Η ώρα της απόφασης έφτασε. Μένεις στο κουτί ή επιλέγεις την απόδραση;
Πρέπει να αποφασίσω. Πρέπει να αποφασίσω. Κοιτάω το ρολόι μου. Οι δείκτες του ρολογιού τρέχουν ή είναι ιδέα μου; Μπορεί κάποιος να το σταματήσει;
Η στιγμή που πρέπει να εγκαταλείψω το κουτί μου έχει φτάσει.
Με διώχνουν. Η γυάλινη ασφάλεια μου σπάει σιγά σιγά. Ήταν το σπίτι μου αυτό το γυάλινο κουτί,το ασφαλές δωμάτιο που μπορούσα να κρύβομαι όταν φοβάμαι,όταν κάτι δεν πάει καλά. Αλλά ο χρόνος πέρασε και πρέπει να βγω. Με διώχνω.
Γιατί φοβάμαι. Γιατί πλέον μπορώ. Γιατί ήρθε η ώρα.
Αποφάσεις. Για ασήμαντα και σημαντικά πράγματα. Να μετακομίσω; Να βρω άλλη δουλειά; Να χωρίσω; Να αλλάξω ζωή;
Πρέπει να διαλέξεις κλειδί. Κάθε κλειδί και μια πόρτα. Περπατάω νευρικά από γωνία σε γωνία. Σαν να μίκρυνε μου φαίνεται. Πέφτω συνέχεια στους γυάλινους τοίχους. Δεν βλέπω τίποτα μπροστά μου. Μόνο εμένα.
Γυρίζω πάλι στα κλειδιά που έχω μπροστά στο τραπέζι. Κάποια μου φαίνονται ίδια. Κάποια είναι ανομοιόμορφα,παράξενα.Δεν μοιάζουν με κλειδιά. Δεν ξέρω. Όχι.
Μα γιατί να φύγω; Είμαι καλά εδώ. Προστατευμένη. Έχω το χώρο μου. Έχω συνηθίσει, ξέρω την κάθε λεπτομέρεια.Δεν θέλω κάτι παραπάνω. Σωστά;
Ακούω ψιθύρους.
«Που να τρέχεις; Κάτσε εδώ. Είναι δύσκολα εκεί έξω. «
«Μετά; Τι θα κάνεις μετά;»
» Για ρίσκα είμαστε τώρα; Η ασφάλεια μετράει».
Νιώθω ένα σφίξιμο στο στήθος.
Γιατί ήρθαν πάλι; Το άγχος και ο φόβος ξέρουν καλά ποτέ πρέπει να χτυπήσουν. Όταν νιώθεις ευάλωτος. Όταν πρέπει να κάνεις ένα αβέβαιο βήμα. Αλλά ποιο βήμα είναι σίγουρο;
Πνίγομαι. Ποιος άφησε το νερό να μπεί; Ψάχνω να βρω την πόρτα. Μάταια. Μα πού πήγε; Τρέχω αλλά δεν βρίσκω διέξοδο.
Στρέφω στα μάτια μου στην οροφή. Είχα καιρό να σηκώσω τα μάτια μου ψηλά. Είχα ξεχάσει το χρώμα του ουρανού.
Φύγε.
Μια φωνή μέσα μου έδωσε την απάντηση για εμένα.
Μα, δεν υπάρχει πόρτα.
Υπάρχει αλλά δεν τη βλέπεις.
Φοβάμαι.
Γι’αυτό πρέπει να βγεις.
Και τι θα γίνει μετά; Και αν πέσω; Αν αποτύχω;
Και τι θα κάνεις; Θα κάτσεις στο ίδιο σημείο;
Φύγε.
Θα φύγω.
Σταμάτησα να σκέφτομαι και ακούω.Σταμάτησα να κοιτάζω εκείνους που με περίμεναν πίσω από το τζάμι. Η πόρτα είναι δική μου. Ο καθένας στη δική του.
Στάθηκα μπροστά στα κλειδιά και διάλεξα εκείνο που δεν έμοιαζε να κουμπώνει πουθενά. Αυτό ήθελα από την αρχή. Και ύστερα βρήκα την πόρτα. Τώρα την έβλεπα. Έβαλα το κλειδί.
Το πρώτο πράγμα που είδα ήταν ομίχλη και ένα απέραντο κενό. Όχι, όχι. Θα χαθώ.
Μα δεν έχεις σχεδόν τίποτα πάνω σου. Όσο περνάει ο καιρός θα κουβαλάς περισσότερα στην πλάτη σου και θα δυσκολεύεσαι να κάνεις το βήμα.
Το αλεξίπτωτο πού είναι;
Το φοράς αλλά δεν το ξέρεις.
Όταν πω το τρία πρέπει να πέσεις, αλλιώς θα χάσεις την ευκαιρία και θα γυρίσεις πίσω.
Ένα.
Δεν μπορώ να το κάνω. Έκλεισα τα μάτια.
Δυο.
Θα αφήσεις το φόβο σου να σε νικήσει; Τόσο καιρό σου κόβει την ανάσα.
Τρία.
Ανοίγω τα μάτια και αρχίσω να βλέπω τα φώτα.
Μηδέν. Επιλέγω το άγνωστο.
Τέλος χρόνου. Βουτιά.