Ο μεν βίος βραχύς, η δε τέχνη μακρά

Ποιήματα διπλωμένα, στραπατσαρισμένα από την χρήση στα οποία μπαινοβγαίνουμε με την άνεση μακρόχρονης φιλίας ή με τον οίστρο μιας νέας γνωριμίας ενδιαφέρουσας.

Ποιήματα ανοιχτά χαρτιά που ρίχνουμε για να μας πουν το μέλλον και ποιήματα αερογέφυρες με το παρελθόν, ποιήματα σώματα ως χαίνουσες πληγές για το παρόν και σώματα ποιημάτων που ιδρώνουν να κάνουν ψηφιδωτό «το πιο τίμιο-την μορφή». Ανθοδέσμες από εύοσμους κλώνους και άλλες από ρυπαρά και κρόνια άνθη, προσκλήσεις καταδεκτικές και ακατάδεκτες προκλήσεις, ανιδιοτελή για κάποιον ή κάτι και αναδιπλωμένα στον εαυτό τους.

Ποιήματα, που φυλλομετρούμε παίζοντας τη μαργαρίτα, ποιήματα φυλλοροή στα χρόνια που περνάμε. Κάθε που νομίζουμε πως εγγράφουμε αλαζονικά ένα στην ιδιωτική μας βιβλιογραφία αυτό το θρασύ με τη σειρά του έχει ήδη προσθέσει μια χαρακιά στις ψήφους του υπέρ της αιωνιότητας. Και μας κλείνει κατόπιν εορτής το μάτι.

Voici το μπουκέτο, που μάζεψα για τα ποιήματα που ήρθαν, έμειναν, θα έρθουν και θα φύγουν. Η θητεία στην ποίηση δεν έχει τέλος, τα χαρτιά των ποιημάτων ανακατεύονται και ξαναμοιράζονται κι εμείς περιμένουμε υπομονετικά πού θα σταθεί η μπίλια.

1) Charles Baudelaire, «Σε μια περαστική»

Γύρω μου ὁ δρόμος, πολυθόρυβος, βομβοῦσε.

Ψηλή, λεπτή, πενθοφορούσα, ξαφνικά

πέρασε μιά γυναίκα. Μέ τό χέρι της βαστοῦσε

τή δαντελένια της μπορντούρα ἀρχοντικά.

Σβέλτη, ἀεράτη, ἀγαλματένιο πόδι ἁπλώνει.

Κι ἐγώ, βουβός, σάν ἀπό κόσμο μακρινό,

ἔπινα μές στό βλέμμα της, θολό σάν σκοτεινό οὐρανό,

τή γλύκα πού μεθάει, τήν ἡδονή πού μᾶς σκοτώνει.

Ἄστραψε φῶς… κι ἔπειτα ἡ νύχτα! –  Ὡραία περαστική,

πού ἕνα σου βλέμμα μ’ ἔκανε ξάφνου νά ξαναζήσω,

μόνο στήν αἰωνιότητα πάλι θά σ’ ἀντικρίσω;

Ἀλλοῦ, μακριά ἀπο δῶ! Πολύ ἀργά! Κι ἴσως ποτέ!

Ποῦ πᾶς δέν ξέρω, κι ἀγνοεῖς ποῦ ὁ δρόμος θά μέ στρέψει,

ὦ ἐσύ πού θ’ ἀγαποῦσα, ἐσύ πού ἤδη τό ‘χες μαντέψει!

(Μτφρ. Παναγιώτη Μουλλά)

2) Charles Baudelaire, «Η καταστροφή»

Ὁ Δαίμονας ἀδιάκοπα κυκλοφορεῖ κοντά μου.

Ἄυλος ἀέρας, κολυμπᾶ τριγύρω μου. Τόν νιώθω.

Τόν καταπίνω. Τόν ρουφῶ. Μοῦ καίει τά σωθικά μου

καί τά γεμίζει μ’ ἔνοχο κι ἀβυσσαλέο πόθο.

