Ιστορικά ξεκινούν από την αρχαιότητα ως μέρος των εορταστικών εκδηλώσεων κατά την επιστροφή νικηφόρων στρατηγών από τα πεδία των μαχών και ως μέσο επίδειξης δύναμης και στρατιωτικής ισχύος. Οι παρελάσεις εισήχθησαν πρώτη φορά από τον Φρειδερίκο της Πρωσίας. Στα τέλη του 19ου αιώνα, ξεκινά η συμμετοχή μαθητών σε παρελάσεις, αφού μέχρι τότε διεξάγονταν μόνο με τη συμμετοχή στρατιωτικών τμημάτων.

Στην Ελλάδα, η συμμετοχή μαθητών σε παρελάσεις ξεκινά την ίδια περίοδο, όπου όμως μέχρι το 1936 δεν έχει επίσημο χαρακτήρα. Στην επέτειο της 25ης Μαρτίου 1936 πραγματοποιείται η πρώτη παρέλαση, με τη μορφή που τη γνωρίζουμε σήμερα, μπροστά στον διορισμένο από τον βασιλιά πρωθυπουργό Ι. Μεταξά, ο οποίος λίγους μήνες αργότερα θα εγκαθιδρύσει την δικτατορία της 4ης Αυγούστου.

Το καθεστώς του Μεταξά χρησιμοποιεί, μεταξύ άλλων, τις παρελάσεις ως μέσο για την ανάπτυξη στρατιωτικής συνείδησης και πειθαρχίας στους μαθητές, καθιερώνοντας τις παρελάσεις σε διάφορες εθνικές και τοπικές επετείους.

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, οι παρελάσεις καταργούνται στο σύνολο των δυτικών κοινοβουλευτικών δημοκρατιών. Στην Ελλάδα του 2017, αποτελούν την κορύφωση των εορταστικών εκδηλώσεων για τις εθνικές επετείους. Σε μια Ελλάδα, που το τρίπτυχο «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» είναι βαθιά ριζωμένο στην κοινωνία, ακόμα και η συζήτηση για τη κατάργηση των παρελάσεων έχει χαρακτηριστικά ταμπού. 

Το γεγονός ότι αποτελούν μιλιταριστικό κατάλοιπο δικτατορικών καθεστώτων θα έπρεπε να αρκούσε σαν λόγος για την κατάργηση τους. Αν εξαιρέσει κανείς τις χαμένες ώρες στο σχολείο, το μπανιστήρι και το άραγμα μετά την παρέλαση είναι άνευ λόγου και ουσίας. 


Οι παρελάσεις ουσιαστικά προάγουν αυτό που ενθουσιάζει τα φασιστικά καθεστώτα και αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την μακροημέρευση τους. Προάγουν τη μαζική πειθαρχία και την ομοιομορφία του συνόλου. Αρκετά συχνά αποτελούν αφορμή για διακρίσεις ανάμεσα σε παιδιά, με βάση τις βαθμολογικές επιδόσεις, την καταγωγή και το ύψος.

Η «ζύγιση», η «στοίχιση», τα «κεφαλή δεξιά» και «ένα στο αριστερό», οι αποστάσεις, τα στρατιωτικά εμβατήρια και η απόδοση τιμής στον υπουργό, βουλευτή, δήμαρχο, δεσπότη και κάθε «επίσημο» δεν προάγουν παρά την στρατικοποίηση, την ολοκληρωτική νοοτροπία, τα εθνικιστικά αντανακλαστικά και την ψυχολογία της υποταγής.

Μπορεί πια η συμμετοχή στην παρέλαση να μην είναι υποχρεωτική, αλλά μέχρι να καταργηθούν, θα είναι εδώ να μας θυμίζει ποιός τελικά έχει το πάνω χέρι στην βαθιά συντηρητική, συμπλεγματική, ελληνική κοινωνία.  

Σχόλια