Ένα διήγημα για τις στιγμές που τα προσωπικά βιώματα οδηγούν σε ανιδιοτελείς θυσίες…

Ήταν Κυριακή και οι μυρωδιές από την κουζίνα της μητέρας μου σεργιάνιζαν στο σαλόνι σαν δελεαστικές αύρες που σε τραβούσαν προς την κουζίνα. Ο πατέρας μου πάντοτε αυτή τη μέρα έβρισκε λίγο χρόνο και διάβαζε την εφημερίδα του καθισμένος στην παλιά πολυθρόνα, βυθισμένος σε βαθιά περισυλλογή. Μόλις η μητέρα ανακοίνωνε πως το τραπέζι ήταν έτοιμο με εκείνη την κελαριστή μα συνάμα γλυκιά λαλιά της, ο πατέρας δίπλωνε την εφημερίδα δύο φορές, με κοιτούσε όλο νόημα και πιάνοντας με από τον ώμο κατευθυνόμασταν προς το διπλανό δωμάτιο.

Το τραπέζι κάθε Κυριακή ήταν όπως το περιέγραφε η μητέρα μου “κάτι κοντά στο πλουσιοπάροχο”, μια φράση που πάντα ακολουθούταν από ένα πεταχτό γελάκι του πατέρα μου. Μέσα σε αυτή την απειροελάχιστη στιγμή εκδηλωνόταν η στιγμιαία ειρωνεία για τη λιτότητα του τραπεζιού και μέχρι το τέλος του γεύματος δεν αναφερόταν κάτι σχετικό ξανά.

Παρά τη νοστιμιά του σπιτικού φαγητού οι δύο σύντροφοι το γεύονταν με δυσπιστία και άχθος, ωστόσο εγώ αυτό το ανακάλυψα πολύ αργότερα όταν με την τετραγωνισμένη λογική του ενήλικα προσπαθούσα να αναθιβάλω τις στιγμές αυτές ως ένα πορτρέτο παιδικών αναμνήσεων. Εκείνη την Κυριακή ήταν που ο πατέρας μου με ρώτησε κάτι που σημάδεψε τη συνείδηση μου, έδωσε ένα καλούπι πεποιθήσεων έτοιμο προς σμίλευμα στα παιδικά μου χέρια. Η μητέρα μου έπλενε δίπλα του τα πιάτα όταν η ερώτηση σαν ξαφνική φωτοβολίδα έσκασε στον αέρα.

“Θες να πετάξεις;”

Θα ήμουν δεν θα ‘μουν πέντε χρονών τότε, όταν με θέρμη και ευχαρίστηση του βροντοφώναξα:

“Ναι, θέλω να πετάξω μέχρι τα πιο μακρινά σύννεφα!” η μητέρα μου γύρισε αρμονικά και με κοίταξε λες και τα λόγια μου της έφερναν την ύστατη ευτυχία.

Εκείνος μου χαμογέλασε απρόσκοπτα και με πήρε στην αγκάλη του. Έπειτα με κάθισε στο δεξί του γόνατο και περιδιάβηκε το τραχύ του χέρι ανάμεσα από τα μαλλιά μου.

“Παιδί μου για να πετάξεις πρέπει πρώτα να γυμνάσεις τα φτερά σου. Ξέρεις πόσες φορές θα χρειαστεί να κυλιστείς στο χώμα, να συρθείς κατάχαμα, να γευτείς τη λάσπη που πατάς μέχρι ο αιθέρας να σε ανυψώσει στα ουράνια;”

“Δε με πειράζει, εγώ με τα φτερά μου θα κατακτήσω τον κόσμο.”

“Δεν είναι τόσο εύκολο. Στα λόγια η αποτυχία είναι ένας φευγαλέος ψίθυρος και η επιτυχία μια σίγουρη κατάληξη, όμως στην πράξη κάθε αποτυχία σου στερεί ένα κομμάτι ελπίδας, σε αποθαρρύνει και σε κρατά μακριά από τον στόχο σου.”

