Το 1918, η γηραιά ήπειρος ανασύρεται από τα χαρακώματα, με την ελπίδα πως θα βρει ζωή στα συντρίμμια, που σκόρπισαν οι στρατοί της. Όσα παιδιά του Μεγάλου Πολέμου στάθηκαν ”τυχερά”, ατενίζουν απαισιόδοξα το μέλλον τους, καθώς “καταστράφηκαν στη δίνη του πολέμου. Κι ας γλίτωσαν τελικά απ’ο τις οβίδες.”
Δεν είμαστε πια νέοι. Δεν θέλουμε να κατακτήσουμε τον κόσμο. Είμαστε φυγάδες. Τρέχουμε για να ξεφύγουμε από τον εαυτό μας. Από τη ζωή μας. Είμαστε 18 χρονών, ό,τι αρχίσαμε να αγαπάμε τη ζωή και τον κόσμο και μας ανάγκασαν να πυροβολούμε εναντίον τους. Η πρώτη οβίδα που έπεσε βρήκε την καρδιά μας. Είμαστε αποκομμένοι από τη δράση, τις προσπάθειες, τη πρόοδο. Δεν πιστεύουμε σ’ αυτά. Μόνο στον πόλεμο πιστεύουμε.
Για τη ζωή που χάθηκε, για την αθωότητα που πέθανε, για τα όνειρα και τους νέους που θάφτηκαν κάτω από τα χώματα των χαρακωμάτων, θα μιλήσει το 1929, ο Γερμανός συγγραφέας Έριχ Μαρία Ρεμάρκ [Erich Maria Remarque], με το αντιπολεμικό του έργο, “Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο” [γερμανικά: ” Im Westen nichts Neues”].
Μέσα από την αφήγηση του νεαρού Γερμανού στρατιώτη, Πάουλ Μπόυμερ [ενδεχομένως ο πρωταγωνιστής να είναι ο ίδιος, ο συγγραφέας, καθώς το πραγματικό του όνομα είναι Έριχ Πάουλ Ρεμάρκ], εισερχόμαστε στη ”ζωή” του δυτικού μετώπου, κατά τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Με τα μάτια του Πάουλ, γινόμαστε μάρτυρες ενός κόσμου, όπου για να επιβιώσει κανείς από τα πυρά, οφείλει να αποβάλλει την ανθρωπιά του και να μετατραπεί σ’ ένα ανθρωπόμορφο κτήνος. Σ΄αυτό τον κόσμο, οι ευαισθησίες μπορούν να αποβούν θανατηφόρες, οι ηρωισμοί και οι θυσίες όμως είναι επιβεβλημένες για την διαφύλαξη του δίκιου της πατρίδας -μα πιο ακριβώς είναι αυτό, το εθνικό δίκιο, που για χάρη του ρίχτηκαν τα παιδιά στην πρώτη γραμμή του πυρός; Μάλλον δεν θα μάθουμε ποτέ, επειδή οι “μεγάλοι” του κόσμου δεν καταδέχονται να το μοιραστούν μαζί μας. Στο θέατρο του πολέμου, οι στρατιώτες έχουν για συντροφιά, το όπλο τους, τα ποντίκια που κλέβουν το ελάχιστο φαγητό τους, τις αρρώστιες, τις οβίδες των εχθρών που σκάνε δίπλα τους, για να τους υπενθυμίσουν πως δεν είναι μόνοι τους, τις κραυγές των συντρόφων τους, που ολοένα σβήνουν και χάνονται. Μονάχα θάνατος και βία υπάρχει εκεί γύρω και ζωντανοί-νεκροί να κυκλοφορούν στα στρατόπεδα, αναμένοντας το τέλος τους.
Ο Ρέμαρκ συγγράφει μια ωδή για τα παιδιά, που στάλθηκαν πρόωρα στη μάχη, για τη γενιά, που πριν γνωρίσει τι εστί ζωή, βίωσε τον θάνατο. Μιλά για τους νέους, που τους έδωσαν ένα όπλο και τους διέταξαν να γίνουν ήρωες. Γράφει ένα σκληρό σε εικόνες και γεμάτο συναισθήματα, πολεμικό έργο, με σκοπό να αναδείξει το μεγαλείο της ειρήνης. Με το βιβλίο του, θέλει να τονίσει πως μονάχα τα κράτη και οι ηγέτες τους έχουν θανάσιμες διαφορές. Αντιθέτως, οι λαοί των κρατών δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν, διότι στην πραγματικότητα ο Γερμανός, ο Γάλλος και ο Ρώσος, αγαπούν τα ίδια πράγματα, ονειρεύονται παρόμοια, πονούν και πεθαίνουν με τον ίδιο τρόπο. Σ΄αυτόν τον πόλεμο, μονάχα οι στολές, τους διαχωρίζουν σε στρατόπεδα, κατά τ’ άλλα είναι όλοι ένα. Θύματα ενός κακού, που κάποιοι τρίτοι σχεδίασαν και ο κλήρος έπεσε σ΄ αυτούς -τους απλούς στρατιώτες- να υλοποιήσουν.
