Ακολουθεί ιστορία. Post – βαλεντινική για δυο ανθρώπους που συναντήθηκαν και χάθηκαν στο βουητό της νυχτερινής Αθήνας.

Αγάπη

Στις 14 Φλεβάρη, σε ένα υπόγειο μπαρ στο κέντρο της Αθήνας, ο Οδυσσέας γνώρισε την Αγάπη. Φορούσε γυαλιά με κόκκινες καρδούλες και χόρευε τη Μισιρλού από το Pulp Fiction. Κανείς από τους δυο δεν πίστευε στον έρωτα εκείνης της ημέρας και αυτό τους καθιστούσε ιδανικούς συμπαίκτες στο παιχνίδι που θα ακολουθούσε.

Η πρώτη σέντρα έγινε όταν η Αγάπη ήπιε κατά λάθος δυο γουλιές από το τζιν τόνικ του. Αυτό το λάθος ήταν αρκετό για εκείνη για να βάλει τα γέλια (και ίσως να κολλήσει κορονοϊό). Αυτό το λάθος ήταν αρκετό για εκείνον για να την προσέξει.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που κοίταζαν ο ένας τον άλλον. Τρία χρόνια πριν, λίγα τετραγωνικά μέτρα μακριά, είχαν πέσει ο ένας πάνω στον άλλον στις τουαλέτες κάτω από ένα κόκκινο φως. Κανείς δεν το θυμόταν αλλά δεν έχει σημασία. Γιατί τώρα ήταν η στιγμή.

Εκείνη χαμογελούσε περισσότερο από όσο μιλούσε ενώ εκείνος την κοίταζε περισσότερο από όσο μιλούσε. Παρήγγειλαν δεύτερο ποτό αλλά κανείς δεν έπινε. Μιλούσαν και ο χρόνος άρχιζε να κυλά με ταχύτητα φωτός. Σε λίγο θα ξημέρωνε και εκείνοι δεν είχαν πει όσα θα ήθελαν να μοιραστούν. Κάθε φορά θα συνέβαινε η ίδια ιστορία.

Αυτό που ήξεραν αλλά δεν ήταν έτοιμοι να παραδεχτούν εκείνο το βράδυ ήταν ότι δεν άνηκαν στην ίδια ομάδα. Μέχρι που αντάλλαξαν το πρώτο φιλί στο παγκάκι της πλατείας, σαν έφηβοι που φοβούνται μήπως τους δουν. Εκείνη τη στιγμή η Αγάπη κατάλαβε ότι την περίμενε στη γωνία ο πόνος. Λίγα λεπτά αργότερα, η Αγάπη τον αγκάλιασε. Εκείνη τη στιγμή, ο Οδυσσέας συνειδητοποίησε ότι άρχισε να τη  φοβάται. Εκείνη δεν πίστευε ποτέ ότι η αγκαλιά της ήταν επικίνδυνη. Όμως εκείνος δεν ήταν σαν εκείνη.

Ο Οδυσσέας ήταν «καταναλωτής» και η Αγάπη ήταν «επενδύτρια».

Σύντομα, ο Οδυσσέας άρχισε να συνειδητοποιεί ότι η Αγάπη δεν ήταν αναλώσιμη. Η εξέλιξη αυτή του χάλασε τα σχέδια.  Άρχισε να λείπει. Να θυμώνει. Να βρίσκει δικαιολογίες. Από την άλλη πλευρά, η Αγάπη άρχισε να απομακρύνεται. Είχε αλλεργία στα ψέματα και στο φόβο. Ήξερε ότι δεν είναι αναλώσιμη και δεν θα γινόταν για κανένα.

Ένα απόγευμα Κυριακής, λίγο πριν πέσουν οι τίτλοι τέλους της Λευκής Ταινίας του Κισλόφσκι έλαβε ένα μήνυμα. Ο Οδυσσέας την ενημέρωνε ότι είχε έρθει η ημερομηνία λήξης της. Τέλος. Τα δάκρυα την ακολούθησαν και μετά την ταινία. Λίγες μέρες μετά εμφάνισε ένα κόκκινο εξάνθημα στην καρδιά. Οι γιατροί της είπαν ότι πρέπει να ξεχάσει για να γίνει καλά.

Ο Οδυσσέας ήταν ελεύθερος και γεμάτος όρεξη να αναζητήσει την επόμενη αγάπη. Με τόσες επιλογές τριγύρω, θα είναι παιχνιδάκι. Δεν είναι καθόλου δύσκολο να τη βρεις στις μέρες μας. Σωστά;  Την ίδια στιγμή, η Αγάπη σκεφτόταν όλα όσα αισθανόταν και δεν είχε προλάβει να του πει.

Αγάπη

Οι δυο τους δεν συναντήθηκαν πότε ξανά. Μονάχα δυο φορές. Την πρώτη φορά, οι αγκώνες τους συναντήθηκαν στον ασφυκτικό δρόμο για την έξοδο από δυο αποτυχημένα ραντεβού. Τη δεύτερη φορά, ήταν στην Δροσοπούλου λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Εκείνη περίμενε μια φίλη της να ανοίξει την πόρτα και εκείνος κάπνιζε στο απέναντι μπαλκόνι. Ψέματα. Εκείνη τον είδε. Θα τον αναγνώριζε είτε στο φως είτε στο σκοτάδι από χιλιόμετρα μακριά. Τον παρατήρησε για δέκα δευτερόλεπτα και μετά έκλεισε την πόρτα πίσω της.

Ένα χρόνο μετά, την ημέρα των ερωτευμένων, ο Οδυσσέας επέστρεψε στον τόπο του εγκλήματος. Στο μπαρ που γνώρισε την Αγάπη. Αλλά η Αγάπη δεν ήταν εκεί.

Δεν είχε βρεθεί τυχαία στο μπαρ. Πέντε ημέρες πριν, ύστερα από μια μικρή σεισμική δόνηση ένα βιβλίο έπεσε από το ράφι. Τίτλος. «Το χρονικό του έρωτα». Αυτό ήταν ό,τι είχε απομείνει από την Αγάπη. Το τελευταίο δώρο της. Δεν το είχε διαβάσει ποτέ. Τα λόγια που του είχε γράψει στην πρώτη σελίδα έπεσαν σαν βέλη πάνω του.

Πού να ήταν άραγε; Πού να χόρευε εκείνο το βράδυ; Γιατί τη σκεφτόταν;

Η Αγάπη είχε εξαφανιστεί. Δεν θα την ξαναέβλεπε ποτέ. Δεν θυμόταν πότε ήταν η τελευταία φορά που την είδε. Τότε συνειδητοποίησε ότι δεν είχε το θάρρος να της πει καν αντίο. Για πρώτη φορά αισθάνθηκε ένα σφίξιμο στην καρδιά. Και ύστερα άρχισε να τρέχει. Πού θα πήγαινε η Αγάπη; Θα ήθελε να τον δει; Για πρώτη φορά στη ζωή του, δεν τον ένοιαζε. Έπρεπε να τη βρει.

Περίπου τριάντα βήματα μακριά, σε ένα πράσινο παγκάκι, η Αγάπη περίμενε κάποιον.

 

 

 

 

 

Σχόλια