Γνωρίζοντας πόσο ἀγαπῶ τήν Τέχνη, μ’ εὐστροφία

παίρνει πολλές φορές ὄψη γυναίκας θελκτικῆς,

κι ὡς φάρμακα τάχα εἰδικά γιά τή μελαγχολία

μοῦ δίνει φίλτρα αἰσχρά νά πιῶ, μέ δόσεις διαρκεῖς.

Κι ἀπό τό βλέμμα τοῦ Θεοῦ μακριά, μέ φέρνει,

κατάκοπο καί σκοτισμένο ἀπό φριχτές ζαλάδες,

στῆς Πλήξης τίς ἐρημικές, βαθύσκιωτες κοιλάδες.

                                                                                                       Καί μές στά μάτια μου, ἀπ’ τή σύγχυση θολά,

 ρίχνει ἀνοιχτές πληγές, ροῦχα μαγαρισμένα,

 καί τῆς Καταστροφῆς τά σύνεργα τά ματωμένα.

                                                                                                  (Μτφρ. Παναγιώτη Μουλλά)

3) Κ.Π. Καβάφης, «Δύο νέοι, 23 έως 24 ετών»

Aπ’ τες δεκάμισυ ήτανε στο καφενείον,
και τον περίμενε σε λίγο να φανεί.
Πήγαν μεσάνυχτα— και τον περίμενεν ακόμη.
Πήγεν η ώρα μιάμισυ· είχε αδειάσει
το καφενείον ολοτελώς σχεδόν.
Βαρέθηκεν εφημερίδες να διαβάζει
μηχανικώς. Aπ’ τα έρημα, τα τρία σελίνια του
έμεινε μόνον ένα: τόση ώρα που περίμενε
ξόδιασε τ’ άλλα σε καφέδες και κονιάκ.
Κάπνισεν όλα του τα σιγαρέτα.
Τον εξαντλούσε η τόση αναμονή. Γιατί
κιόλας μονάχος όπως ήταν για ώρες, άρχισαν
να τον καταλαμβάνουν σκέψεις οχληρές
της παραστρατημένης του ζωής.

Μα σαν είδε τον φίλο του να μπαίνει— ευθύς
η κούρασις, η ανία, η σκέψεις φύγανε.

Ο φίλος του έφερε μια ανέλπιστη είδησι.
Είχε κερδίσει στο χαρτοπαικτείον εξήντα λίρες.

Τα έμορφά τους πρόσωπα, τα εξαίσιά τους νειάτα,
η αισθητική αγάπη που είχαν μεταξύ τους,
δροσίσθηκαν, ζωντάνεψαν, τονώθηκαν
απ’ τες εξήντα λίρες του χαρτοπαικτείου.

Κι όλο χαρά και δύναμις, αίσθημα κι ωραιότης
πήγαν— όχι στα σπίτια των τιμίων οικογενειών τους
(όπου, άλλωστε, μήτε τους θέλαν πια):
σ’ ένα γνωστό τους, και λίαν ειδικό,
σπίτι της διαφθοράς πήγανε και ζητήσαν
δωμάτιον ύπνου, κι ακριβά πιοτά, και ξαναήπιαν.

Και σαν σωθήκαν τ’ ακριβά πιοτά,
και σαν πλησίαζε πια η ώρα τέσσερες,
στον έρωτα δοθήκαν ευτυχείς.

4)Κ.Π. Καβάφης, «Στες Σκάλες»

Την άτιμη την σκάλα σαν κατέβαινα,
από την πόρτα έμπαινες, και μια στιγμή
είδα το άγνωστό σου πρόσωπο και με είδες.
Έπειτα κρύφθηκα να μη με ξαναδείς, και συ
πέρασες γρήγορα το πρόσωπό σου κρύβοντας,
και χώθηκες στο άτιμο το σπίτι μέσα
όπου την ηδονή δεν θά ’βρες, καθώς δεν την βρήκα.

