«Στην τοιχογραφία που δουλεύω τώρα και την οποία θα ονομάσω Γκερνίκα, όπως και σε όλα τα μετέπειτα έργα μου, διακηρύττω ανοιχτά την αποστροφή μου για την κάστα των στρατιωτικών, η οποία βύθισε την Ισπανία σε έναν ωκεανό πόνου και θανάτου».
Το περίφημο έργο του Πάμπλο Πικάσο «Γκερνίκα» είναι μια καταγραφή του τρόμου της δυστυχίας του πολέμου. Φιλοτεχνήθηκε όταν ο Πικάσο πληροφορήθηκε τα νέα για το βομβαρδισμό της ιερής πόλης των Βάσκων, Γκερνίκα, τον Απρίλιο του 1937. Την ημέρα εκείνη μονάδες της αεροπορίας υπό γερμανική ηγεσία, κατέστρεψαν τη μικρή πόλη μέσα σε λίγες μόνο ώρες, ταγμένες στο πλευρό του στρατηγού Φράνκο και των συνεργατών του, σε μια κίνηση αιφνιδιασμού της νόμιμης κυβέρνησης της Ισπανίας.
Μετά την καταστροφή της, και ως αποτέλεσμα του διάσημου πίνακα, η Γκερνίκα έγινε ισχυρό σύμβολο του βίαιου ισπανικού εμφυλίου. Εξαρχής ο Πικάσο είχε ταχθεί με το μέρος της νόμιμής δημοκρατικής κυβέρνησης, η οποία στις αρχές του 1937 του παρήγγειλε μια τοιχογραφία για το ισπανικό περίπτερο της διεθνούς έκθεσης στο Παρίσι που θα άνοιγε τον Ιούλιο.
Τα νέα για βομβαρδισμό προσφέραν στον Πικάσο το μακάβριο θέμα του. Εξέφρασε το σοκ του με ένα εντυπωσιακό έργο, το οποίο φιλοτέχνησε μέσα σε λίγες μόνο βδομάδες ακατάπαυστης δημιουργίας, από την 1η Μάιου ως την 4η Ιουνίου.
Η Γκερνίκα έγινε η εικόνα των καταστροφικών δυνάμεων που απειλούσαν την ανθρώπινη ζωή και τον πολιτισμό. Εδώ ο Πικάσο βρήκε έναν παγκοσμίως αναγνωρίσιμο τρόπο για να παρουσιάσει τον πόνο της ανθρωπότητας.
Τα χρώματα έχουν αποκλειστεί από τον πίνακα.
Τα μόνα που έχουν απομείνει είναι το άσπρο, το μαύρο και το γκρίζο, για να δώσουν έμφαση στην θλιβερή ατμόσφαιρα της σκηνής, που θα μπορούσε να λαμβάνει χώρα σε εξωτερικό ή εσωτερικό χώρο, τη μέρα ή τη νύχτα.
Με δραματικές κινήσεις και εκφράσεις οδύνης, οι μορφές πέφτουν, καταρρέουν, ουρλιάζουν. Όλοι είναι θύματα, άνθρωποι και ζώα.
Στο αριστερό άκρο της σύνθεσης μια γυναίκα θρηνεί με το νεκρό παιδί στην αγκαλιά της, από πάνω υπάρχει ένας μαινόμενος ταύρος και μπροστά της κείτεται νεκρός πολεμιστής, που από το σπασμένο σπαθί του φυτρώνει ένα λουλούδι. Δεξιά τρέχει μια καμπουριασμένη γυναίκα που ζητά βοήθεια, πάνω της μια μορφή κοιτάζει με τρόμο ρίχνοντας φως στο σκοτάδι. Μια απελπισμένη μορφή υψώνει τα χέρια της με τρόμο και απόγνωση. Αριστερά ακριβώς από το κέντρο της τοιχογραφίας βλέπουμε ένα άλογο να σηκώνεται αγριεμένο στα δυο του πόδια, ενώ από πάνω φέγγει μια λάμπα με τη μορφή ματιού.
Εδώ ο Πικάσο χρησιμοποιεί στιλιστικές μεθόδους και μοτίβα που είχε δουλέψει τα προηγούμενα χρόνια, επικαλούμενος την πολλαπλότητα των μορφών του κυβισμού, τις παραμορφώσεις μ0ρφής και μεγέθους του σουρεαλισμού και την ταυτόχρονη προοπτική. Επίσης χρησιμοποιεί, για πρώτη φορά, την “γλώσσα” των παιδικών ζωγραφιών, με τις απλοποιημένες μορφές και τα σύμβολα της. Οι δισδιάστατες παραστάσεις συνδυάζονται με μετωπικές και πλάγιες όψεις, ενώ το χρώμα ξεφεύγει από το περίγραμμα των μορφών. Στο συγκεκριμένο έργο του Πικάσο τα πάντα συντελούν ώστε ο πόνος και η οδύνη των θυμάτων να γίνεται έντονα αντιληπτός.