Η πολυτάραχη ζωή μιας εμβληματικής μελαγχολικής ποιήτριας. Ο λόγος για τη Μαρία Πολυδούρη.
Τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 2018 συμπληρώθηκαν 88 χρόνια από τη νύχτα εκείνη που σε έναν θάλαμο της κλινικής Καραμάνη, γράφτηκε η τελευταία σελίδα στη σύντομη, αλλά θυελλώδη ζωή της 28χρονης Μαρίας Πολυδούρη. Της ποιήτριας που αγαπούσε ανυπόφορα τη ζωή και ερωτεύτηκε ανεπιφύλακτα τον θάνατο.
Η Πολυδούρη γεννήθηκε την 1η Απριλίου του 1902 στην Καλαμάτα και μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον που ευνοούσε την πνευματική της καλλιέργεια και την ανάπτυξη των δημιουργικών της δυνατοτήτων.
Η μποέμικη ζωή της ήταν γεμάτη εντάσεις, φιλίες, έρωτες και συγκινήσεις. Η δραματικότητα του έρωτα ήταν το δυναμωτικό της έμπνευσής της. Ο πόνος του θανάτου ήταν το πέπλο που σκέπαζε τα ποιήματά της. Όπως η ίδια, έφηβη ακόμη, έλεγε στη μητέρα της: «για να γίνει το τραγούδι, οι ήρωες πρέπει να πεθάνουνε».
Ένα πλάσμα ανεξήγητο, αντιφατικό, μελαγχολικό και ταυτόχρονα επαναστατικό, αντισυμβατικό και γεμάτο ενθουσιασμό. Ένα κορίτσι απρόβλεπτο που επικύρωνε τις επιλογές του με απεργίες πείνας κι ακατανόητο, ακόμη και για το ίδιο του το περιβάλλον.
Όπως διαβάζουμε στο ημερολόγιό της, κρυμμένη πίσω από τον ενθουσιασμό του 19χρονου εαυτού της και τη λαχτάρα του να ζήσει, να ρουφήξει συναισθήματα και εμπειρίες, βρισκόταν μια χήρα ψυχή που ζούσε με τον πόνο, η ίσως ζούσε γι’αυτόν:
«20 Φεβρουαρίου 1921
Νάμαι και στο Πανεπιστήμιο στην αίθουσα της Νομικής. Με μια ζωηρή συγκίνηση ανέβαινα ένα ένα τα ιερά σκαλιά του. Δεν είχα πλέον την καταραμένη δειλία, μια υπερηφάνεια όγκωνε την ψυχή μου και ανύψωνε το πνεύμα μου. Την υποδοχή που μου έκαναν οι συμφοιτηταί μου θα την θυμούμαι πάντα. Χειροκροτήματα συνεχή (είνε
η συνήθεια των στην κάθε καινούργια εμφάνιση). Κάποιος με ρώτησε κρυφά αν είμαι χήρα σαν φορούσα μαύρα βαριά. Εγέλασα. Αλήθεια ήταν! αν μάντεψε την ψυχή μου, καλά την ονόμασε χήρα…»
Η καλλιτεχνική αναζήτηση κυλούσε στη αίμα της και δεν περιορίστηκε στην ενασχόλησή της με την ποίηση και τη γραπτή έκφραση. Καθοδηγούμενη από την αμετάκλητη επιθυμία της να ανακαλύψει τον βαθύτερο κόσμο της ψυχής της, ασχολήθηκε και με το θέατρο.
Δεν ήταν του «όλα ή τίποτα». Ήταν η ίδια το «όλα» και το «τίποτα», αδιαχώριστα στην ίδια στιγμή του χρόνου.
Ο πιο τραγικός ίσως σταθμός στην πορεία της Πολυδούρη, η γνωριμία και ο έρωτας με τον Καρυωτάκη το 1922, δεν άλλαξε την προσωπικότητά της αλλά την αποκορύφωσε, όπως απογείωσε και την ποιητική και δημιουργική της έμπνευση. Έγινε το κλειδί που άνοιξε την πόρτα ώστε να πετάξουν ελεύθερα τα πιο βαθιά της συναισθήματα και να χορέψουν στον ρυθμό των τραγουδιών της.
Αυτός ο έρωτας ήταν άλλωστε ο άξονας που σαν μαγνήτης τη δέσμευε να κινείται γύρω του για όλη της τη ζωή χωρίς να μπορεί να ξεφύγει από την επιρροή του.
