Το Frapress.gr βρέθηκε στην πρεμιέρα της παράστασης “Περιμένοντας τον Γκοντό” από την ομάδα Σημείο Μηδέν στο θέατρο Άττις.

Υπάρχει μία ουσιαστική δυσκολία στην προσπάθεια να προσεγγίσεις υπ’ οποιαδήποτε γωνία το μνημειώδες έργο του Μπέκετ “Περιμένοντας τον Γκοντό”. Δυσκολία που εντείνεται από το γεγονός πως ο δημιουργός ήταν καθόλη τη διάρκεια της ζωής του ιδιαίτερα φειδωλός όσον αφορά στις λεπτομέρειες που έδινε για το έργο και για τους χαρακτήρες του.

Οπότε υπάρχει η εξής ενδιαφέρουσα αντίφαση, το “Περιμένοντας τον Γκοντό” καταφέρνει να είναι μία έμμεση αναφορά σε πολλά πράγματα, ωστόσο είναι πάντα περιορισμένο σε αυτό που βλέπεις εκείνη τη στιγμή μπροστά σου. Δεν υπάρχει πληροφορία για το κείμενο εκτός του ίδιου του κειμένου και της μεταφοράς του.

Δύο άντρες συναντιούναι σε ένα απροσδιόριστο μέρος, δίπλα σε ένα δέντρο. Φορούν φθαρμένα ρούχα, χωρίς να είναι απαιραίτητα ζητιάνοι. Συζητούν περί ανέμων και υδάτων, παρουσιάζοντας θραύσματα πληροφοριών χωρίς συνέχεια.

Ο Estragon (Κωνσταντίνος Γώγουλος) ανακαλεί πως το προηγούμενο βράδυ υπέστη ξυλοδαρμό, ο Vladimir (Χρήστος Κοντογεώργης) αναρωτιέται αν θα έπρεπε να μετανιώσουν χωρίς ποτέ να πει για τι (και ο Estragon θα ρωτήσει “που γεννηθήκαμε;” χωρίς να λάβει απάντηση).

Ο πρώτος αφιερωμένος στα εγκόσμια και τις επιτακτικές ανάγκες, την πείνα, τον πόνο, ο δεύτερος γεμάτος προβληματισμούς για τον εξώτερο κόσμο, το Θεό, τη βίβλο, την σκέψη.

Η συνδιαλλαγή των δύο χαρακτήρων συνεχίζεται. Ο Βλαντιμίρ πάει να δώσει στο φίλο του ένα φιλί αλλά το στόμα του βρωμάει σκόρδο, ενώ ο Estragon προτείνει να κρεμαστούν και εν τέλει δεν το κάνουν απλά επειδή το κλαρί δεν τους αντέχει.

Κοινή συνισταμένη ο Γκοντό, ένα απροσδιόριστης φύσης πρόσωπο το οποίο περιμένουν για να τους λυτρώσει. Πώς; Από τι; Η απάντηση δεν δίνεται ποτέ.

Καθόλη τη διάρκεια του έργου ο θεατής αναρωτιέται αν εν τέλει οι δύο άντρες γνωρίζουν την ταυτότητα του ανθρώπου που περιμένουν. Ο Vladimir φαίνεται να γνωρίζει καλύτερα τη σημασία της αναμονής τους, επιμένοντας πως πρέπει να τον περιμένουν, αλλά να έχει ταυτόχρονα μία θολή εικόνα για το πρόσωπο του σωτήρα τους ή ακόμα και για τη φύση του.

Κοινό χαρακτηριστικό των δύο χαρακτήρων είναι η στασιμότητα. Είναι στο ίδιο σημείο, κάθε μέρα, χωρίς να έχουν δει ακόμα τον Γκοντό, συζητώντας λίγο πολύ για τα ίδια πράγματα, σε ένα τοπίο απαράλλαχτο και αδιάφορο (υπάρχει απλά ένα δέντρο).

Η εικόνα της απαγκίστρωσης παρουσιάζεται συχνά. Ο Estragon θα ρωτήσει πολλές φορές τον Vladimir “δεν χωρίζουμε;” για να λάβει κάθε φορά μία απάντηση γεμάτη αμφιβολια, και αν έρθει ο Godot; Οι χαρακτήρες κινούνται, μα ποτέ δεν φεύγουν και σταδιακά το τοπίο στην εξοχή με το δέντρο μεταμορφώνεται σε τόπο μαρτυρίου.