“Μα εγώ πιστεύω στα φτερά μου. Αυτό δεν αρκεί για να ξαναπροσπαθήσω;”

“Σκέψου ότι σε κάθε πτώση σου σε κοιτάζουν με επίκριση, γελούν σαν λυσσασμένες ύαινες και διαβουλεύονται την προσπάθεια σου. Με την ίδια ευκολία θα επιχειρούσες να ξαναπροσπαθήσεις;”

“Τα φτερά μου μπαμπά, τα φτερά μου κοιτάω εγώ.. Αυτούς δεν τους βλέπω, τους κρύβει ο ίσκιος των φτερών μου, μόλις αυτά ανοίξουν” σηκώθηκα από την αγκαλιά του γεμάτος αυτοπεποίθηση και σθεναρά τέντωσα τα χέρια μου παράλληλα στο πάτωμα, λύγισα ελάχιστα τα πόδια μου και άρχισα να τρέχω γύρω-γύρω από το μικρό τραπεζάκι της κουζίνας μας.

Οι γονείς μου αντάλλαξαν εύθυμες ματιές και μέσα σε εκείνα τα φευγαλέα βλέμματα γεννιόταν σαν νεοσύστατος φοίνικας η ελπίδα. Πετιόταν από τις στάχτες της και ηλέκτριζε το ζευγάρι που έβλεπε το σπλάχνο τους να αισιοδοξεί αρκετά για να υπερκαλύψει τη δικιά τους ασυναίσθητη απαισιοδοξία. Η μητέρα μου παράτησε το πλύσιμο των πιάτων και κάθισε στην καρέκλα που μόλις πριν λίγες στιγμές βρισκόμουν εγώ, έπιασε τον καρπό του πατέρα μου σφιχτά και μαζί με παρατηρούσαν για ώρα να τρέχω και να παριστάνω τον περήφανο αετό.

Από τότε ο πατέρας μου δεν έπαψε να μου κάνει αυτή την ερώτηση. Με τη διαφορά πως η στιγμή της εμφάνισης της στην κουβέντα ήταν απροσδιόριστη στον χρονικό ορίζοντα και το κλίμα των γεγονότων επηρέαζε την κάθε μου απάντηση. Ποτέ δεν τόλμησα να τον ρωτήσω γιατί και πως αφού αυτό το λογοπαίγνιο ήταν το μεράκι του και καθόρισε τη σχέση μας ανάμεσα στα χρόνια.

Πέτρινη Ανθρωπιά: Ένα διήγημα για τις "αθόρυβες" θυσίες

‘’Θες να πετάξεις γιε μου;”ήρθε η δεύτερη ερώτηση ένα χρόνο πριν ενηλικιωθώ. Καθόμασταν δίπλα στο τζάκι, μια μέρα πριν τα δέκατα έβδομα μου γενέθλια, όταν από την απόλυτη σιγή και τα τσαλίμια της φλόγας ξεπήδησε η καίρια ερώτηση του.

“Θέλω πατέρα. Θέλω να πετάξω για να γνωρίσω τον κόσμο από ψηλά”του απάντησα με σθένος.

“Είσαι σίγουρος πως θες να γνωρίσεις τον κόσμο από μια τόσο μεγάλη απόσταση;” με ρώτησε αινιγματικά. Εγώ για λίγο δίστασα, σταγόνες ιδρώτα περιέλουσαν το μέτωπο μου και αναρωτιόμουν αν ήταν από τη ζέστη που διέδιδε το τζάκι ή από τον εγκεφαλικό καύσο που μου είχε δημιουργήσει η συζήτηση με τον πατέρα μου.

“Τα φτερά μου θα τα χρησιμοποιήσω για να πετάξω από μέρος σε μέρος, όχι για να περιπλανιέμαι άσκοπα πάνω από τον κόσμο χάνοντας τις εξελίξεις, αγνοώντας τα γεγονότα που συμβαίνουν εδώ κάτω” ικανοποιημένος από τα λόγια μου για λιγάκι ηρέμησα μα ο πατέρας μου ήταν ο πλάστης αυτού του δυστοπικού παιχνιδιού και ήξερε να βρίσκει πάντα κάτι στραβό σε κάθε μου απάντηση.

“Οι αέρηδες βουλώνουν εύκολα τα αυτιά, θολώνουν τα μάτια, αποτρελαίνουν με τον ήχο τους το μυαλό και ο ταξιδιώτης συχνά ξεχνά από που ξεκίνησε και για που κινάει. Εσύ από πού ξεκίνησες και για πού κινάς γιε μου;” η φωνή του έγινε βραχνή, σχεδόν αγνώριστη σε μένα. Φούσκωσα αργά τα πνευμόνια μου αέρα, καθώς έστηνα την απάντηση μέσα στο κεφάλι μου με τη μεγαλύτερη δυνατή ευρεσιτεχνία για το νεαρό της ηλικίας μου.

