Βερολίνο. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Περπατούσα σε κεντρικό δρόμο, αγκαλιά με μια σακούλα από τα Macdonald’s. Φορούσα μαύρο τζιν και κόκκινο πουλόβερ. Βάδιζα με το ρυθμό του τουρίστα. Αργά με το βλέμμα στον ουρανό, στα επιβλητικά κτίρια.
Είχα πει ψέματα στη μαμά μου ότι έμεινα στο ξενοδοχείο. Τα κορίτσια δεν περπατάνε μόνα τους το βράδυ. Είναι επικίνδυνο. Έτσι μεγαλώσαμε.
Ο δρόμος ήταν άδειος. Τα μαγαζιά κλειστά. Το μόνο που ακουγόταν ήταν οι φωνές και τα γέλια τους. Ήταν τέσσερις ή πέντε. Άντρες. Έσπαγαν μπουκάλια στο πεζοδρόμιο. Μου μίλησαν. Δεν θυμάμαι τα πρόσωπα τους. Δεν θυμάμαι σε τι γλώσσα ήταν οι λέξεις τους. Θυμάμαι πώς ένιωσα. Θυμάμαι ότι ήμουν μόνη.
Στάθηκαν μπροστά μου και μου έκλεισαν το δρόμο. Τους προσπέρασα.
Συνέχισε, είπα. Μη δίνεις σημασία. Συνέχισα. Όμως συνέχισαν και αυτοί. Μήπως πρέπει να τρέξω; Η καρδιά μου είχε ήδη αρχίσει να τρέχει. Έβλεπα τις σκιές να με ακολουθούν.
Τώρα; Να πάρω τηλέφωνο; Σύνελθε. Είσαι στη Γερμανία. Να φωνάξω; Σε ποια γλώσσα;
Το φανάρι μπροστά μου ήταν πράσινο. Μου έκαναν νοήματα να σταματήσω. Ένα μπουκάλι προσγειώθηκε στα πόδια μου. Έπρεπε να προλάβω το φανάρι. Φοβάμαι. Είναι κανείς εδώ;
Δεν θυμάμαι τι μέρα ήταν. Ούτε πώς λεγόταν ο δρόμος που περπατούσα. Θυμάμαι το κορίτσι που με άκουσε και στάθηκε δίπλα μου. Περάσαμε μαζί το φανάρι και περπατήσαμε παράλληλα στο δρόμο για λίγα μέτρα.
Κοιταζόμασταν σαν να ξέραμε. Κοιταζόμασταν σαν να κρατούσαμε το ίδιο μυστικό. Ρίχναμε κλεφτές ματιές πίσω μας, να δούμε αν μας ακολουθούν. Περπατούσαμε με τον ίδιο ακριβώς αγχωμένο ρυθμό του φόβου. Με την κρατημένη ανάσα, τις σφιγμένες γροθιές, με την ελπίδα να φανεί ένας περαστικός.
Κόκκινο. Στοπ. Αυτοκίνητα μπήκαν ανάμεσα σε μας και στον κίνδυνο. Η τύχη δούλεψε. Αυτή τη φορά.
«Δεν είναι πολύ ήσυχη η γειτονιά σου, είπα» και εκείνη μου χαμογέλασε. Μου είπε ότι είχε καταγωγή από την Τουρκία και ότι γύριζε από τη δουλειά. Οι κινήσεις μας ήταν αμήχανες σαν να γλιτώσαμε μια στροφή που οδηγούσε σε γκρεμό.
Ανακούφιση. Δεν θυμάμαι το όνομα της αλλά δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι με έκανε να μην αισθάνομαι μόνη.
Δυο τετράγωνα παρακάτω με αποχαιρέτησε. Πριν όμως με ρώτησε αν είναι μακριά το ξενοδοχείο. Το ίδιο τη ρώτησα και εγώ. Και ύστερα η καθεμία συνέχισε το δρόμο της. Μόνη της. Με ένα μυστικό.