Το δεύτερο ντουέτο χαρακτήρων είναι ο Pozzo (Έβελυν Ασουάντ) και ο Lucky (Έλλη Ιγγλίζ), ο πρώτος αφέντης του δεύτερου, που τον πηγαίνει για πούλημα, επειδή δεν τον αντέχει άλλο (όταν ο Μπέκετ ερωτήθει γιατί λέγεται Lucky, απάντησε “I suppose he is lucky to have no more expectations…”) .

Αυτοί οι δύο είναι μπλεγμένοι σε μία δική τους σισσύφεια παλινωδία, καθώς περνάνε κάθε μέρα από το σημείο που περιμένουν ο Vladimir και ο Estragon, αλληλεπιδρούν μαζί τους και ύστερα αποχωρούν ξανά για να επιστρέψουν ξανά.

Ο Lucky αν και δούλος “σκέφτεται” και “χορεύει” αλλά και τα δύο είναι τραγικές καρικατούρες των αληθινών τους μορφών. Η “σκέψη” του είναι ένα παραληρηματικό συνονθύλευμα λέξεων και ο “χορός” του εξαντλείται σε δύο άχαρες σβούρες πριν καταρρεύσει, ωστόσο δουλικά ικανοποιεί τον τρελό (σύμφωνα με τον ίδιο τον Μπέκετ ο Pozzo είναι σε κατάσταση υπομανίας) αφέντη του όταν εκείνος του ζητά να τα δείξει στους δύο άντρες.

Η σκηνή τους Άττις είναι μικρή, οικογενειακή. Με το που κλείνει η μικρή πόρτα της εισόδου οι θεατές κάθονται ώμο με ώμο και παρασύρονται σε εκείνο τον δρόμο στην εξοχή, με το ένα μόνο δέντρο και τους τέσσερις ηθοποιούς που μάχονται στην σκηνή με το παράλογο.

Ο φωτισμός είναι λιτός, τα σκηνικά είναι ένα μόνο μικρό σιδερένιο κατασκεύασμα που ορίζει το δέντρο του τοπίου, το σχήμα του οποίου μου θύμισε έντονα την καιόμενη βάτο, η οποία όμως εν προκειμένω δεν λαμπαδιάζει ποτέ, ακριβώς όπως δεν παρουσιάζεται και ο Godot (ο Μπέκετ άφησε ασχολίαστη τη φύση του χαρακτήρα του, ωστόσο η συσχέτιση God-ot ανάμεσα στην αγγλική λέξη για το Θεό και την γαλλική κατάληξη επιτρέπει στην φαντασία να κάνει συνδέσεις).

Πέραν του “δέντρου” δεν υπάρχουν άλλα σκηνικά και η γύμνια (με την έννοια της αποκάλυψης, της φανέρωσης) της παράστασης ολοκληρώνεται με τους ηθοποιούς να παράγουν επιτόπου τους ήχους που χρειάζονται, χτυπώντας πέτρες μεταξύ τους, ή με την ίδια τους τη φωνή. Υποθέτω πως πρόκειται για μία εφαρμογή της θεωρίας του “φτωχού θεάτρου” του Grotowski. Μα όπως και να έχει ήταν αναζωογονητικό να βλέπεις τη θεατρική σκηνή να γδέρνεται στα εξ ων συνετέθη, δηλαδή στους ηθοποιούς και το φως.

Εδώ χρειάζεται μία άνω τελεία. Πέραν της γεμάτης ενέργεια και σπίθας ερμηνείας της, δεν έχω δει ποτέ στη ζωή μου αυτό που έκανε η Εβελίν Ασουάντ με τη φωνή της.

Στην αρχή της σκηνικής της παρουσίας δημιουργεί ένα συνεχές ηχητικό υπογάστριο για τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες, αργότερα όταν παρουσιάζεται η ίδια σαν Pozzo μεταμορφώνει την προφορά της πηδώντας από τη μία γλώσσα στην άλλη, όταν υψώνει την φωνή της είναι σαν να ακούς την γη να τραγουδά, στο βαθμό που η μόνη λέξη που μου έρχεται για να χαρακτηρίσω την λυρική της αντοχή και ηχητική ευστοχία είναι “επίτευγμα”.

Ψάχνοντάς το λίγο παραπάνω είχα την τύχη να βρω ένα απόσπασμα από ένα master class του Τερζόπουλου από όπου μπορεί ο καθένας να βγάλει τα συμπεράσματά του.

Μικρή σημείωση πάνω στον μεγάλο σκηνοθέτη. Είναι εμφανής η επιρροή της μεθόδου του στην παράσταση που είδαμε, εξάλλου πέραν της ίδιας της Ασουάντ ο σκηνοθέτης της παράστασης Σάββας Στρούμπος (ο οποίος εμφανίζεται και στο παραπάνω βίντεο κοντά στο τέλος) είναι στενός συνεργάτης του.

