα της δεκαετίας του 1950 άρχισαν να προσεγγίζουν τον κόσμο της Pοp. Έντονα επηρεασμένοι από τον Dada, και την έμφασή του στην οικειοποίηση και στα αντικείμενα καθημερινής χρήσης, οι καλλιτέχνες σταδιακά άρχισαν να χρησιμοποιούν το κολάζ, καταναλωτικά αγαθά και μια συγκρατημένη δόση ειρωνείας.

Ο Jasper Johns ξαναφαντάστηκε την φανταστική εικονοποίηση σαν την αμερικανική σημαία, ο  Robert Rauschenberg υιοθέτησε την τεχνική silk-screen printing  και τυχαία ευρισκόμενα αντικείμενα, και ο Larry Rivers χρησιμοποίησε εικόνες από μαζοποιημένα παραγόμενα αγαθά. Οι τρεις αναφερόμενοι, θεωρούνται οι Αμερικανοί πρωτοστάτες της Pop Art. «Ο τρόπος που ζωγράφιζε ο Larry ήταν μοναδικός-δεν ήταν Αφηρημένος Εξπρεσιονισμός και δεν ήταν Pop, ήταν κάτι ανάμεσα στην μεταβατική φάση μεταξύ των περιόδων των δύο αυτών κινημάτων», σχολίασε κάποτε ο Warhol για τον Rivers.

Παρ’ όλα αυτά η δεκαετία του ’60 ήταν η περίοδος όπου πραγματιικά η ποπ αρτ έκανε την ουσιαστική εμφάνιση της στη σκηνή της Αμερικανικής τέχνης στο σόου “The New Realists”  στο Sidney Janis Gallery, στη Νέα Υόρκη, το 1962. Σε αυτό το σόου μεταξύ τον Αμερικανών που πήραν μέρος ήταν ο Warhol μαζί με τους  Jim Dine, Robert Indiana, Lichtenstein, Claes Oldenburg, James Rosenquist, George Segal.

Το επαναστατικό καλλιτεχνικό στούντιο του Warhol εν ονόματι «Factory» συνέχιζε να επαναπροσδιορίζει την τέχνη μιας εποχής, διοχετεύοντας ένα νέο φως, μια νέα οπτική για τη μαζική παραγωγή, τη δημοσιότητα και τη δημόσια έμπνευση ενός καλλιτέχνη. Το λεγόμενο Factory του Warhol ανέδυσε μια σειρά καλλιτεχνών: ανάμεσα τους μουσικοί, ηθοποιοί και συγγραφείς. Τα έργα του καλλιτεχνών που κυμαίνονται από τη Marylin Monroe έως τον Elvis είναι κάποια από τα πιο αναγνωρίσιμα έργα του 20ου αιώνα.

Στο μεταξύ, ο Lichtenstein άρχισε να χρησιμοποιεί τις χαρακτηριστικές «βούλες» (Βen-Day dots) και εικόνες από βιβλία κόμιξ. Ο Oldenburg χρησιμοποίησε απλά, καθημερινά αντικείμενα, μπέργκερ-φουσκωτά σε τεράστια μεγέθη και παραστατικά γλυπτά από φαστ φουντ, ενώ ο Rosenquist άντλησε έμπνευση από το επαγγελματικό παρελθόν του ως ζωγράφος πινακίδων του δρόμου για να φανταστεί λαμπερά, σουρρεαλιστικά μιξ από πολύχρωμα αυτοκίνητα, χαμογελαστά πρόσωπα ή διαφημίσεις.

Από την άλλη, στη σύλληψη του Ed Ruscha υπήρχαν ανέκφραστοι καμβάδες, καμβάδες κειμένων. Η Pop Art εκπροσώπησε την απόρριψη στον Αφηρημένο Εξπρεσσιονισμό έναντι της ολοκληρωτικής προσέγγισης του καταναλωτισμού, της ποπ κουλτούρας και της ειρωνικής «ιδιοτροπίας» που είχε αρχίσει να χαρακτηρίζει τη μεταπολεμική Αμερική.

Η Pop Art όμως δεν σταμάτησε τη δεκαετία του 1960. Γεννημένος το 1958, ο Keith Haring, επίσης, θεωρείται ένας πρωτοποριακός καλλιτέχνης της ποπ, παρ’ όλο που η δουλειά του δεν ήταν γνωστή μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70 και τις αρχές του ’80. Οι τοιχογραφίες του «πατήθηκαν» καλά στις πρωτοπορίες των προκατόχων του και οι απλές, καρτουνικές μορφές του –συχνά συμπληρωμένες από πολιτικά ή κοινωνικά μηνύματα- βοήθησαν να ανοιχτεί ο δρόμος για μια άλλη διάσημη μορφή τέχνης, τη street art.

Και το είδος συνεχίζει να θριαμβεύει ακόμα και σήμερα. Όχι άδικα άλλωστε αφού η συγκεκριμένη τέχνη δείχνει προσιτή και απλή σε όλους, χωρίς να χρειάζονται εξειδικευμένες γνώσεις, ή περαιτέρω σκέψη. Γιατί η pop art είναι ακριβώς αυτό που αναφέρθηκε παραπάνω: τίποτα περισσότερο και τίποτα από αυτό που σου δείχνει το έργο. Τα έντονα χρώματα, τα σλόγκαν, οι πρωσοπογραφίες αν μη τι άλλο αποτελούν πόλο έλξης για τη διακόσμηση εσωτερικών χώρων με τον πιο απλό τρόπο. Παρ’ ολα αυτά, όλες αυτές οι παραστάσεις δεν στόλισαν μόνο τοίχους και σίγουρα δεν παρέμειναν στο παρελθόν.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι Ιάπωνες Takashi Murakami και Yoshitomo Nara, σύγχρονοι ποπ καλλιτέχνες. Ο Μουρακάμι επινόησε τον όρο “Superflat” για να προσδιορίσει τη δουλειά του, στην οποία κάνει χρήση των ποπ μοτίβων όπως χαμογελαστών λουλουδιών και κρανίων, συχνά για σατιρικό αποτέλεσμα. Η διάσημη συνεργασία του με τον οίκο μόδας Louis Vuitton, στην οποία οι λεγόμενες «Superflat» φλοράλ εικόνες διακοσμούν πολυτελείς τσάντες, ίσως επιβεβαιώνει τα προαισθήματα του Warhol, πως η τέχνη και η καταναλωτική κουλτούρα σταδιακά θα γίνονταν ένα.

«Το να βγάζεις χρήματα είναι τέχνη και το να δουλεύεις είναι τέχνη και η καλή επιχείρηση είναι η καλύτερη τέχνη», είπε.

Οι περισσότεροι καλλιτέχνες σήμερα ίσως συμφωνούν με τον Andy.

Σχόλια