Κι όμως τον έρωτα που ήθελες τον είχα να σ’ τον δώσω·
τον έρωτα που ήθελα — τα μάτια σου με το ’παν
τα κουρασμένα καί ύποπτα — είχες να με τον δώσεις.
Τα σώματά μας αισθανθήκαν και γυρεύονταν·
το αίμα και το δέρμα μας ενόησαν.

5) Κ.Π. Καβάφης, «Μισή Ώρα»

Μήτε σε απέκτησα, μήτε θα σε αποκτήσω
ποτέ, θαρρώ. Μερικά λόγια, ένα πλησίασμα
όπως στο μπαρ προχθές, και τίποτε άλλο.
Είναι, δεν λέγω, λύπη. Aλλά εμείς της Τέχνης
κάποτε μ’ έντασι του νου, και βέβαια μόνο
για λίγην ώρα, δημιουργούμεν ηδονήν
η οποία σχεδόν σαν υλική φαντάζει.
Έτσι στο μπαρ προχθές —βοηθώντας κιόλας
πολύ ο ευσπλαχνικός αλκολισμός—
είχα μισή ώρα τέλεια ερωτική.
Και το κατάλαβες με φαίνεται,
κ’ έμεινες κάτι περισσότερον επίτηδες.
Ήταν πολλή ανάγκη αυτό. Γιατί
μ’ όλην την φαντασία, και με το μάγο οινόπνευμα,
χρειάζονταν να βλέπω και τα χείλη σου,
χρειάζονταν να ’ναι το σώμα σου κοντά.

6) Κ.Γ. Καρυωτάκης, «Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο»

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους.

Μαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.

Η ευτυχία μου, σκέπτομαι, θα ’ναι

ζήτημα ύψους.

Σύμβολα ζωής υπερτέρας,

ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα,

λευκές άκανθες ολόγυρα σ’ ένα

Αμάλθειο κέρας.

(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος,

πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου!)

Όνειρο ανάγλυφο, θα ’ρθω κοντά σου

κατακορύφως.

Οι ορίζοντες θα μ’ έχουν πνίξει.

Σ’ όλα τα κλίματα, σ’ όλα τα πλάτη,

αγώνες για το ψωμί και το αλάτι,

έρωτες, πλήξη.

Α! πρέπει τώρα να φορέσω

τ’ ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι.

Έτσι, με πλαίσιο γύρω το ταβάνι,

πολύ θ’ αρέσω.

7) Ναπολέων Λαπαθιώτης, «Κι έπινα μέσα απ’τα χείλια σου»

Κι οι μπερντέδες ήταν κόκκινοι
Κι ήταν άσπρο το κρεβάτι,
Κι όλο θόλωνε, όλο μέλωνε
Το γλυκό σου μάτι,

Και τα χέρια σου πλεκόντουσαν
Στο κορμί μου γύρω γύρω,
Κι έπινα μέσα απ’ τα χείλια σου,
Γλυκιάν άχνα σαν το μύρο,

Και σταλάζανε απ’ τα χείλια σου
Γλυκά λόγια σαν τα μύρα,
Και ήταν άσπρό το κρεβάτι μας
Κι οι μπερντέδες σαν πορφύρα…

Έτσι αγάπη μου σε χόρτασα
Κι έτσι αγάπη μου σε ήπια
Μέσα στ’ άνομα αγκαλιάσματα
Στ’ άνομα καρδιοχτύπια

Κι απ΄ το μέλι ποθοπλάνταζε
Το κορμί σου και το μάτι
Κι οι μπερντέδες ήταν κόκκινοι
Κι ήταν άσπρο το κρεβάτι

8) Ρώμος Φιλύρας, «Δεν ήτανε να γίνω…»

Ένα πουλί που λάλησε
στον άνεμο της νιότης,
στ’ ολάνθιστο απαλό κλαδί
κάποιας αγάπης πρώτης

και το τραγούδι του άλλαξε
σε πικρό ξάφνου θρήνο.
Δεν ήτανε να γίνω
ό,τι έχω ‘νειρευτεί…

9) Γιώργος Σεφέρης,  Μυθιστόρημα

Θ’