Ο Κωνσταντίνος Γώγουλος παραδίδει μία πυρετική ερμηνεία. Ο Estragon του είναι δεμένος στο κορμί του, ποναει, έχει σπασμούς, είναι φυλακισμένος στην μπότα του (κυριολεκτικά), η ύπαρξή του πάλλεται από τον πόνο αλλά και την αμφισβήτηση, την ανάγκη για τέλος (“μήπως να χωρίζαμε;”, “μήπως να κρεμαστούμε;”).

Επίσης, τελείως προσωπικό σχόλιο, αλλά μου αρέσει το μουστάκι του. Για κάποιον λόγο που δεν μπορώ να εξηγήσω, αισθάνομαι πως ταιριάζει με την ψηλόλιγνη φιγούρα του και τον αγωνιώδη χαρακτήρα που ενσαρκώνει. Ειδική μνεία στη βαθιά χροιά που δημιουργεί στη φωνή του, κάτι που προσδίδει στις ερωτήσεις του ένα βαθμό παράνοιας που είναι καλοδεχούμενη στο πλαίσιο του παλινδρομικού σκηνικού του οποίου είναι δέσμιος.

Ο Χρήστος Κοντογεώργης στον ρόλο του Vladimir δημιουργεί μία απαραίτητη νότα ευθυμίας και σταθερότητας επί σκηνής. Παρακινεί τη δράση και σιγοντάρει τις εξελίξεις, παρουσιάζοντας έναν χαρακτήρα που πρώτα σκέφτεται και μετά δρα. Επίσης, είναι αυτός που θα φύγει από την σκηνή για να πάει να κατουρήσει (και στην παράσταση θα ακουστεί πράγματι το καζανάκι από τα παρασκήνια, κάτι που εντείνει την τραγωδία και την κωμικότητα του έργου εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας).

Τόσο σαν ρόλος όσο και σαν ερμηνεία δημιουργεί ένα αποκούμπι νηνεμίας επί της σκηνής μιας και φαίνεται να συγκρατεί την ενέργεια γύρω του και εντός του. Ο παλμός είναι εσωτερικός και δεν μπορούσα παρά να σκεφτώ πως ο Vladimir σαν ρόλος είναι ένα ηχείο που πολλαπλασιάζει ή ηρεμεί τους υπόλοιπους χαρακτήρες, αλλά αυτό είναι μία καθαρά προσωπική σκέψη.

Στον ρόλο του Lucky, η Έλλη Ιγγλίζ μάχεται επιτυχώς με το κατεστραμένο ανθρώπινο καύκαλο του χαρακτήρα της. Τη μία στιγμή δεν μιλά, την επόμενη βγάζει άναρθρους ήχους, κάποτε πνίγεται και βλέπεις τις συσπάσεις να δένουν τον λαιμό της κόμπο, ύστερα παραδίδει τον μονόλογο του Lucky (τόσο δύσκολος!) ακαριαία και δίχως φόβο. Ένας από τους πιο δύσκολους ρόλους που έχω δει ποτέ, σε μία ατρόμητη ερμηνεία!

Σύντομο σχόλιο αντί κατακλείδας, ετοιμαστείτε για μία περιπέτεια! Από την μέθοδο Τερζόπουλου και το φτωχό θέατρο, μέχρι τις αναλύσεις για τους χαρακτήρες, τις αινιγματικές δηλώσεις του Μπέκετ για τη φύση του έργου και φυσικά ένα από τα σπουδαιότερα ερωτήματα του σύγχρονου θεάτρου “ποιος είναι ο Γκοντό;” αυτή η παράσταση θα σταθεί για όποιον ενδιαφέρεται η τρύπα του λαγού, μία αφετηρία για πολύ ψάξιμο και διάβασμα.

Βλέποντας όχι απλά αυτό το έργο, αλλά τη συγκεκριμένη παράσταση με τους συγκεκριμένους συντελεστές και το συγκεκριμένο τους όραμα για το τι θέλουν να εμφανίσουν στη σκηνή, επιστρέφεις σπίτι σου θέλοντας να μάθεις περισσότερα για το τι είδες και τι ένιωσες. Και απ’ ό,τι διαβάζω από τις 18 Νοέμβρη και κάθε Κυριακή, μετά το τέλος κάθε παράστασης θα ακολουθεί συζήτηση του κοινού με τον σκηνοθέτη, οπότε αυτό είναι κάτι που αξίζει να κάνει κανείς εξερευνώντας αυτό το έργο σταθμό του σύγχρονου θεάτρου.

