Εκεί όπου η τέχνη του λόγου συναντά την τέχνη της φωτογραφίας.
1. Κύκλος της ζωής – Μαίρη Β.
Παιδική ηλικία
Ανεμελιά
Παιχνίδι
Χαμόγελα
Τραγούδι
Σ’ ένα ροζ σύννεφο
Εφηβεία
Ένταση
Πάθη
Γέλιο
Επανάσταση
Σε μια κόκκινη φούσκα
Ενήλικη ζωή
Ευθύνη
Υποχρεώσεις
Μειδίαμα
Σύμβαση
Σε μία γκρίζα ομίχλη
Γηρατειά
Ηρεμία
Ανοχή
Καρτερικότητα
Ολοκλήρωση
Σ’ ένα λευκό καμβά.
2. Εύθραυστη ψυχή – Γιάννης Ζαραμπούκας
Διπλωμένη η ψυχή, ανάμεσα σε κουφάρια
σάπια,
ονείρων που προδόθηκαν,
λικνίζεται,
έμβρυο, εύθραυστο που ξεκόλλησε
βίαια απ’ τη μήτρα του έρωτα,
σφαδάζει απ’ τον πόνο
και το αίμα τρέχει
-μαύρο, πικρό, καυτό-
από πληγές που κακοφόρμισαν.
Λιμνάζει γύρω της.
Η σάρκα της τραυματισμένη,
αλλοτινή λευκή
βάφεται απ’ το αίμα
που δακρύζουν
-θλίψη-
οι πληγές της,
αίμα που τρέχει
-μαύρο, πικρό, καυτό-
γύρω της,
κι εκείνη βουλιάζει
στον κολλώδη του πυθμένα.
Μαύρο υγρό
τρέχει και πλημμυρίζουν
οι κυψελίδες της,
που κλείνουν τα πέταλα τους,
φοβισμένες
σε μια απέλπιδα προσπάθεια ζωής,
μάταια…
Πνίγεται τελικά,
για μιαν
ΑΓΑΠΗ,
που την πρόδωσε.
3. Άνυδρος κόσμος – Έμη Φ.
Κουραζόμουν. Κουραζόμουν μόνο που υπήρχα. Οι σκέψεις, τ’ αγγίγματα, τα πάντα με κούραζαν πια. Ειδικά οι σκέψεις. Με παγίδευαν σε κόσμο που δεν ήθελα. ‘Εφευγα απ’ τη μια και έπεφτα σε άλλη χειρότερη. Ελάχιστες στιγμές μονάχα ξέφευγα όταν ερχόταν για μια επίσκεψη -σύντομη- εκείνος ο παιδικός έρωτας. Εκείνα τα λόγια, εκείνα τα αστεία, οι αγκαλιές. Μα ήταν μονάχα στιγμές… Δεν έβρισκα καταφύγιο. Προσπάθησα, αλλά δεν μπόρεσα.
Με εξαίρεση βέβαια τον ύπνο… Γιατί, εκτός από μια φυσική κατάσταση του ανθρώπου, λειτουργεί και ως καταφύγιο. Σε απαλλάσσει για λίγο από πολλά. Οι ανεπιθύμητες σκέψεις για μένα εξαφανίζονταν. Γι’ αυτό και τον επεδίωκα. Με στενοχώρια, μ’ ένα μικρό αδιέξοδο κατέφευγα κάτω από το πάπλωμά μου. Είχα επιδιώξει και τον αιώνιο ύπνο. Αλλά τελικά τον σταμάτησα. Τι ήταν εκείνο που τον σταμάτησε; Μια σκέψη πάλι. Η σκέψη του ότι θα στερήσω στο φως την ευκαιρία να εμφανιστεί στην ζωή μου και μια για πάντα να εξαλείψει τις σκιές του μυαλού. Αυτού του μυαλού… Πόσες φορές είχε χαρακτηριστεί έξυπνο, πόσες -αργότερα- χαζό. Τελικά τι ήταν δε θα το μάθω. Μάλλον καταδικασμένο. Τι να ήταν εκείνο που έπρεπε να αυξηθεί στην ζωή μου, τι έπρεπε να γνωρίσω; Άραγε, θα με έσωζε;
Υπομονή. Όλοι σου λένε ”υπομονή” και ο εαυτός σου μέσα, αλλά κανείς τους δεν σου τη χαρίζει. Δεν σου μαθαίνει το πώς θα την αποκτήσεις. Ούτε καν ο ίδιος σου ο εαυτός. Απογοήτευση. Το συναίσθημα που με κατακλύζει. Γιατί στη ερώτηση μου ”αν μου αξίζει όλο αυτό” η απάντηση είναι όχι. Τουλάχιστον αυτό θέλω να πιστεύω, αφού η άλλη εκδοχή είναι υπερβολικά σκληρή. Απογοήτευση. Για τα τρύπια όνειρά μου, τις ηλίθιες λέξεις μου, τις ανούσιες πράξεις μου, τις αλάνθαστες πράξεις μου. Για το ότι αδυνατούσα να κατανοήσω τη φωνή μέσα μου με συνέπεια όλα τα παραπάνω.