Εἶναι παλιό τό λιμάνι, δέν μπορῶ πιά νά περιμένω
οὔτε τό φίλο πού ἔφυγε στό νησί μέ τά πεῦκα
οὔτε τό φίλο πού ἔφυγε στό νησί μέ τά πλατάνια
οὔτε τό φίλο πού ἔφυγε γιά τ᾿ ἀνοιχτά.
Χαϊδεύω τά σκουριασμένα κανόνια, χαϊδεύω τά κουπιά
νά ζωντανέψει τό κορμί μου καί ν᾿ ἀποφασίσει.
Τά καραβόπανα δίνουν μόνο τή μυρωδιά
τοῦ ἁλατιοῦ τῆς ἄλλης τρικυμίας.

Ἂν τό θέλησα νά μείνω μόνος, γύρεψα
τή μοναξιά, δέ γύρεψα μία τέτοια ἀπαντοχή,
τό κομμάτιασμα τῆς ψυχῆς μου στόν ὁρίζοντα,
αὐτές τίς γραμμές, αὐτά τά χρώματα, αὐτή τή σιγή.

Τ᾿ ἄστρα τῆς νύχτας μέ γυρίζουν στήν προσδοκία
τοῦ Ὀδυσσέα γιά τούς νεκρούς μές στ᾿ ἀσφοδίλια.
Μές στ᾿ ἀσφοδίλια σὰν ἀράξαμε ἐδῶ-πέρα θέλαμε νά βροῦμε
τή λαγκαδιά πού εἶδε τόν Ἅδωνι λαβωμένο.

10) Οδυσσέας Ελύτης, Μαρία Νεφέλη

Η Μαρία Νεφέλη αναμφισβήτητα

είναι κορίτσι οξύ

αληθινή απειλή του μέλλοντος·

κάποτε λάμπει σαν μαχαίρι

και μια σταγόνα αίμα επάνω της

έχει την ίδια σημασία που είχε άλλοτε

το Λάμδα της Ιλιάδας.

Η Μαρία Νεφέλη πάει μπροστά

λυτρωμένη από την απεχθή έννοια του αιώνιου κύκλου.

Και μόνο με την ύπαρξή της
αποτελειώνει τους μισούς ανθρώπους.

Η Μαρία Νεφέλη ζει στους αντίποδες της Ηθικής
είναι όλο ήθος.

Όταν λέει «θα κοιμηθώ μ’ αυτόν»
εννοεί ότι θα σκοτώσει ακόμη μια φορά την Ιστορία.
Πρέπει να δει κανείς τι ενθουσιασμός που πιάνει τότε
τα πουλιά.

Έξαλλου με τον τρόπο της
διαιωνίζει τη φύση της ελιάς.
Γίνεται ανάλογα με τη στιγμή
πότε ασημένια πότε βαθυκύανη.
Γι’ αυτό και οι αντίπαλοι ολοένα
εκστρατεύουν – κοιτάξετε:

11) Γιάννης Ρίτσος, «Μικρή σουίτα σε κόκκινο μείζον ΙΙΙ»

Τό σῶμα -λέει-
στή γενική: τοῦ σώματος
καί γενικά τό σῶμα
ἄλλη λέξη πυκνότερη δέν ἔχω
παίρνω τή νάϋλον σακούλα
μπαίνω στή λαϊκά ἑστιατόρια
μαζεύω ψαροκόκαλα
γιά τίς ἄγριες γάτες τῆς γειτονιᾶς
στά διαλείματα -λέει-
κουβεντιάζω μέ τούς μουσικούς
στά σκοτεινά παρασκήνια-
τί ἀπέραντη ἀπόσταση διανύω
ἀπ᾿ τό σῶμα σου
ἕως τό σῶμα σου.

12) Ανδρέας Εμπειρίκος, «Τριαντάφυλλα στο παράθυρο»

Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια. Yπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ’ αυτήν την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους. Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη. Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας. Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας και της κάθε μας ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν στιγμήν εις κάθε ένθερμον αναμόχλευσιν των υπαρχόντων. Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένον δέρας της υπάρξεώς μας.