Διαβάζουμε σε ένα μικρό απόσπασμα από το ημερολόγιό της:
«Δευτέρα 15 Ιουνίου 1925
Τρία χρόνια ύστερα..
Το ίδιο ερώτημα σβήνει στα μάτια μας όταν τυχαία συναντηθούμε στο δρόμο…
Μ’ αντιπερνάμε χωρίς καμιά δύναμη να πάρουμε το δρόμο που αφήσαμε πίσω μας…
Γυρνώ μονάχα και τον κοιτάζω πάντα το δρόμο που αφήσαμε. Είναι μακρύς, σκοτεινός, γεμάτος δυσκολίες και φρίκη… είναι τόσο μακρύς, τόσο δύσκολος… κι’ όμως – θεέ συγχώρεσε με – θα τον έπαιρνα με την καρδιά γεμάτη δάκρυα και μεταμέλεια…
Με την καρδιά δεμένη με τα σίδερα της αμαρτίας θα ξεκινούσα να σε βρω…»
Το 1977, η τολμηρή και αντιδραστική «Εκάτη της Λογοτεχνίας», Λιλή Ζωγράφου εκδίδει το βιβλίο «Καρυωτάκης, Πολυδούρη και η Αρχή της Αμφισβήτησης».
Η ίδια παραδέχεται στους προλόγους του βιβλίου της ότι δεχόταν θύελλα διαμαρτυριών κάθε φορά που καταπιανόταν με τον Καρυωτάκη και την Πολυδούρη φέρνοντας στην επιφάνεια μέσα από τη δική της εύστοχη ανάλυση γνωστές και άγνωστες πλευρές της ζωής και της σχέσης τους.
Τι αμφισβητούσαν ο Καρυωτάκης και η Πολυδούρη; Την ψευδοηθική της εποχής τους; Τον κόσμο ολάκερο; Ίσως και τους εαυτούς τους, που παρά την αντιδραστικότητα η οποία έβραζε μέσα τους, δεν κατάφεραν να ξεφύγουν από το κατεστημένο της εποχής τους που μοναδικό του μέλημα ήταν, σύμφωνα με τη συγγραφέα, να «κατασκευάζει ηττημένους ανθρώπους»;
Η Μαρία Πολυδούρη έζησε σε μια εποχή που δεν χόρταινε να πλάθει καταραμένους ποιητές. Ανήκε η ίδια σε μια γενιά, όχι μόνο ποιητών, αλλά ανθρώπων εν γένει, που βασανισμένοι και ανικανοποίητοι γίνονταν μάρτυρες παγκόσμιων εξελίξεων και συγκρούσεων σε επίπεδο υλικό, πνευματικό και ηθικό μεταξύ του καινούριου και του παλιού, το ξεπερασμένου.
Ποιητές που ασφυκτιούσαν μέσα στα πνιγηρά όρια μιας επιφυλακτικής και φοβισμένης κοινωνίας η οποία τους έκοβε τα φτερά και δεν τους επέτρεπε να ελευθερώσουν το πνεύμα και το μεγαλείο τους. Η απογοήτευση και η αγανάκτηση που συσσωρεύονταν μέσα τους φούντωναν την έμπνευση που κυρίευε την ψυχή τους και την αυτοκαταστροφή που κυρίευε το μυαλό τους.
Νικητές ή νικημένοι, οι ποιητές εκείνης της εποχής σίγουρα δεν ήταν αδιάφοροι, ρηχοί, ούτε συμβιβασμένοι.
Η ίδια πρόλαβε να εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές («Οι τρίλλιες που σβήνουν» το 1928 και «Ηχώ στο χάος» το 1929).
Τα ποιήματα της Πολυδούρη είναι ειλικρινή, προσωπικά, εξομολογητικά. Το χάρισμά της ήταν να αποκαλύπτει τη γυμνή αλήθεια της ψυχής της. Όμορφα, συναισθηματικά, ποιητικά. Μα και με ειλικρίνεια, ολότελα εγωιστική. Ο ρομαντισμός της δεν ήταν επιπόλαιος, ούτε επιφανειακός. Ήταν ρομαντισμός με την έννοια του πηγαίου συναισθήματος που κάνει την ψυχή να σκιρτά και πλημμυρίζει ολόκληρη την υπόσταση του ανθρώπου, χωρίς να του αφήνει άλλη επιλογή από το να αφεθεί σε αυτό.