Συνέπειες… Σ’ ό, τι κάνεις και δεν κάνεις ”θα υποστείς τις συνέπειες”. Πόσο απάνθρωπο μπορεί να αποδειχθεί κάτι τέτοιο; Γιατί είσαι Άνθρωπος. Όχι θεός, ούτε προγραμματισμένο ρομπότ. Άνθρωπος. Δεν γνωρίζεις πάντα τι πρέπει να κάνεις, δεν γνωρίζεις το σωστό ή τι θεωρείται πρέπον και καλό να κάνεις. Ένα μπέρδεμα για το τι είναι σωστό, τι λάθος, τι πρέπει, τι δεν πρέπει. Κατασκεύασμα που έχουμε επινοήσει για να νιώθουμε ικανοποίηση και πληρότητα, όταν κάνουμε το υποτιθέμενο σωστό. Σωστό για μας ή για κάποιον άλλον, ενώ στην πραγματικότητα είναι βασανιστήριο.
Γιατί εμένα με φυλακίζει σ’ αυτόν τον κόσμο. Άψυχο, άνυδρο κόσμο που μισώ. Που πετάει αστραπές φτιαγμένες από ψέματα και με χτυπάει. Οι ίδιες αστραπές, τα ίδια δολοφονικά ψέματα μέσα στο χρόνο.
Στο χρόνο μου.
Με σκοτώνουν. Κάθε μέρα, κάθε λεπτό σκοτώνουν ένα ακόμα κομμάτι απ΄ την ζωή μου. Καίνε άλλη μια σταγόνα που έχει απομείνει, κάθε ελπίδα και άδεια προσπάθεια για το χτίσιμο ενός ονείρου.
Κάθομαι περιμένοντας μια απρόσμενη αγκαλιά, κάτι που θα ‘ρθει να με ξυπνήσει από το θάνατο που ζω. Εδώ με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο, το βλέμμα κουρασμένο να περιπλανιέται στο κενό κάθεται ένα μικρό παιδί που στερείται την Αγάπη και ζητά δυο χέρια να κρυφτεί μέσα τους, να του χαρίσουν ζεστασιά και λίγες ακτίνες φωτός στο σκοτάδι που το περικλείει και του κλέβει το οξυγόνο. Το μικρό παιδί είμαι ‘γώ. Ή για την ακρίβεια θα ήθελα απεγνωσμένα να ήμουν.
Πόσο διαφορετικός ο κόσμος του μικρού παιδιού. Γεμάτος θάρρος, θάρρος για την αλήθεια, χωρίς το φόβο της αντίδρασης του άλλου, που θα το ανάγκαζε να καλύψει την αλήθεια του. Δεν υπάρχουν ψέματα μες στην αθωότητά του. Σε αντίθεση με το δικό μου κόσμο, όπου υπάρχουν και είναι φτιαγμένα -όχι εξαιτίας του φόβου- αλλά εσκεμμένα με σκοπό να πληγώσουν. Και το κάνανε. Είναι πια χαραγμένα στην ψυχή μου, σκίζοντάς την όλο πιο πολύ με το χρόνο.