“Ξεκίνησα από το ταπεινό μου σπίτι και κινάω να δω ανθρώπους, κουλτούρες, πολιτισμούς μα τελικά στο σπίτι μου ξανά σκοπεύω να γυρίσω. Εσύ από πού ξεκίνησες και για πού κινάς πατέρα;”, τόλμησα να τον ρωτήσω πρώτη φορά εγώ. Ένα τσιτωμένο χαμόγελο χαράχτηκε με ανακριβείς αναλογίες πάνω στο πρόσωπο του. Φάνηκε να χάρηκε που βρήκα το θάρρος να του κάνω την ίδια ερώτηση, μα παράλληλα αισθάνθηκε το βάρος της δικής του απόκρισης προς εμένα.

“Εγώ παιδί μου ξεκίνησα από τη φωτιά και το νερό στα χρόνια μου γυρεύω. Όχι για να σβήσω τη φωτιά που καίει απάνω μου χρόνια τώρα, όχι για να ξεδιψάσω τη δίψα που στράγγιξε τα σωθικά μου και γέρασε το κορμί μου, μονάχα για να πλύνω τις παλιές και τις καινούριες μου πληγές. Καταλαβαίνεις γιατί σε ρωτώ λοιπόν όλα τούτα;”γύρισε ξαφνικά και μου αποκρίθηκε με φωνή σπασμένη.

Μπαμπά φοβάμαι πως όχι, όμως ελπίζω μια μέρα να καταλάβω” τη φράση μου ακολούθησε το κατέβασμα του κεφαλιού του και η αναπάντεχη σίγαση των ερωτήσεων του. Χρόνια πολλά πέρασαν μέχρι ο πατέρας μου να επαναφέρει εκείνη την ερώτηση στις συζητήσεις μας. Εγώ ήλπιζα να την ακούσω σύντομα από τα χείλη του γιατί ήξερα πως μέσα από εκείνες τις απαντήσεις πια με έκρινε σαν άνθρωπο, με περνούσε από ένα μεταλλικό κόσκινο σαν ξεχασμένο αλεύρι που ήθελε να χρησιμοποιήσει για να φτιάξει φρέσκο ψωμί.

Δεν ήθελα να τον απογοητεύσω, να φανώ ανάξιος της ανατροφής που με μόχθο και ιδρώτα μου έδωσε. Δεν με ένοιαζε αν ποτέ καταλάβαινα πραγματικά το νόημα εκείνης της φλέγουσας ερώτησης που ταλάνιζε το μυαλό μου και έδενε την παρουσία του πατέρα μου ισχυρά με την καρδιά μου. Το μόνο που με ένοιαζε ήταν να βρω εκείνη την απάντηση που εκείνος έψαχνε μέσα στα λόγια μου, όχι ως παπαγαλία των δικών του πεποιθήσεων και πιστεύω, αλλά ως ένδειξη πως είχε δώσει στο παιδί του όσα μπόρεσε και τίποτα παραπάνω.

Μεγάλωνα εγώ, μεγάλωνε και ο πατέρας μου μα δεν τολμούσα να αναφέρω εγώ το ερώτημα εκείνο που περίμενα αγωνιωδώς να μου θέσει όλα αυτά τα χρόνια. Οι συζητήσεις μας περιορίστηκαν στα δεδομένα της καθημερινότητας και έχασαν την αιώνια χροιά τους, αυτή τη γεύση που μου άφηναν όταν ξεκινούσαν με εκείνη τη φράση. Παντρεύτηκα, έκανα δύο υγιέστατα κοριτσάκια και μαζί με την γυναίκα μου παρατηρούσαμε και συμμετείχαμε στην ανατροφή τους με υπομονή και αφοσίωση.

Πέτρινη Ανθρωπιά: Ένα διήγημα για τις "αθόρυβες" θυσίες

Ίσως ο πατέρας μου να μην ήθελε να διακόψει με οποιονδήποτε τρόπο την ανατροφή των παιδιών μου και έτσι περιοριζόταν μονάχα σε πράγματα απτά και καθημερινά, δεν σκάλιζε ενδότερα στο συνειδητό μου. Μα η ανάγκη μου να τον ρωτήσω ο ίδιος μεγάλωνε κάθε φορά που βρισκόταν απέναντι μου, σαν να ήμουν μια λακκούβα στο πιο στενό δρομάκι μια βροχερή μέρα. Μια λακκούβα που γέμιζε νερό και ήταν έτοιμη να ξεχειλίσει από την αναμονή. Κρατώντας αυτή την επιθυμία μου κρυφή φοβούμενος μήπως τον στενοχωρήσω αν τυχόν έπαιρνα την πρωτοβουλία να αρχίσω πρώτος εγώ το δικό του δυστοπικό παιχνίδι, σώπαινα και περίμενα.