Σκηνοθετικό Σημείωμα:

Η παράστασή μας παίζεται πάνω στα ερείπια του κόσμου, σ’ ένα μέλλον λιγότερο ή περισσότερο κοντινό σε μας, όπου διατηρούνται ανοιχτά όλα τα τραύματα απ’ το παρόν και το παρελθόν της ανθρωπότητας… Αλλά και οι προσδοκίες… Σ’ αυτό το οριακό σημείο ύπαρξης του ανθρώπου, ποιες είναι οι ελάχιστες δυνατές προϋποθέσεις επανεκκίνησης της ζωής, μιας ζωής που ν’ αξίζει να τη ζήσει κανείς; Στο «Περιμένοντας τον Γκοντό» βρήκαμε δυο πιθανές απαντήσεις κι εκεί στηρίξαμε τη δουλειά μας:

Η προσπάθεια επικοινωνίας και συνύπαρξης με τον Άλλο, μ’ αυτόν που έχουμε απέναντί μας, παρά τα όποια εμπόδια, ακόμα κι όταν αυτά φαίνονται αξεπέραστα! Αλλά και η προσπάθεια επικοινωνίας με τον Άλλον μέσα μας, μ’ αυτή την άγνωστη και σκοτεινή περιοχή των απωθημένων επιθυμιών και φόβων, των ξεχασμένων αισθήσεων κι ενστίκτων, την περιοχή του ζωώδους και του θεϊκού, εκεί όπου γεννιέται η τρέλα και το όνειρο, το παραλήρημα και ο εφιάλτης.

Αυτό το ταξίδι προσπαθήσαμε να κάνουμε, προς τον Άλλον μέσα μας και προς τον Άλλον έξω, απέναντί μας, μακριά από μας… Αυτό το ταξίδι προσπαθούμε να κάνουμε καθημερινά. Περιμένοντας τι; Τη Λύτρωση της ζωής από τα δεσμά του θανάτου; Τη συνάντηση με το Ανθρώπινο, ως τέλος κάθε εξευτελισμού ανθρώπου από άνθρωπο; Το Τίποτα ή το Περιμένοντας, όπως λέει περιπαικτικά ο Μπέκετ;

Υπάρχει, όμως, άλλος τρόπος να ονειρευτούμε τον χειραφετημένο άνθρωπο, χωρίς να γκρεμίσουμε τα τείχη που χωρίζουν αυτό το «μέσα» από αυτό το «έξω»;

Σάββας Στρούμπος

Συντελεστές της παράστασης:

Μετάφραση: Θωμάς Συμεωνίδης

Σκηνοθεσία: Σάββας Στρούμπος

Σκηνική Εγκατάσταση: Ηλίας Παπανικολάου

Φωτισμοί: Κώστας Μπεθάνης

Κατασκευή σκηνικού χώρου: Χαράλαμπος Τερζόπουλος, Απόστολος Ζερβεδάς

Χειριστής φωτός: Απόστολος Ζερβεδάς

Δραματολόγος: Μαρία Σικιτάνο

Photo credits: Αντωνία Κάντα

Δημιουργία αφίσας: Soul Design

Video & trailer credits: Χρυσάνθη Μπαδέκα

Επικοινωνία: Μαριάννα Παπάκη, Νώντας Δουζίνας

Ηθοποιοί: Έλλη Ιγγλίζ, Έβελυν Ασουάντ, Κωνσταντίνος Γώγουλος, Χρήστος Κοντογεώργης

INFO

Τοποθεσία: Θέατρο Άττις-Νέος Χώρος, Λεωνίδου 12 (πλησίον μετρό Μεταξουργείου)

Ημερομηνία: Πρεμιέρα: Πέμπτη 1η Νοεμβρίου 2018, ώρα: 20.30. Παραστάσεις: Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, στις: 20.30 και Κυριακή, στις 19.00. Διάρκεια: 90΄ Από τις 18/11 και κάθε Κυριακή μετά το τέλος της παράστασης θα ακολουθεί συζήτηση του κοινού με τον σκηνοθέτη Σάββα Στρούμπο

Πληροφορίες-Κρατήσεις Θέσεων: Τηλ.: 210-3225207

Τιμές εισιτηρίων: 12ευρώ (κανονικό), 10ευρώ (μειωμένο: φοιτητές, άνεργοι ΟΑΕΔ, ΑμΕΑ)

Σχόλια