Με αφορμή την επέτειο της γέννησης του Νίκου Καζαντζάκη του ανθρώπου που ηθικά αφορίστηκε από την εκκλησία για τις σκέψεις και τα γραπτά του, αλλά αναγνωρίστηκε και μεταφράστηκε παγκοσμίως όσο κανένας άλλος Έλληνας λογοτέχνης. Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 18 Φεβρουαρίου του 1883 και σπούδασε στο τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1906 εκδίδονται τα πρώτα του μυθιστορήματα και θεατρικά έργα, καθώς αρχίζει να αρθρογραφεί και σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά. Το 1907 ξεκινά τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο Παρίσι και από εκεί ξεκινά η περιήγηση του στον κόσμο με ταξίδια που του έδωσαν εμπειρίες οι οποίες αποτυπώθηκαν στα βιβλία του. Γνωστότερα του έργα Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά και Ο Τελευταίος Πειρασμός λόγω και της μεταφοράς τους στη μεγάλη οθόνη. Έφυγε από τη ζωή τον Οκτώβρη του 1957 στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας.
Λίγες από τις πολλές γραμμές του Νίκου Καζαντζάκη που μπορεί να αποτελέσουν εφόδιο ζωής για τους ανθρώπους:
“Δε δέχουμαι τα σύνορα, δε με χωρούν τα φαινόμενα, πνίγουμαι! Την αγωνία τούτη βαθιά, αιματερά να τη ζήσεις, είναι το δεύτερο χρέος.
Ο νους βολεύεται, έχει υπομονή, του αρέσει να παίζει μα η καρδιά αγριεύει, δεν καταδέχεται αυτή να παίξει, πλαντάει και χιμάει να ξεσκίσει το δίχτυ της ανάγκης.
Να υποτάξω τη γης, το νερό, τον αγέρα, να νικήσω τον τόπο και τον καιρό, να νιώσω με ποιους νόμους αρμολογούνται κι έρχουνται και ξανάρχουνται οι αντικαθρεφτισμοί που ανεβαίνουν από την πυρωμένην έρημο του νου, τι αξία έχει;
Ένα μονάχα λαχταρίζω: Να συλλάβω τι κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα, τι είναι το μυστήριο που με γεννάει και με σκοτώνει, κι αν πίσω από την ορατή ακατάπαυτη ροή του κόσμου κρύβεται μια αόρατη ασάλευτη παρουσία.”
“Ο νους βολεύεται. Θέλει να γιομώσει μ ‘έργα μεγάλα τη φυλακή του, το κρανίο. Να χαράξει στους τοίχους ρητά ηρωικά, να ζωγραφίσει στις αλυσίδες του φτερούγες ελευτερίας.
Η καρδιά δεν βολεύεται. Χέρια χτυπούν απόξω από τη φυλακή της, φωνές ερωτικές αφουκράζεται στον αγέρα˙ κι η καρδιά γιομάτη ελπίδα, αποκρίνεται τινάζοντας τις αλυσίδες˙ και σε μιαν αστραπή της φαίνεται πως έγιναν οι αλυσίδες φτερούγες.
Μα γρήγορα η καρδιά πέφτει πάλι αιματωμένη, έχασε πάλι την ελπίδα και την ξαναπιάνει ο Μέγας Φόβος.
Καλή η στιγμή, παράτα πίσω σου το νου και την καρδιά, τράβα μπροστά, κάμε το τρίτο βήμα.
Γλίτωσε από την απλοική άνεση του νου που βάνει τάξη κι ελπίζει να υποτάξει τα φαινόμενα. Γλίτωσε από τον τρόμο της καρδιάς που ζητάει κι ελπίζει να βρει την ουσία.
Νίκησε το στερνό, τον πιο μεγάλο πειρασμό, την ελπίδα. Τούτο είναι το τρίτο χρέος.”
“Η καρδιά σμίγει ότι ο νους χωρίζει, ξεπερνάει την παλαίστρα της ανάγκης και μετουσιώνει το πάλεμα σε αγάπη.
Ακροπόδισε στον αχόρταγο γκρεμό και πολέμα να συντάξεις τ’ όραμα. Ανασήκωσε την πολύχρωμη καταπαχτή του μυστηρίου- τ ’άστρα, τις θάλασσες, τους ανθρώπους, τις ιδέες˙ δώσε μορφή και νόημα στην άμορφη, άμυαλη απεραντοσύνη.
Περιμάζωξε στην καρδιά σου όλες τις τρομάρες, ανασύνθεσε όλες τις λεπτομέρειες. Ένας κύκλος είναι η λύτρωση˙ κλείσε τον!
Τι θα πει ευτυχία; Να ζεις όλες τις δυστυχίες. Τι θα πει φως; Να κοιτάς με αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια.
Ποιο είναι το χρέος μας; Ν’ ανασηκώσουμε το κεφάλι από το κείμενο, μια στιγμή, όσο αντέχουν τα σπλάχνα μας, και ν’ αναπνέψουμε το υπερπόντιο τραγούδι.
Να σμίξουμε τις περιπέτειες, να δώσουμε νόημα στο ταξίδι, να παλεύουμε ακατάλυτα με τους ανθρώπους, με τους θεούς και με τα ζώα, κι αργά, υπομονετικά, να μολώνουμε μέσα στα φρένα μας, μελούδι από το μελούδι μας, την Ιθάκη.
Σαν ένα νησί, αργά, με φοβερόν αγώνα, υψώνεται μέσα από τον ωκεανό του ανύπαρχτου το έργο του ανθρώπου. ”
“Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν’ αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου!”
Ασκητική, Νίκος Καζαντζάκης, 1923.