Μέχρι που τα παιδιά μου μεγάλωσαν και το σπιτικό μου άδειασε από τις φωνές, τα τρεχαλητά και τη ζωντάνια τους. Ένα απόγευμα εγώ και η γυναίκα μου πήγαμε να επισκεφτούμε τους γονείς μου. Ο πατέρας μου τα τελευταία δύο χρόνια ήταν καθηλωμένος στο κρεβάτι και ζούσε μακριά από την ενεργητικότητα που τον χαρακτήριζε και τον ευχαριστούσε ως νεαρό.

Μόλις φτάσαμε στο πατρικό μου η γυναίκα μου προσφέρθηκε να βοηθήσει τη μητέρα μου με τους καφέδες, ενώ εγώ κατευθύνθηκα στο υπνοδωμάτιο των γονιών μου. Ο πατέρας μου με μια αρμονία, σαν άλλοτε, ακουμπούσε σε τρία μαξιλάρια και διάβαζε ξαπλωμένος την εφημερίδα του. Ξαφνικά θυμήθηκα εκείνο το κυριακάτικο μεσημέρι και η ελπίδα ιχνηθετήθηκε μέσα μου σαν φωσφορίζουσα ουσία. Μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία μου με προσκάλεσε να κάτσω στο πλευρό του, χάιδεψε τον ώμο μου και μου είπε σιγανά:

Πέτρινη Ανθρωπιά: Ένα διήγημα για τις "αθόρυβες" θυσίες

“Γιε μου τα χρόνια πέρασαν μα δε ξέχασα..Περίμενα τη στιγμή που μέσα σου όλα θα ήταν ήρεμα, μεστωμένα αλλά και ευέλικτα σαν ακριβό μέλι. Παιδί μου απάντησε μου τώρα. Θες να πετάξεις;” έσφιξε τον καρπό μου σαν μου μαρτυρούσε το πιο κρυφό του μυστικό.

Εγώ παρόλα τα χρόνια που ανέμενα την ερώτηση εκείνη, παρόλες τις απαντήσεις που είχα στήσει έντεχνα μέσα στο κεφάλι μου καλύπτοντας όλα τα πιθανά σενάρια και εκδοχές έκβασης ετούτης της συζήτησης, στάθηκα μια στιγμή ακίνητος σαν στήλη άλατος και κοίταξα στωικά τον πατέρα μου.

“Πατέρα επιθυμώ να πετάξω μα μονάχα αν έχω στο πλευρό μου έναν άξιο και έμπιστο συνοδοιπόρο. Η ζωή στην μοναξιά θα έφερνε ένα γρήγορο και απότομο τέλος στην πτήση μου, θα έριχνε το ηθικό μου, θα με άφηνε στο έλεος της ματαιοδοξίας μου”.

“Μπορεί ο συνοδοιπόρος σου να σε πάει μέχρι τα όρια του κόσμου;”

“Μπορεί να με πάει πατέρα, τον εμπιστεύομαι με τη ζωή μου”.

“Ποια είναι τέλος πάντων αυτά τα όρια του κόσμου;” ρώτησε ξαφνικά και η απορία του ήταν αυθόρμητη, πηγαία.

“Για μένα πατέρα τα όρια του κόσμου είναι τα όρια του εαυτού μου. Αν λοιπόν ο συνοδοιπόρος μου με φτάσει ως εκεί και με γυρίσει σώο πίσω μπορώ να ελπίζω στην επιτυχία της πτήσης μου”.

Ένα ελαφρύ μειδίαμα ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του πατέρα μου.

“Είσαι ικανός συνειδητά να αφεθείς εξ ολοκλήρου στα χέρια ενός άλλου ανθρώπου;”

“Όχι πατέρα δεν είμαι ούτε στο ελάχιστο ικανός με τη συνείδηση μου να αφεθώ, όμως ποντάρω στην επιμονή του άλλου ατόμου που έχω στο πλάι μου. Ελπίζω ασυνείδητα να με κάνει να δοθώ, με τέτοιο τρόπο που ούτε εγώ να το αντιληφθώ”.

