Ιούλιος 2014. Πλατεία Εξαρχείων. Η πρώτη μου συνέντευξη ή γνωριμία μ’έναν ανάρπαστο και πολυτάλαντο συγγραφέα, χωρίς φόβους κι αναστολές , με βιβλία κόντρα σε κανόνες γραφής , που καταλήγουν στην αγάπη και την αρμονία. Αύγουστος Κορτώ. Ο συγγραφέας της διπλανής πόρτας που αξίζει να τον θυμάται κανείς για τα βιβλία του και το ιδιαίτερο χιούμορ του.

Για ποιο λόγο επέλεξες τα Εξάρχεια , ως τόπο διαμονής;

Δεν είχα ιδέα από Αθήνα. Είχα έρθει πολύ μικρός με τους γονείς μου και μου φαινόταν μια πόλη χαοτική, σαν την Νέα Υόρκη. Στην πορεία μπήκε στην ζωή μου η συγγραφή και κατέβαινα συχνότερα στην Αθήνα και πιο συγκεκριμένα εδώ στα Εξάρχεια. Η Αθήνα σήμαινε για μένα γράψιμο. Οπότε ήξερα καλά την διαδρομή και τις γύρω περιοχές. Τα είχα λατρέψει εξ αρχής τα Εξάρχεια.

Ποιες ώρες της ημέρας γράφεις συνήθως;

Όταν ξεκίνησα να γράφω, παράλληλα σπούδαζα και στην Ιατρική οπότε δεν είχα και πολύ ελεύθερο χρόνο. Ο χρόνος μου για γράψιμο ήταν κυρίως βραδυνές ώρες (μεταξύ 1.00-2.00). Μου άρεσε που έγραφα το βράδυ. Με τα χρόνια, οι ώρες του γραψίματος άρχισαν να έρχονται πιο νωρίς και τώρα ή θα γράφω πολύ νωρίς το πρωί ή πάλι πολύ αργά το βράδυ.

Την ιατρική μετάνιωσες ποτέ που την άφησες;

Όχι. Η ιατρική είναι μια συναρπαστική επιστήμη. Ειδικά τα δύο πρώτα χρόνια που ήμουν και καλός φοιτητής, μου άρεσε πολύ. Στην πορεία, κατάλαβα ότι το γράψιμο ήταν πιο βολικό για μένα. Μετά ήρθε και η εμπειρία μου στις κλινικές και τότε είπα ότι δεν μπορώ να κάνω αυτό το επάγγελμα για το υπόλοιπο της ζωής μου.

Αν και το αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλο, τί σε ώθησε να επιλέξεις την λογοτεχνία ως μέσο για να εκφραστείς;

Όπως κάποιοι άνθρωποι γεννιούνται με τρομερό χάρισμα στη μουσική, στις εικαστικές τέχνες ή με τρομερή αίσθηση του δράματος και της υποκριτικής, έτσι υπάρχουμε και κάποιοι που μπορεί να είμαστε γεννημένοι για να γράφουμε. Στην πορεία εξαρτάται από τον καθένα πως θα χρησιμοποιήσει αυτό το χάρισμα. Δεν ξεκίνησα από μικρός να γράφω μεθοδικά και σοβαρά. Αν με ρωτούσες στα 13 και στα 14 μου , δεν ήθελα να γίνω συγγραφέας. Άλλωστε, πίστευα πως δεν μπορεί ο καθένας να γίνει συγγραφέας. Διάβαζα για προσωπική μου απόλαυση κι ευχαρίστηση και στην πορεία εξελίχθηκε όλο αυτό στο να γίνω συγγραφέας.

Τι βιβλία διαβάζεις; Υπάρχει κάποιος συγγραφέας που να σε επηρεάζει πολύ;

Διάβαζα αφ’ενός ότι έβρισκα μπροστά μου. Από μικρή ηλικία διάβαζα βιβλία της μητέρας μου κυρίως αλλά και κάποια του πατέρα μου. Στα 11 μου , έπεσαν στα χέρια μου βιβλία του Μ. Ντε Σαντ. Ήθελα πάντα από μόνος μου να μπω στην διαδικασία να διαβάσω γιατί είχα στο μυαλό μου ότι όσο περισσότερο διαβάζεις, τόσο πιο γρήγορα μεγαλώνεις. Διάβαζα Ιούλιο Βερν, Τσιφόρο, Φλωμπέρ, Φ. Ντοστογιέφσκι (κυρίως στην εφηβεία μου) αλλά κι όλα τα βιβλία του Harry Potter.