13) Μανόλης Αναγνωστάκης, «Στ’αστεία παίζαμε…»

Στ’ αστεία παίζαμε!

Δε χάσαμε μόνο τον τιποτένιο μισθό μας
Mέσα στη μέθη του παιχνιδιού σάς δώσαμε και τις γυναίκες μας
Tα πιο ακριβά ενθύμια που μέσα στην κάσα κρύβαμε
Στο τέλος το ίδιο το σπίτι μας με όλα τα υπάρχοντα.
Nύχτες ατέλειωτες παίζαμε, μακριά απ’ το φως της ημέρας
Mήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν τα φύλλα του ημεροδείχτη
Δε βγάλαμε ποτέ καλό χαρτί, χάναμε χάναμε ολοένα
Πώς θα φύγουμε τώρα; πού θα πάμε; ποιος θα μας δεχτεί;

Δώστε μας πίσω τα χρόνια μας δώστε μας πίσω τα χαρτιά μας
Kλέφτες!
Στα ψέματα παίζαμε!

14) Ντίνος Χριστιανόπουλος, «Με κατάνυξη»

Ἔλα νά ἀνταλλάξουμε κορμί καί μοναξιά.
Νά σοῦ δώσω ἀπόγνωση, νά μήν εἶσαι ζῷο,
νά μοῦ δώσεις δύναμη, νά μήν εἶμαι ράκος.
Νά σοῦ δώσω συντριβή, νά μήν εἶσαι μοῦτρο,
νά μοῦ δώσεις χόβολη, νά μήν ξεπαγιάσω.
Κι ὕστερα νά πέσω μέ κατάνυξη στά πόδια σου,
γιά νά μάθεις πιά νά μήν κλωτσᾶς.

15) Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, «Τερηδόνα ΙΙΙ»

Φύγε

Το κορμί σου είναι πολύ υπαρχτό

Τούτη η μουσική που γλιστράει απ’ τα χέρια σου
κι ανακατεύεται με τη θερμή σου ανάσα

Μου αρκεί να γεύομαι της απουσίας σου
την αίσθηση
μου αρκεί να γεύομαι του ιδεατού σου κόσμου
την αφή

Μου αρκεί να γεύομαι την αέναη προσδοκία

16) Τζένη Μαστοράκη, «Παρακμή»

Η παρακμή
δεν έχει χρονικά περιθώρια.
Έρχεται σαν εξώδικη πρόσκληση
κι έτσι απλά
σου βγάζει τα έπιπλα στο δρόμο.
Γύρω σου τα παιδιά
περιεργάζονται
την πλάτη της καρέκλας σου
εκεί που σε μια παραφορά
της εφηβείας
είχες γράψει:
Ψέματα – Ψέματα – Ψέματα.
Τελικά
φορτώνεις μόνο το κρεβάτι
σε μια περαστική μοτοσυκλέτα
και μετακομίζεις
σε άγνωστη διεύθυνση.

17) Χριστόφορος  Λιοντάκης, «Ν’αλλάξει αίμα»

Ν’ αλλάξει αίμα
Ν’αλλάξει σάρκα
Ιδού τι θέλει

Ν’αλλάξει αίμα
Ν’αλλάξει σάρκα
Ιδού τι θέλει

Ν’απαλλαγεί από κείνο
Το κρυφό φανερό
Που όλα τα διχάζει

Ν’απαλλαγεί από κείνο
Το κρυφό φανερό
Που όλα τα διχάζει

Ίδιες κινήσεις
Ίδιες αντιδράσεις
Ίδιες κηλίδες
Ίδια σχήματα

Ξέρει τι αρρώστιες τον περιμένουν
Ξέρει τη μνήμη των κυττάρων
Ξέρει τα χρωματοσώματα

Είναι το πεπρωμένο του

Ν’αλλάξει αίμα
Ν’αλλάξει σάρκα
Ιδού τι θέλει

Ν’αλλάξει αίμα
Ν’αλλάξει σάρκα
Ιδού τι θέλει

Σχόλια