“Πες μου τώρα γιε μου πιστεύεις στα φτερά σου;”

“Όχι πατέρα, δεν πιστεύω…”

“Γιατί;”

“Γιατί δεν υπάρχουν φτερά πάνω στη δικιά μου ράχη, παρά σε αυτή του συνοδοιπόρου μου. Αυτός με ανεβάζει ψηλά όταν επιθυμώ να δω τον κόσμο”.

“Φοβάσαι την προδοσία του;”

“Φοβάμαι…”

“Ακόμα;”

“Πάντα θα φοβάμαι…”

“Ο φόβος είναι ύπουλος σύμβουλος. Σου ψιθυρίζει την κάθε ατέλεια της σκέψης σου”.

“Ο φόβος μου πατέρα δεν είναι για τον σύντροφο της πτήσης μου, αλλά για μένα. Φοβάμαι πως η αξία μου φθίνει, η αρετή μου εξαντλείται και ο συνοδοιπόρος μου θα σταματήσει κάποτε να με εξωθεί στα όρια, να μου δείχνει τον κόσμο, την αγάπη του.” Ο τόνος της φωνής μου ήταν παρ’ όλη την εξομολόγηση μου έντονος.

“Ησύχασε γιε μου..Θα σε ακούσουν!” τελείωσε τη συζήτηση μας απότομα εκείνος.

Δεν ήταν πολλά χρόνια μετά, όταν είχα πάει να τον επισκεφτώ, καθώς η κατάσταση του είχε χειροτερέψει τους τελευταίους μήνες και με δυσκολία άφηνε το κρεβάτι του. Το πρόσωπο του έφερνε περισσότερο σε κέρινο ομοίωμα, παρά σε ανθρώπινη μορφή, το σώμα του είχε ρουφηχτεί προς τα μέσα, σαν μια αθέατη δύναμη να ασκούνταν αντίρροπα από αυτή της εκπνοής του, τα άκρα του αδύναμα και αδυνατισμένα στέκονταν ακούνητα στον κορμό του σαν ξύλινες εξαρτήσεις μιας καλοφτιαγμένης μαριονέτας.

Ο φωτισμός στο δωμάτιο ήταν χαμηλός, σχεδόν μυστηριακός, αφού το έντονο φως τον ενοχλούσε και του δημιουργούσε πονοκέφαλο. Εκείνος σκεπασμένος μέχρι τη μέση και μισοκαθισμένος στα μαξιλάρια του με περίμενε με την ανυπομονησία μικρού παιδιού και την αταραξία του συνειδητοποιημένου ενήλικα. Κάθισα στο πλάι του όπως πάντα και έσπευσε να μου πιάσει συζήτηση. Η όρεξη του για συνομιλία αντιπαρατέθηκε σθεναρά με την ασθένεια του και την κατατρόπωσε πανηγυρικά.

“Πώς είσαι παιδί μου;”με ρώτησε σε εύθυμο τόνο σαν νεαρός πάνω στην ακμή της νεότητας του.

“Με προβληματίζουν πολλά πατέρα. Και δεν με πειράζει το γεγονός ότι συναντώ έγνοιες στη ζωή μου, αλλά ότι κάθε μέρα μία ακόμα εμφανίζεται μπροστά στα μάτια μου χωρίς να έχω προλάβει να επιλύσω την προηγούμενη. Έχω χάσει τον λογαριασμό” του απάντησα μηχανικά, κοιτώντας το πάτωμα.

“Η ζωή δεν είναι τεφτέρι για να κρατάς λογαριασμό. Δεν μετριέται με το πόσα προβλήματα ευκαίρησες να λύσεις, πόσες οκάδες αγαθά πρόλαβες να αποθηκεύσεις, πόσα χρήματα βαραίνουν την τσέπη σου. Η ζωή είναι αέρινο πανωφόρι που σε ζώνει άλλοτε ασφυκτικά και νιώθεις πως ήρθε το τέλος σου και άλλοτε σαν παλιά ζώνη που χαλάρωσε σε περιτριγυρίζει και αισθάνεσαι πως η παρουσία σου είναι χαμένη ανάμεσα στο τίποτα και στα πάντα. Γιε μου καταλαβαίνεις τώρα; Τι αποζητώ από σένα;”