Τι θα πρότεινες σε έναν νέο λογοτέχνη να διαβάσει;

Αυτό που θα του πρότεινα , είναι να μπει σ’ένα site με βιβλία και να πατήσει τυχαίους τίτλους βιβλίων που έχουν διαβαστεί ή έχουν αγοραστεί περισσότερο. Από αυτά να διαβάσει τις περιλήψεις ή δείγματα κειμένων σε pdf.

 Όπως μας είναι γνωστό, πέρα από την συγγραφή, ασχολείσαι με την μετάφραση ξένων έργων, την συγγραφή παιδικών βιβλίων, το ραδιόφωνο αλλά και την συγγραφή ενός κινηματογραφικού σεναρίου. Τι σε ώθησε να ασχοληθείς με όλα αυτά;

Κυρίως η περιέργεια να δοκιμάσω κάτι καινούργιο. Μπορεί κάτι να το κάνω καλά και να το συνεχίσω ενώ κάτι άλλο όχι και να το σταματήσω. Γράφοντας ένα κινηματογραφικό σενάριο ας πούμε, κατάλαβα ότι δεν έχω ταλέντο στο να γράφω σενάρια. Βέβαια, πολύ σημαντικό ρόλο παίζουν και οι γνωριμίες σε κάθε χώρο αλλά και η ”γνωριμία” με λογοτεχνικούς χαρακτήρες. Μπορεί και μια εικόνα που θα δεις στο δρόμο να σε προτρέψει να ασχοληθείς με κάτι. Το μεγαλύτερό μου πάθος, που με βοηθάει στο γράψιμο είναι η μουσική. Γράφω μουσική και τραγουδάω αλλά τα κρατάω για τον εαυτό μου. Νιώθω δέος απέναντι στην μουσική , καθώς βάζει τάξη στο μυαλό μου.

Τι μουσική ακούς;

Ακούω πολύ Μάνο Χατζιδάκι και μινιμαλιστές, έχω μεγάλο έρωτα με τον Σοστακόβιτς, κατά καιρούς έχω ακούσει J. Lenon. Με την ελληνική μουσική έχω αποξενωθεί τα τελευταία χρόνια. Χώρις βέβαια να την θεωρώ ”παρακμιακή”. Πιστεύω πως σε κάθε εποχή υπάρχουν χαρισματικοί άνθρωποι που κάνουν ενδιαφέροντα πράγματα. Ένας από τους ανθρώπους που λατρεύω πολύ είναι ο Δημήτρης Μαραμής που μεγαλουργεί με έναν τόσο ταπεινό κι όμορφο τρόπο. Δεν μπορώ με τίποτα να ακούσω Bob Dylan αλλά κι από Έλληνες δεν μου αρέσει ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου. Σημαντικό κεφάλαιο στο χώρο της μουσικής, θεωρώ τον Διονύση Σαββόπουλο. Είναι για μένα κάτι ιερό, πέρα από κάθε πολιτική του ιδεολογία. Μαζί με τον Μάνο Χατζιδάκι είναι από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του 20ου αιώνα.
Ποια η σχέση σου με τον κινηματογράφο και τι ταινίες συνηθίζεις να βλέπεις;

Λατρεύω τις ταινίες και ιδιαίτερα τα θρίλερ. Από τόσα που έχω δει θα έλεγα πως έχω πάθει ανοσία στο να παρακολουθώ θρίλερ. Πιο μικρός έβλεπα φανατικά σε βιντεοκασέτες ταινίες του J. Bond. Έχω ιδιαίτερη λατρεία στον Χίτσκοκ , είναι ο αγαπημένος μου σκηνοθέτης. Μου ”ξεκλείδωσε” το σινεμά. Επίσης βλέπω και πολλές αμερικανικές σειρές και θεωρώ τρομερό επίτευγμα στην ιστορία της τηλεόρασης το ”Τhe Sopranos”.