Γιατί δεν μας το λένε από πριν πως είστε και εσείς πλάσματα δυστυχισμένα σαν και εμάς; Ό,τι και οι δικές σας μάνες αγωνιούν σαν τις δικές μας κι έχουμε την ίδια αγωνία για τον θάνατο, ότι ψυχορραγούμε με τον ίδιο τρόπο; Συγχώρεσε με, σύντροφε. Πως έγινε να ΄σαι εχθρός μου; Αν πετάγαμε αυτά τα όπλα και τούτη τη στολή, θα μπορούσες να γίνεις αδελφός μου.
Είμαι νέος, είκοσι χρονών. Και όμως από την ζωή μου δεν γνώρισα παρά μόνο την απόγνωση, το θάνατο, το φόβο και μια ατελείωτη αλυσίδα από παράλογες επιπολαιότητες και απύθμενο πόνο. Βλέπω τους λαούς να σέρνονται στους πολέμους και να σκοτώνονται σιωπηλοί, χωρίς να λένε τίποτα, χωρίς να ξέρουν τίποτα, χωρίς να έχουν συναίσθηση του κινδύνου, υπακούοντας στους αρχηγούς τους. Βλέπω τα πιο μεγάλα πνεύματα του κόσμου να σχεδιάζουν όπλα και λόγια και να τα ρίχνουν στη μάχη για να εμψυχώσουν τους φαντάρους. Και μαζί μ΄εμένα τα βλέπουν όλα αυτά όλοι οι νέοι της ηλικίας μου, κι εδώ και απέναντι, τα βλέπει μια ολόκληρη γενιά. Πως θα μας αντικρίσουν οι πατεράδες μας σαν ξεσηκωθούμε μια μέρα και τους αναγκάσουμε να λογοδοτήσουν; Τι απαιτήσεις θα έχουν από εμάς σαν τελειώσει ο πόλεμος; Χρόνια τώρα δεν κάνουμε τίποτα άλλο από το να σκοτώνουμε. Αυτό ήταν το πρώτο μας επάγγελμα. Από τη ζωή δεν μάθαμε παρά μόνο πως να σκοτώνουμε. Τι θα γίνει ύστερα απ’ αυτά; Τι θ΄ απογίνουμε;
“Το ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο”, είναι φαινομενικά ένα έργο που μιλά για τον πόλεμο, ενώ στην ουσία καλεί την ανθρωπότητα να διασφαλίσει την ειρήνη και να καλλιεργήσει την αλληλεγγύη μεταξύ των εθνών, ούτως ώστε να μην ξεσπάσει ποτέ ξανά μια παρόμοια τραγωδία. Αποτελεί μια έκκληση για αδερφοσύνη, την οποία οι ναζί απέρριψαν, όταν το 1933 έριξαν στην πυρά όλα τα αντίτυπα του βιβλίου, προβάλλοντας ως δικαιολογία, πως ο συγγραφέας του είχε εβραϊκή καταγωγή. Η πραγματικότητα ωστόσο, εννοείται πως ήταν διαφορετική. Σε μια Γερμανία που ευαγγελιζόταν την εξόντωση κάθε τι διαφορετικού και είχε υιοθετήσει ως δόγμα της εξωτερικής της πολιτικής, την διεύρυνση του ζωτικού της χώρου εις βάρους γειτονικών της λαών, μια φωνή που κήρυττε την ειρήνη, έπρεπε να σωπάσει δια παντός.
Το βιβλίο μπορεί να κάηκε στη Γερμανία, εντούτοις η φωτιά δεν στάθηκε αρκετή για να το εξαφανίσει! Το έργο του Ρεμάρκ αναγεννήθηκε από τις στάχτες του, χάρη στην αυθεντικότητα του περιεχομένου του, γεγονός που το τοποθετεί στην λίστα με τα σπουδαιότερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, αλλά και εξαιτίας της αγάπης που έλαβε από το λογοτεχνικό κοινό ανά τον κόσμο [έχει μεταφραστεί σε 45 γλώσσες].