Πέτρινη Ανθρωπιά: Ένα διήγημα για τις "αθόρυβες" θυσίες

“Προσπαθώ χρόνια τώρα πατέρα να ερμηνεύσω τα λόγια σου. Μα όσο περνά ο καιρός ο λόγος σου γίνεται δαιδαλώδης σαν λαβύρινθος και η ουσία κρύβεται όλο και πιο υποδόρια σαν ξύλινο θραύσμα καλαμιάς. Πριν να είναι ακόμα αργά και για τους δυο μας σου ζητώ να παύσεις να προκαλείς τη νόηση μου, γιατί είναι προφανές πως υπολείπεται της δικιάς σου, και να μου αποκαλύψεις τη δικιά σου απάντηση σε τούτη την ερώτηση. Θέλεις να πετάξεις;” η τελευταία πρόταση αρθρώθηκε με περισσή δυσκολία από μέρους μου και ένιωσα λες και η έκφραση της ξόδεψε όλη μου την ενέργεια, με άφησε εξουθενωμένο, ένα άδειο δοχείο που περίμενε την απάντηση για να το γεμίσει.

Ο πατέρας μου με κοίταξε με βλέμμα υγραμένο, η όρεξη διαγράφτηκε ακαριαία από το πρόσωπο του και αντικαταστάθηκε από μια πρωτόγνωρη για μένα έξαψη λες και μια ενδότερη δύναμη τον έσπρωχνε να απαντήσει αμέσως στην ερώτηση μου.

“Έχω σε κάθε ώμο μου από ένα σκουριασμένο βαρίδι που κρατάει στο έδαφος κάθε επιθυμία μου να πετάξω μακριά”.

“Δεν μπορεί κάποιος να σε αλαφρώσει από το βάρος αυτό που σε κρατάει πίσω;”

“Όχι γιε μου γιατί αυτό το βάρος τοποθετήθηκε εκεί πολύ νωρίτερα από κάθε άνθρωπο που βρίσκεται τώρα στη ζωή μου. Χρειάζεται να ζω με αυτό, να υπομένω τα σημάδια του πάνω στο δέρμα μου, τον πόνο στο λογικό και την αλόγιστη απώλεια που επέφερε”.

“Για αυτό λοιπόν πατέρα θες εγώ να πετάξω; Γιατί εσύ δεν πέταξες ποτέ…”

“Θέλω να πετάξεις γιε μου γιατί εγώ δεν προσπάθησα ποτέ”.

“Είμαι λίγο μεγάλος για αυτά δεν βρίσκεις;”του απάντησα χαριτολογώντας.

“Εγώ κοντεύω στα ογδόντα και ακόμα αποζητώ να προσπαθήσω, μα τα βαρίδια με κρατούν δεσμευμένο κάτω στο χώμα, μου χαράσσουν το δέρμα ανελέητα φωνάζοντας μου την ανημποριά μου”.

“Πώς βρέθηκαν εκεί αυτά τα βάρη;”

Πέτρινη Ανθρωπιά: Ένα διήγημα για τις "αθόρυβες" θυσίες

“Μην ρωτάς πως βρέθηκαν εκεί, ρώτα καλύτερα ποιος τα τοποθέτησε εκεί”.

“Ποια η διαφορά όταν το αποτέλεσμα είναι ίδιο;”

“Μεγάλη σαν αχανές φαράγγι η διαφορά γιε μου, όταν αυτός που έβαλε το πρώτο βάρος πάνω μου ήταν ο προστάτης μου, ήταν ο ίδιος μου ο πατέρας”.

Εγώ σάστισα. Ο πατέρας μου δεν μου είχε μιλήσει ποτέ για τον παππού μου και όταν μικρότερος έμπαινα στον πειρασμό να τον ρωτήσω υπέκφευγε της αναλυτικής απάντησης με κοφτές προτάσεις που μιλούσαν για τον πρόωρο θάνατο του παππού στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, αναφερόμενος σε αυτόν όχι σαν μεσοπολέμιο ήρωα αλλά σαν ένα θύμα της ανθρώπινης έπαρσης και βιαιότητας. Μα δεν ήταν αυτό που παραξένευε τον ακροατή και πόσο μάλλον εμένα ως εγγονό του, αλλά η βιάση του πατέρα μου να τελέψει τη συζήτηση, να αποτινάξει την αύρα του πατέρα του από πάνω του όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Όταν το εντόπισα αυτό, έπαψα να τον ρωτάω για τον παππού. Μόλις, λοιπόν, αναφέρθηκε εκείνος στη συζήτηση, σώπασα αμέσως και ρούφηξα αχόρταγα κάθε λεπτομέρεια του λόγου του.

