Με αφορμή την πολυσυζητημένη ταινία “Καζαντζάκης” και τον πόλεμο που ξεκίνησε ανάμεσα στο σκηνοθέτη Γιάννη Σμαραγδή και τους κριτικούς, εγκαινιάζουμε τη νέα μας στήλη. Τι πήγε, λοιπόν, στραβά στην ταινία;
Υπόθεση: Με βασικό άξονα την αυτοβιογραφική “Αναφορά στο Γκρέκο”, ο Νίκος Καζαντζάκης διαβάζει το ημιτελές έργο του στη σύζυγο του Ελένη, αναπολώντας την πολυτάραχη ζωή του, από τα παιδικά χρόνια στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη μέχρι τις μυστικιστικές του αναζητήσεις στην έρημο Σινά και τη γνωριμία του με τον περιβόητο Ζορμπά.
Κριτική: Ο Γιάννης Σμαραγδής ακολουθώντας τη συνήθη σκηνοθετική του πρακτική, μετά τον επιτυχημένο El Greco, σχεδιάζει με αγιογραφικές γραμμές τη βιογραφία του κορυφαίου Έλληνα πεζογράφου Νίκου Καζαντζάκη.
Η επιλογή της αγιογραφίας σαφώς δεν είναι κατακριτέα εφόσον αποτελεί σκηνοθετική άποψη, το πρόβλημα ωστόσο έγκειται στην αλλοίωση κάποιων σημαντικών γεγονότων και στην αποσιώπηση προσώπων και καταστάσεων που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή μιας τόσο αμφιλεγόμενης προσωπικότητας.
Η ταινία ξεδιπλώνεται σε όλη τη διάρκεια της ζωής του συγγραφέα περιγραφικά και επιφανειακά με άτσαλες μεταβάσεις και επαναλαμβανόμενα μοτίβα που προς το τέλος βαραίνουν άσκοπα την αφήγηση. Τα αφηγηματικά κενά είναι εμφανή με αισθητή την απουσία του πρώτου γάμου του Καζαντζάκη με τη Γαλάτεια Αλεξίου. Προφανώς δεν μπορούν να χωρέσουν όλα τα γεγονότα σε μια ταινία, ωστόσο είτε επιλέγεις να εστιάσεις σε μια συγκεκριμένη περίοδο ή σχέση (κατά τη γνώμη μου το πιο υγιές κινηματογραφικά) είτε φροντίζεις να μην παραλείψεις έστω τις πιο σημαντικές πτυχές.
Ένα από τα θετικά στοιχεία του “Καζαντζάκη” είναι η προσεγμένη φωτογραφία καθώς και τα καθαρά, όμορφα καδραρισμένα πλάνα, που αναδεικνύουν το ελληνικό χρώμα. Η αγάπη του Σμαραγδή για τον σπουδαίο πεζογράφο κοινωνείται στο θεατή με μια ποιητικότητα που πριμοδοτείται από την ανάγνωση έργων του μέσω της μειλίχιας φωνής του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου.
Ο ίδιος προσπαθεί να κρατηθεί στο ύψος των περιστάσεων και τα καταφέρνει σε μεγάλο βαθμό. Μεταμορφώνεται όμως σε Καζαντζάκη του Σμαραγδή και όχι σε Νίκο Καζαντζάκη, ενώ η Μαρίνα Καλογήρου στέκεται δίπλα του αξιοπρεπής, αλλά θαμπή ψυχογραφικά ως Ελένη που ακολουθεί τον Καζαντζάκη πειθήνια, χωρίς προσωπική χροιά. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Στάθης Ψάλτης στην τελευταία του κινηματογραφική στιγμή (αν και ολιγόλεπτη) έκλεισε με τον καλύτερο τρόπο την πορεία του στη μεγάλη οθόνη.
Τι θα άλλαζα;
- Τη γκρίζα διαφήμιση που ήταν παράταιρη και άκαιρα τοποθετημένη.
- Την υποκριτική προσέγγιση του Άγγελου Σικελιανού η οποία διαπνεόταν από υπερβολική αλαζονεία και καρικατουρίστικη διάθεση, καταλήγοντας κωμικοτραγική πολλές φορές.
- Τα ψεύτικα πλάνα και τα εφέ που επιστρατεύθηκαν λόγω χαμηλού budjet για να εξυγιάνουν την πολυταξιδεμένη ζωή του Καζαντζάκη.
- Την προσποιητή ωραιοποίηση και γλυκανάλατη θεοποίηση στο πρόσωπο του συγγραφέα από τους υπόλοιπους χαρακτήρες.
- (Spoiler alert) Το τέλος με την μεταθανάτια “αδερφοποίηση” του Νίκου Καζαντζάκη με το Δομήνικο Θεοτοκόπουλο. Άστοχο και επιδεικτικό πάντρεμα χωρίς ιδιαίτερη κινηματογραφική συνοχή.
Συνολικά, ο “Καζαντζάκης” είναι μια ταινία με καλές προθέσεις που χάθηκε στην προσπάθεια της να αγιοποιήσει μια προσωπικότητα που ποτέ δεν κινήθηκε συμβατικά. Αν δεν γνωρίζετε το έργο του σπουδαίου συγγραφέα σίγουρα θα σας εμπνεύσει να το εξερευνήσετε (και αυτή είναι σίγουρα μια επιτυχία της ταινίας).
Αν όμως είστε φανατικοί αναγνώστες του τότε μάλλον θα απογοητευτείτε σ’ ένα βαθμό. Το πρόβλημα δεν είναι τόσο, ούτε ο χαμηλός προϋπολογισμός, ούτε οι ερμηνείες αλλά ότι ο Καζαντζάκης του Σμαραγδή δεν διαθέτει την ειλικρίνεια του πραγματικού Καζαντζάκη.