Έχοντας επιρροές από ξένους συγγραφείς, σκηνοθέτες κι έχοντας κάνει αρκετά ταξίδια, έχεις σκεφτει να ζήσεις ποτέ μόνιμα στο εξωτερικό;

Ναι γιατί όχι. Αφενός θα έμενα από περιέργεια κι αφετέρου από αγάπη σε κάποια μέρη όπως το Παρίσι, το Άμστερνταμ , η Φλωρεντία και η Νέα Υόρκη. Παρ’όλα αυτά δεν θα έμενα ποτέ στο Λονδίνο γιατί μου προκαλεί τρομερή κατάθλιψη.

Τάσος(ο καλός σου), μητέρα και πατέρας. Πώς εκλαμβάνεται ο Αύγουστος Κορτώ την έννοια της αγάπης και πώς τα πρόσωπα αυτά έπαιξαν και παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή σου ;

Θα κλέψω μια φράση από τον λατρεμένο μου Μάνο Χατζιδάκι:”Όταν γεννήθηκα, δεν είχα χρόνο για μουσική γιατί έπρεπε να μάθω τους γονείς μου.” Αυτό είναι και το δικό μου αίσθημα, που έχω για τους γονείς μου. Ήταν σαν ”μουσική” για τα μάτια μου. Με τον ίδιο τρόπο που με ανασυνθέτει η μουσική , με ανασυνθέτουν κι εκείνοι. Μου έδωσαν αγάπη και γενναιοδωρία, με περιέλουσαν με ευτυχία. Μεγαλώνοντας, φοβόμουν πως θα μπορέσω να ξεκολλήσω από αυτούς τους ανθρώπους. Γι’αυτό και ποτέ δεν είχα πολλούς φίλους. Είχα έρωτα με την μητέρα μου κι ο πατέρας μου ήταν σε τέτοιο βαθμό πρότυπό μου, που πάντα έβρισκα τον εαυτό μου ανεπαρκή. Τον φόβο μου πως θα ξεκολλήσω από τους γονείς μου, τον νίκησε ο Τάσος, ο καλός μου, όταν γνωριστήκαμε το 2004 και ξαφνικά κατάλαβα ότι μπορώ να αξίζω την αγάπη ενός εξίσου υπέροχου ανθρώπου, όπως οι γονείς μου. Μπορούσε να μου προσφέρει απλόχερα την ίδια αλλά και περισσότερη αγάπη από αυτούς. Μοιραία λοιπόν, το μυαλό και η γλώσσα μου πηγαίνει προς αυτά τα τρία πρόσωπα.

Τι σε φοβίζει και παράλληλα τι σε κάνει να ελπίζεις και να αισιοδοξείς;

Με τα χρόνια έχω μάθει να αποφεύγω τους φόβους μου μέσω κάποιων τεχνικών, όπως το διάβασμα, η δουλειά, τα ταξίδια. Έχω περάσει πολλά χρόνια φοβισμένος, για το πως θα ζήσω χωρίς την μητέρα μου, για την ερωτική μου φύση, για την σχέση μου με το αλκοόλ αλλά και για τον φόβο μην τρελαθώ. Ωστόσο, μέσα από όλα αυτά που έχω περάσει, αισιοδοξώ και σκέφτομαι ότι μπορεί στον καθένα να συμβούν πολύ χειρότερα πράγματα. Ευτυχώς στην εποχή μας , όλα αντιμετωπίζονται. Αν έχεις και λίγους ανθρώπους δίπλα σου που σ’ αγαπόυν πραγματικά, όλα διορθώνονται.

Παρ’όλα αυτά που έχεις περάσει, δεν διστάζεις να τα πεις ακόμα και να τα διακωμωδήσεις.

Οι σκοτεινές μου στιγμές, με συνθέτουν. Δεν τις κρύβω, δεν τις αρνούμαι και δεν ντρέπομαι γι’αυτά που μου έχουν συμβεί. Σε όλους άλλωστε συμβαίνουν άσχημα πράγματα. Όταν όμως γράφεις βιβλία, εκτίθεσαι έτσι κι αλλιώς. Αποκαλύπτεις άγνωστες πτυχές του εαυτού σου. Ποτέ δεν δίστασα να αυτοβιογραφηθώ χύμα.