“Ο πατέρας μου δεν πέθανε στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, πολέμησε μεν αλλά ο Θάνατος αρνήθηκε να τον θερίσει και τον άφησε να γυρίσει πίσω σε μας. Παρόλη τη φτώχεια και τη στέρηση που βιώναμε εκείνα τα χρόνια ένα πράγμα ήταν πάνω από όλα, η αξιοπρέπεια της οικογένειας μας. Και όσο ανένδοτος ήταν σχετικά με αυτή ο πατέρας μου πριν τον πόλεμο, τόσο στυγνός και άκαμπτος έγινε κατά τον γυρισμό του.

Έτσι δεν παραξενεύτηκα καθόλου όταν στα δεκατρία μου με έκοψε από το σχολείο και επικαλέστηκε την οικογενειακή αξιοπρέπεια για να με στείλει να δουλέψω στην οικοδομή. Αργότερα δεν έφερα αντίρρηση όταν μου απαγόρευσε να διαβάζω λογοτεχνία και μου αράδιαζε τις εφημερίδες και τα πορνοπεριοδικά πάνω στο τραπέζι, γιατί έτσι έπρεπε να φέρεται ένας άντρας. Πιο μετά έδειξα υπομονή στον θυμό του για το λιγοστό μας εισόδημα, που ξεσπούσε πάνω μου σαν κύμα από χαστούκια και στάμπαρε το κορμί μου με μελανιές, επειδή ήταν ο στυλοβάτης του σπιτιού και εκείνος ήταν ο κύριος εντολέας. Κατά τα άλλα, μου μιλούσε για το χρέος του αρσενικού, το υψηλό ήθος που αποκόμισε ως δεκανέας στον πόλεμο, την ασημαντότητα των υλικών μπροστά στο πνεύμα και τον παροξυσμό της βίας μπροστά στη γαλήνη της αρετής.

 

Μα φταίω εγώ που πήρα την ιεραρχία πολύ στα σοβαρά και άργησα να αμφισβητήσω τα λόγια του, άργησα πάρα πολύ παιδί μου, γιατί ο πατέρας μου αποδείχθηκε πως έπλασε την ανθρωπιά του πάνω στην πέτρινη καρδιά του. Ήταν ο τέταρτος χρόνος που δούλευα στις οικοδομές αλλά δεν ζούσα τη ζωή μου με βάση το “συναξάρι” του πατέρα μου. Από τα λεφτά που έβγαζα του έδινα το ένα τρίτο, τα υπόλοιπα τα έδινα στη μητέρα μου και την παρακαλούσα να μην του αναφέρει κουβέντα, καθώς είχε φτάσει στα αυτιά μου πως τα περισσότερα τα έπαιζε στον ιππόδρομο και τα υπόλοιπα τα σπαταλούσε στο ποτό και τις γυναίκες.

Δυο απογεύματα την εβδομάδα μίσθωνα έναν καθηγητή Γυμνασίου να μου διδάξει τα βασικά γύρω από τη γλώσσα, την έκφραση και τη λογοτεχνία στο σπίτι του φυσικά για να μην πάρει χαμπάρι ο πατέρας μου. Μέχρι που μια μέρα γιε μου, ένας γείτονας ανέφερε στον πατέρα μου πως ο γιος του επισκέπτεται τον λόγιο της γειτονιάς και σπαταλά μαζί του τρεις ολόκληρες ώρες, δύο φορές την εβδομάδα. Φουρκισμένος και φανερά μεθυσμένος ο πατέρας μου έσπευσε στο σπίτι όπου βρήκε τη μητέρα μου να πληρώνει τη ράφτρα για μια μικρή επιδιόρθωση που είχε ζητήσει σε ένα της φόρεμα. Ο θυμός του τότε θέριεψε, έδιωξε κακήν κακώς τη ράφτρα από το σπίτι και άρχισε την ανάκριση στη μητέρα για το που βρήκε τα λεφτά. Η μητέρα μου αρνιόταν να του πει την αλήθεια με αποτέλεσμα να μασάει τα λόγια της. Κάπου εκεί τους βρήκα εγώ γυρίζοντας από το μεροκάματο στην οικοδομή, όταν αγνοώντας το πταίσμα της μητέρας απευθύνθηκε σε μένα, κατευθύνοντας όλο το μένος του πάνω μου.

“Θέλεις να πετάξεις ε; Να γεμίσεις το κεφάλι σου και να αδειάσεις τις δικιές μας τσέπες! Μου τα πρόφτασαν ότι σε δασκαλεύουν εδώ και καιρό.”μου είπε ενώ τα μάτια του ματώνονταν, τόσο από την ένταση όσο και από το μεθύσι.

