Μερικές φορές κάποια βιβλία δεν μας κάνουν εντύπωση από την πρώτη φορά που τα διαβάζουμε. Άλλοτε γιατί ίσως η διάθεσή μας την περίοδο που τα διαβάσαμε να μην τα “σήκωνε”, άλλοτε γιατί δεν τους δώσαμε την απαραίτητη σημασία και άλλοτε γιατί ανάλογα με τις σκέψεις που μας βασανίζουν μια συγκεκριμένη περίοδο, λαμβάνουμε μόνο τα στοιχεία που σχετίζονται με αυτές ή τις επιβεβαιώνουν μέσα σε ένα βιβλίο, παραγκωνίζοντας τις υπόλοιπες πτυχές του.
Ξαναπιάνοντας πρόσφατα τον “Ηγεμόνα” του Niccolo Machiavelli, τον ένιωσα πιο έντονα απ’ ότι σε πρώτη ανάγνωση και με αφορμή μια συζήτηση στους κόλπους του Frapress περί απαγορευμένων βιβλίων, θέλησα να γράψω ένα μικρό άρθρο για τον Ηγεμόνα, δίνοντας όση φροντίδα μου επέτρεψε η εξεταστική.
Ο Ηγεμόνας
Αποτελεί μια “σύντομη, περιεκτική και ξεκάθαρα διατυπωμένη πραγματεία” σχετικά με την τέχνη της εξουσίας. Γράφτηκε στα τέλη του 1513, εν μέσω προσωπικής και επαγγελματικής κρίσης του Μακιαβέλι, ο οποίος είχε εκτοπιστεί εκείνον τον καιρό από τα δημόσια πράγματα, σε μια ιδιότυπη εξορία.
Μολονότι το έργο έτυχε άμεσης και ευρείας αναγνώρισης, επιδοκιμασίας και θαυμασμού, από ορισμένους στιγμάτισε την προσωπικότητα του Μακιαβέλι ως δόλια και ανήθικη.Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία το συμπεριέλαβε στον Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων (Index Librorum Prohibitorum), το 1559, δηλαδή 27 χρόνια μετά την έκδοσή του και 32 χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα του. Ο όρος “μακιαβελισμός” που αποδίδεται σήμερα στην ιδεολογία την άμεσα σχετιζόμενη με τη στρατηγική σκέψη, την ιδιοτέλεια, την παραπλάνηση, τη χειραγώγηση και τη λήψη καίριων αποφάσεων με κάθε κόστος και κάθε μέσο, εξήχθη αποκλειστικά από το αντικείμενο της πραγματείας του Ηγεμόνα.
Είναι αλήθεια ότι ο Μακιαβέλι δεν ήταν χριστιανός -για την ακρίβεια χαρακτηριζόταν μάλλον ως αντιχριστιανός. Πίστευε μάλιστα ότι η χριστιανική πίστη ωθεί τους πολίτες να γίνονται άβουλοι και μαλθακοί, υποταγμένοι στην τύχη τους, και τους απομυζεί το σθένος να πολεμούν για την πατρίδα τους και να συμμετέχουν στα κοινά.
Σύμφωνα με εκείνον, “ο Ηγεμόνας” ήταν το απόσταγμα των πολιτικών μαθημάτων που είχε λάβει κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας θητείας του στην πολιτική και τη διπλωματία, “όλα όσα μπορούσε να μάθει κανείς ύστερα από ενδελεχή και ρεαλιστική παρατήρηση των πολιτικών δρώμενων της εποχής του”. Αυτά τα αποστάγματα υπαγόρευαν ότι ο αληθινός ηγεμόνας πρέπει να διαθέτει ορισμένα χαρίσματα, ώστε να μπορεί να διατηρεί τη θέση του και την ελευθερία της πατρίδας του: την ικανότητα να προσαρμόζει τη διάθεση και τη συμπεριφορά του ανάλογα με τις συνθήκες (αυτό που ο Μακιαβέλι ονόμαζε virtu) και την ικανότητα να αντιμάχεται τις αντιξοότητες της τύχης, δυναμικά και όχι στωικά.
Η εξουσία για τον Μακιαβέλι δεν μπορεί να κρατηθεί χωρίς τη δύναμη. Ο Ηγεμόνας πρέπει να έχει τη δύναμη να επιβάλλεται με κάθε τρόπο: αν δεν μπορούν να τον αγαπούν καλύτερα να τον φοβούνται. Ήταν αυτός ο λόγος που εξυμνήθηκε και ταυτόχρονα καταδικάστηκε για την αποδιδόμενη σε αυτόν διατύπωση του δόγματος “raison d’etat”: η ευημερία της πολιτείας νομιμοποιεί τη χρήση κάθε μέσου, ηθικού ή ανήθικου, για την επίτευξη και τη συνέχισή της.
Όλα τα παραπάνω, θα μπορούσαν πράγματι να δικαιολογήσουν το περιεχόμενο του όρου “μακιαβελισμός”. Ήταν όμως ο Μακιαβέλι ένας “μακιαβελιστής” ο ίδιος; Η άποψη ότι ο Μακιαβέλι ήταν βαθύτατα δημοκράτης έχει επικρατήσει και τεκμηριώνεται μέσα από τις πεποιθήσεις που εκφράζει σε άλλα έργα του. Ήταν υπέρ της ρήσης “vox populi, vox dei” και πίστευε ότι ο λαός είναι πολύ περισσότερο ικανός να προασπιστεί την ελευθερία του από οποιονδήποτε ηγεμόνα ή ευγενή. Απλά ο Μακιαβέλι, σε αντίθεση με άλλους συγγραφείς (όπως π.χ. ο Πλάτωνας), αρνείται να δεχτεί την ύπαρξη ενός μεμονωμένου απόλυτου και αποτελεσματικού τρόπου διακυβέρνησης ή θεσμικής τάξης. Αντίθετα, έκανε πιο λεπτές διακρίσεις με αποτέλεσμα να είναι έτοιμος να επιδοκιμάσει μορφές πολιτικής συμπεριφοράς που οι άλλοι απέρριπταν. “Αμφέβαλλε για την δυνατότητα του ανθρώπου να επιτύχει τα ιδανικά αποτελέσματα, αλλά δεν υποβίβασε την διαλεκτική του σε μια απλή μορφή κυνισμού.”
Οι αιτίες που εν τέλει το βιβλίο απέκτησε τόσο φθονερούς εχθρούς είναι το ίδιο θολές με την δυνατότητα να αποδοθεί στο έργο μία και μοναδική ερμηνεία. Διότι η κακοήθεια ή η χρήση αθέμιτων μέσων για την επιβολή της εξουσίας δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα μακρινές τακτικές από το συλλογικό συνειδητό της ανθρωπότητας. Αξίζει να το διαβάσει κανείς γι’αυτό ακριβώς: διότι πέρα από την ιστορική του αξία και τη χρησιμότητά του, ειδικά για κάποιον που ασχολείται με την πολιτική επιστήμη, είναι εξίσου ενδιαφέρον (καθαρά από την προσωπική μου ματιά) για να προβληματιστούμε σχετικά με την ίδια την ανθρώπινη φύση και τους τρόπους που οι άνθρωποι διαλέγουν για να επιβληθούν και να επιβιώσουν σε διαπροσωπικό επίπεδο και για το κατά πόσο είναι ικανοί ή υποχρεωμένοι να δείχνουν άτρωτοι και να πιστεύουν ότι μπορούν να τα καταφέρνουν όλα μόνοι τους.