Η Πολυδούρη δεν νίκησε (όπως ούτε κανείς άλλος) τον θάνατο. Κατάφερε όμως με έναν δικό της, μάλλον οξύμωρο τρόπο να τον απαξιώσει και ως άνθρωπος και ως ποιήτρια. Τον απαξίωνε όταν στεκόταν ευθέως απέναντί του και τον υμνούσε στα ποιήματά της. Τον απαξίωνε τα βράδια που στα κρυφά το έσκαγε από το νοσοκομείο για να κολυμπήσει στη θάλασσα. Τον απαξίωσε κι όταν του στέρησε το μεγαλύτερο όπλο του, τον αιφνιδιασμό. Δεν του επέτρεψε να την πιάσει απροετοίμαστη, ούτε να την κάνει να υποφέρει.
Τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930, ενώ νοσηλευόταν με πρωτοβουλία φίλων της στην κλινική Καραμάνη σε άσχημη κατάσταση λόγω της φυματίωσης που την είχε προσβάλει όταν ακόμη ζούσε στο Παρίσι, με τη βοήθεια ενός καλού της φίλου, πλατωνικά ερωτευμένου μαζί της, η οπιοειδής μορφίνη κύλησε στις φλέβες της. Φαρμάκωσε το αίμα της και το βασανισμένο από τη φυματίωση κορμί της. Μια σύντομη μεταμέλεια για τον εγωισμό της ακολούθησε κι ύστερα σιωπηλά, για τελευταία φορά και με το χέρι της μέσα στο χέρι του φίλου της, έκλεισε τα εκφραστικά, μεγάλα μάτια της που δεν θα ξαναέβλεπαν τον Απρίλη.
Η Ζωγράφου έγραφε με σιγουριά πως οι άνδρες που πέρασαν από τη ζωή της Πολυδούρη μαγεύονταν από την ύπαρξή της. Τους ασκούσε μια έλξη ανεπανάληπτη, απόκοσμη που ήταν αρκετή για να ανασύρει τα πιο ισχυρά κι ανομολόγητα ένστικτα, τόσο από πλευράς όσων την αγαπούσαν και τη θαύμαζαν, αλλά όσο κι από εκείνους (άνδρες και γυναίκες) που λόγω φθόνου για την απελευθερωμένη από ψευδοσυντηρητισμούς προσωπικότητά της, την φοβούνταν.
Το ίδιο συνέβη και με τον θάνατο. Αφοπλισμένος από το θάρρος της να τον κοιτά πάντοτε κατάματα, δεν την πλησίασε ο ίδιος. Εκείνη γενναία και άτρομη όπως πάντα, τον κάλεσε κοντά της. Εκείνη όρισε το πότε θα του δοθεί, πιστή στην επιθυμία της να πεθάνει μια αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη. Κι ο θάνατος, ανίκανος να της αντισταθεί, έγινε ο ύπνος που άγγιξε την αδύναμη και εύθραυστη, σαν οπτασία, παρουσία της κι ο τελευταίος σύντροφος που αγκάλιασε το κορμί της.
Σαν πεθάνω
Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη,
όταν αντικρύ θανοίγη μέσ’ στη γάστρα μου δειλά
ένα ρόδο – μια ζωούλα. Και θα μου κλειστούν τα χείλη
και θα μου κλειστούν τα μάτια μοναχά τους σιωπηλά.
Θα πεθάνω μιαν αυγούλα θλιβερή σαν την ζωή μου,
που η δροσιά της, κόμποι δάκρι θα κυλάη πονετικό
στο άγιο χώμα που με ρόδα θα στολίζη τη γιορτή μου,
στο άγιο χώμα που θα μου είνε κρεβατάκι νεκρικό.
Όσα αγάπησα στα χρόνια της ζωής μου θα σκορπίσουν
και θαφανιστούν μακριά μου, σύννεφα καλοκαιριού.
Όσα μ’ αγάπησαν μόνο θάρθουν να με χαιρετίσουν
και χλωμά θα με φιλάνε σαν αχτίδες φεγγαριού.
Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη.
Η στερνή πνοή μου θάρθη να στο πη και τότε πια,
όση σου απομένει αγάπη, θάναι σα θαμπό καντύλι
– φτωχή θύμηση στου τάφου μου την απολησμονιά.