“Όχι πατέρα. Θέλω απλά να βοηθήσω.” τόλμησα να ψιθυρίσω εγώ.

“Βούλωσε το. Το ξέρω πως θες να φύγεις. Νομίζεις πως εγώ αν μπορούσα δεν θα έφευγα; Δεν θα σε παρατούσα και σένα και αυτή εδώ τη βρωμιάρα;” γύρισε προς την μητέρα μου και έφτυσε στο πάτωμα.

Αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για μένα.

“Φύγε. Άλλωστε η οικογένεια από εμένα συντηρείται πια.”του απάντησα με επιτακτικό θράσος.

“Βρε ρεμάλι!” ρίχτηκε καταπάνω μου για να μου σερβίρει ακόμα ένα χαστούκι.Πέτρινη Ανθρωπιά: Ένα διήγημα για τις "αθόρυβες" θυσίες

Τότε ήταν που η μητέρα μου μπήκε στη μέση για να με προστατεύσει από εκείνον και δέχτηκε όλη του τη δύναμη. Το πρόσωπο της στράφηκε με το άγγιγμα του προς τα δεξιά και πέφτοντας ο σβέρκος της συνάντησε τη γωνία του τραπεζιού. Το μόνο που θυμάμαι είναι μια στιγμή σιωπής και ακινησίας και έπειτα τη μητέρα μου κατάκοιτη, κρύα και ανέκφραστη. Δεν έκλαψα, ούτε δάκρυ δεν εμφανίστηκε στα τσίνορα μου. Όλοι οι μύες του προσώπου μου ήταν τσιτωμένοι από το νεύρο και την αναπάντεχη δυστυχία. Γύρισα στον πατέρα μου. Με κοιτούσε εμβρόντητος.

“Φύγε…”ψέλλισα πίσω από τα σφιγμένα δόντια μου και εκείνος έτρεξε προς την πόρτα.

Τώρα καταλαβαίνεις γιατί ποτέ δεν θα μπορέσω να πετάξω;”

“Τώρα καταλαβαίνω γιατί μου είπες ότι ο παππούς πέθανε στον πόλεμο”.

“Για τον ίδιο λόγο άφησα όλες μου τις προσδοκίες από τη ζωή, εγκατέλειψα κάθε προσωπική απολαβή και τα χάρισα όλα στη γυναίκα και τα παιδιά μου. Γιατί ήθελα να είμαι ότι δεν ήταν εκείνος, να γίνω όσα εκείνος ισχυριζόταν πως έγινε, αλλά ποτέ δεν άγγιξε” τα μάτια του υγράνθηκαν ξανά.

“Ησύχασε πατέρα, θα σε ακούσουν” τελείωσα τη συζήτηση μας απότομα εγώ.

Παρόλο που έχουν περάσει χρόνια και ο πατέρας μου έχει φύγει από τη ζωή, ακόμα μνημονεύω τις συζητήσεις εκείνες που ξεκινούσαν με την καίρια ερώτηση “Θέλεις να πετάξεις;”

Προσπαθώ ακόμα να καταλάβω γιατί ο πατέρας μου ήθελε τόσο πολύ να γίνω εγώ όσα δεν έγινε αυτός, όταν όλα όσα τον χαρακτήριζαν ήταν για μένα αξιοθαύμαστα. Βέβαια με τον ίδιο τρόπο ήταν και για αυτόν αξιοσέβαστος ο πατέρας του και ίσως φοβόταν πως εγώ ποτέ δεν τον αμφισβήτησα. Κατέληξα τελικά πως ο παππούς μου χάραξε την ανθρωπιά πάνω στην πέτρινη καρδιά του. Η καρδιά αυτή ράγισε όταν σκότωσε τη γυναίκα του μπροστά στον γιο του. Έπειτα εκείνος έγινε ο κουβαλητής της ανθρωπιάς που κρυβόταν πίσω από δύο αιώνια βάρη που τον εμπόδιζαν να πετάξει. Μα δεν γνώριζε πως είχε δώσει φτερά αλλού και αυτό ήταν που είχε ύψιστη σημασία. Εκείνος έφτασε στα όρια του κόσμου άπειρες φορές χωρίς να το γνωρίζει, αφού δάμασε τον εαυτό του και χαλιναγώγησε τη θλίψη.

Σχόλια