Ως ένας άνθρωπος που ασχολείται με τα γράμματα και τις τέχνες, οφείλει να έχει και μία σφαιρική άποψη για όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας. Πώς βιώνει ο Αύγουστος Κορτώ την κρίση στην Ελλάδα του 2014;

Τρέχουμε και δεν φτάνουμε. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που έχω δουλειά. Θέλω να πιστεύω ότι για κανέναν άνθρωπο δεν έχει χαθεί η ελπίδα. Το κράτος, οφείλει να μεριμνά ώστε κανείς άνθρωπος να ,μην χρειάζεται να κοιμάται στον δρόμο, μέσω υπηρεσιών σίτισης και στέγασης που υπάρχουν. Λογική στις μέρες μας η απαισιοδοξία ως στάση ζωής αλλά είναι πολύ ψυχοφθόρα. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς την ελπίδα.

Αν κι έχεις γράψει πολλά βιβλία, υπάρχουν κάποια που ξεχωρίζεις κι αν ναι γιατί;

Υπάρχουν τέσσερα βιβλία μου, που τα θεωρώ σημαδιακά για μένα. Πρώτο, ”Ο γιος της Τζοκόντα”, μια μυθιστορηματική νουβέλα (εκδόσεις Εξάντα). Το έγραψα το 2002 και ήταν το τελευταίο βιβλίο που διάβασε η μητέρα μου. Ήταν σαν ένας πρόωρος αποχαιρετισμός στην μητέρα μου. Δεύτερο, το ”Δεκαέξι” (εκδόσεις Καστανιώτη) , ένα μουσικό θρίλερ για διαβολικούς δημιουργούς και δαιμόνιους αγγέλους, για την θυσία και την αυτοθυσία, μα πάνω απ’όλα για το ανήμερο θηρίο, που ονομάζεται αγάπη. Τρίτο βιβλίο που ξεχωρίζω είναι το ”Ο άνθρωπος που έτρωγε πολλά” (εκδόσεις Καστανιώτη) , ως φόρος τιμής στο ευθημογράφημα. Είδος που αγαπώ καθώς τα ευθυμογραφήματα έχουν φωτίσει τις πιο σκοτεινές μου νύχτες. Και τελευταίο κι αγαπημένο μου βιβλίο ”Το βίβλίο της Κατερίνας” ή ”Κατερινάκι” (εκδόσεις Πατάκη), το μωρό της σοδειάς όπως το ονομάζω. Το βιβλίο αυτό, σφράγισε την σχέση με την μητέρα μου , η οποία ήταν σαν να περίμενε το τελευταίο της κεφάλαιο. Δηλαδή αυτό το βιβλίο.

Κλείνοντας αυτή τη συνέντευξη κι αφού σε ευχαριστήσω θερμά, θα ήθελα να μου πεις τι περιμένουμε από εσένα στο άμεσο μέλλον;

Το φθινόπωρο θα κυκλοφορήσει το νέο μου βιβλίο, μια ιστορία ενός ανεκπλήρωτου έρωτα, κάτι σαν ιστορία φαντασμάτων. Ελπίζω να σας αρέσει. Γενικά, γράφω συνέχεια γιατί το γράψιμο που δίνει χαρά. Με ξεκουράζει.

Ο άνθρωπος που γεννήθηκε και μεγάλωσε στις όμορφες γειτονιές της συμπρωτεύουσας και σήμερα είναι ένας επιτυχημένος και ευτυχισμένος κάτοικος Εξαρχείων,

ξέρει να ζει την ζωή του έντονα, κάνοντας πράγματα που τον ευχαριστούν και του δίνουν λόγο ύπαρξης.

Θα σε θαυμάζω πάντα Αύγουστε Κορτώ,

για το θάρρος σου, την επιμονή σου και για την τεράστια αγάπη που δείχνεις

σε όσα σου δίνουν νόημα σε αυτή τη ζωή…

Σχόλια