Τι δεν έπρεπε να κάνεις την παγκόσμια ημέρα κατά της παιδικής κακοποίησης. Να κλάψεις και να πεις πόσο λυπάσαι. Τι πρέπει να κάνεις τώρα; Να δώσει φωνή στα παιδιά που κρύβονται πίσω από τους τοίχους.
Ακούω μια φωνή. Κάποιος φωνάζει. Κάποιος κλαίει. Είναι ένα παιδί.
10 με 12 χρονών. Όνομα άγνωστο. Μάτια γαλανά, όχι το φωτεινό του ουρανού, αλλά εκείνο το σκούρο μπλε του βυθού. Βλέμμα κενό, ξεθωριασμένο, καρφωμένο στο ταβάνι. Χείλη κλειστά, ανέκφραστα. Χέρια ζωγραφισμένα με μαρκαδόρους. Χρώματα, πολλά χρώματα. Σαν να προσπαθούν να κρύψουν κάτι. Διακρίνω έναν ήλιο πάνω σε μια μελανιά. Ένα αστεράκι πάνω σε μια γρατσουνιά. Μια καρδιά πάνω σε μια κοκκινισμένη πληγή.
Τα χτυπήματα αργά ή γρήγορα θα φύγουν. Τα σημάδια, όμως, θα μείνουν. Να μας θυμίζουν,να μας πονάνε, να μας πληγώνουν. Δυστυχώς, μερικές πληγές δεν κλείνουν όσο χρώμα και αν τους ρίξεις.
19 Νοεμβρίου ήταν η Παγκόσμια ημέρα κατά της παιδικής κακοποίησης. Άλλη μια παγκόσμια μέρα. Είδαμε πάλι αφίσες, αναρτήσεις, άρθρα, διαφημίσεις με παιδάκια που θα μας κινητοποιούν να τα προσέξουμε, να τα βοηθήσουμε, να τα προστατεύσουμε.
Την ώρα που τα βλέπουμε όλα αυτά, στο διπλανό διαμέρισμα ένα παιδί κλαίει. Κάθεται φοβισμένο κάτω από τα σκεπάσματα του. Μετράει τα χτυπήματα. Πονάει. Καλεί βοήθεια. Εμείς δεν ακούμε. Ή κάνουμε ότι δεν ακούμε. Γιατί να ασχοληθούμε με ένα παιδικό κλάμα; Γιατί να ανησυχήσουμε; Γιατί να υποψιαστούμε; Παιδιά είναι και κλαίνε. Μόνο που όταν πονάνε δεν κλαίνε, φωνάζουν. Τα παιδιά φωνάζουν δυνατά για να τα ακούσουμε. Και εμείς; Κλείνουμε τα αυτιά μας.
Πού να μπλέκουμε σε ξένα σπίτια; Με ποιο δικαίωμα; Για ποιο λόγο; Όταν πρέπει να ανακατευτούμε στις ζωές των άλλων, δεν το κάνουμε. Βάζουμε τον εαυτό μας μπροστά, το φόβο, τη διακριτικότητα. Εφόσον δεν είναι στη σφαίρα που ζω, γιατί να ασχοληθώ, γιατί να διακινδυνεύσω την ασφάλεια μου;
Μια ώρα πριν σκουπίζαμε τα δάκρυα βλέποντας ένα κοριτσάκι να μας ζητά βοήθεια στην οθόνη. Στο κοριτσάκι που βρίσκεται ακριβώς πίσω από τον τοίχο και μας φωνάζει δεν δίνουμε καμία σημασία.
Τα λόγια απέχουν πολύ από την πράξη. Για να ευαισθητοποιηθείς πρέπει να γίνεις μέρος του προβλήματος. Να δεις την κακοποίηση να αποκτά σάρκα και οστά μπροστά σου. Μόνο τότε καταλαβαίνεις. Αλλά τότε είναι ήδη αργά.
Ένα κακοποιημένο παιδί θα μεγαλώσει με βαθιά τραύματα που θα το ακολουθήσουν στην ενήλικη του ζωή. Οι πληγές του μπορεί να τον μεταμορφώσουν σ’ έναν εύθραυστο, φοβισμένο, συναισθηματικά “ατελή” άνθρωπο, που θα αναζητήσει την χαρά και την αγάπη που στερήθηκε στην παιδική του ηλικία, κουβαλώντας, ωστόσο το βαρύ φορτίο του παρελθόντος.
Ή μπορεί να οδηγήσουν το παιδί από το ρόλο του θύματος στο θύτη. Από τη θέση άμυνας, στην επίθεση. Ένα παιχνίδι εκδίκησης για να σβηστούν τα σημάδια που χαράχτηκαν μέσα τους, μιμούμενοι τις πράξεις των γονιών τους. Απαλύνουν τον πόνο τους προκαλώντας τον ίδιο πόνο στους άλλους.
Κάθε μορφή κακοποίησης γκρεμίζει τα όνειρα των παιδιών, εμποδίζει την ομαλή ανάπτυξη τους, κηλιδώνει την αθωότητα τους. Σαν μια πυραμίδα που της αφαιρούν ένα ένα τα κομμάτια της προς την κορυφή.
Έχετε παρατηρήσει τι κάνουν τα παιδιά όταν θέλουν να τα προσέξεις; Αρχίζουν και μιλάνε γρήγορα δυνατά, ασυνάρτητα για να σου τραβήξουν την προσοχή. Οι γονείς καταλαβαίνουν το παιχνίδι τους και τα αγνοούν.
Κάπως έτσι και εμείς, βλέπουμε, ακούμε, διαισθανόμαστε την παιδική κακοποίηση να είναι δίπλα μας, αλλά την αγνοούμε. Όσο και αν προσπαθεί να μας κάνει να τη δούμε, εμείς προφασιζόμαστε ότι δεν είναι τίποτα. Ένας συνηθισμένος τσακωμός. Ένα φυσιολογικό κλάμα. Ένα ανεπαίσθητο χτύπημα συμμόρφωσης.
Μόνο που η παιδική κακοποίηση δεν είναι παιχνίδι. Είναι ένας κακός δαίμονας που γεννιέται με τη σωματική βία και αναπτύσσεται παράλληλα με την προσωπικότητα, ζωγραφίζοντας με μαύρη μπογιά την παιδική ψυχή.
Για να τον διώξεις δεν χρειάζονται ούτε δάκρυα, ούτε μεγάλα λόγια. Την επόμενη φορά που θα ακούσεις μια κραυγή παιδιού μη φύγεις. Τέντωσε τα αυτιά σου, άκουσε. Και ύστερα φώναξε. Φώναξε δυνατά. Μαζί με το παιδί, για το παιδί.