Ένας προβληματικός κόσμος: νοσηρές ανθρώπινες σχέσεις μέσα απ’ την ματιά τριών αρθρογράφων της σελίδας.

1. Mind(f)game – Αλεξία Χάμουζα – Γιοβανοπούλου

Φωτογραφία: Αλεξία Χάμουζα – Γιοβανοπούλου

One day.  Just for one day

I don’t want to know where I’m going

Get lost

Be worried, but happy

I don’t want to be focused of where I’ll be

I wanna see. I wanna explore

Eventually find my way back to real life hack.

It feels like heaven

When I’m feeling like this

Been killed by my own mind

Found like a slave

Knowing nothing else

Except of being in the wrong

Please take me away

And place me

Wherever

It’s safe.


2. Εγκλωβισμένο Καθρέφτισμα – Ελευθερία Τσαλίκη 

 

Φωτογραφία: Αλεξία Χάμουζα – Γιοβανοπούλου

Και τότε ο Νάρκισσος έσκυψε πάνω από την λίμνη και είδε μία φιγούρα που την ερωτεύτηκε παράφορα. Η φιγούρα ήταν τόσο τέλεια και μαγευτική που δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω της. Στο τέλος όμως έγινε ένα λουλούδι. Ένας τόσος δα νάρκισσος που έμεινε για πάντα καθηλωμένος στο ίδιο σημείο.

 

Και τότε ο Νάρκισσος έσκυψε πάνω από τον καθρέπτη.

Είδε μια φιγούρα, τόσο ζωντανή και αληθινή. Όχι σαν την φιγούρα της λίμνης. Τούτη εδώ μπορούσες να την ακουμπήσεις, μπορούσε να σε ακουμπήσει. Δεν χάνονταν στο άγγιγμα.  Ωστόσο, ήταν ψυχρή και κρύα και επίπεδη. Δεν είχε βάθος. Όσο και αν καθόταν μπροστά από τον καθρέπτη, η μορφή έμενε στην θέση της.

Μπορούσε να παρατηρήσει την κάθε της λεπτομέρεια. Μπορούσε να την γυρίσει (αν και δεν έβλεπε ξεκάθαρα κάποια σημεία), μπορούσε να την μεταμορφώσει φορώντας της διαφορετικά ρούχα, της έβαζε αξεσουάρ και την βελτίωνε με τον καιρό. Έπαιρνε κάθε πόζα. Τον υπάκουε ευλαβικά. Μπορούσε να την γδύσει και να παρατηρήσει όλα τα σημεία. Ένοιωθε ευτυχισμένος. Μπορούσε να κάνει ό,τι και αν ήθελε με την μορφή. Και τότε την ερωτεύτηκε παράφορα. Αλλά είχε μάθει το μάθημά του. Δεν έπρεπε να μείνει στο ίδιο σημείο για πολύ καιρό. Έτσι σκέφτηκε να κάνει την μορφή κινητή, ώστε να την παίρνει παντού μαζί του.

Και τότε ο Νάρκισσος έσκυψε πάνω από την φωτογραφία.

Είδε την ίδια φιγούρα μακρινή, αποστασιοποιημένη. Δεν διέκρινε όλες της λεπτομέρειες, δεν μπορούσε να δει καλά την αγαπημένη του. Φαινόταν στατική και ανυπάκουη. Το ίδιο και όταν έσκυψε πάνω από το βίντεο. Η μορφή έμενε αναλλοίωτη. Ξανά και ξανά η ίδια παράσταση. Ανυπάκουη. Δεν το ήθελε αυτό. Μπορούσε να δει και άλλες μορφές, αλλά καμία δεν ήταν τόσο τέλεια όσο η δική του αγαπημένη.

 Ήθελε η μορφή που τόσο αγάπησε να είναι τόσο τέλεια όσο τη θυμόταν στον καθρέπτη.

Και τότε ο Νάρκισσος έσκυψε πάνω από την οθόνη.

Ένα πλατύ χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του. Όχι μόνο μπορούσε να ξαναδεί ξεκάθαρα την αγαπημένη μορφή, αλλά μπορούσε να την μεταφέρει κιόλας. Στην αρχή έβλεπε την ισχνή μορφή να αντικατοπτρίζεται στην μαύρη επιφάνεια. Τα χαρακτηριστικά δεν ήταν ξεκάθαρα, τα χρώματα σκούρα, όμως ξεχώρισε δύο ολοστρόγγυλα μάτια που τον κοίταζαν επίμονα, γλιστρούσαν πάνω του θέλοντας να δουν κάθε σπιθαμή του προσώπου του, ήθελαν και άλλο… Δεν διήρκησε για πολύ. Η οθόνη άναψε και η μορφή χάθηκε… Πάτησε μερικά κουμπιά και τότε η μορφή εμφανίστηκε και πάλι. Έγχρωμη, ακόμη πιο ζωντανή από ότι την θυμόταν. Τα μάτια τον ακολουθούσαν παντού. Έμεινε για μερικά λεπτά να κοιτάζει αποχαυνωμένος τα τεράστια έκπληκτα μάτια που τον περιεργάζονταν. Είχε βρει και πάλι την αγαπημένη μορφή. Μπορούσε να παίξει μαζί της και να αλλάξει τα χρώματα. Μπορούσε να προσθέσει στην εικόνα της οθόνης και άλλα αξεσουάρ για να αλλάζει την μορφή του. Να την κάνει ακόμα πιο όμορφη. Μπορούσε να μοιάζει με σκυλάκι, αρκουδάκι, γατάκι, μπορούσε να βάζει φίλτρα, μπορούσε χίλια δυο πράγματα! Ήταν τόσο ευτυχισμένος!

Μπορούσε, με το πάτημα ενός κουμπιού, να κρατήσει σε μία συγκεκριμένη πόζα την Μορφή ή με άλλο να τραβήξει μια σειρά συνεχόμενων εικόνων της Μορφής που κουνιούνταν πέρα δώθε, σαν την κίνηση ενός μπούμερανγκ. Μπορούσε ακόμα να τις δημοσιεύει ή να τις στέλνει και σε άλλους. Μπορούσε να λάβει και άλλες μορφές, αλλά καμία δεν ήταν σαν την δική του Μορφή. Έμενε ώρες προσκολλημένος μπροστά στην μαγική οθόνη που του χάριζε την Μορφή.

Η οθόνη πλέον είχε γίνει προέκταση του εαυτού του, δεν μπορούσε να την βγάλει από το χέρι του. Δεν θα μπορούσε να αποχωριστεί ποτέ την οθόνη. Αυτά τα τεράστια μάτια τον ακολουθούσαν παντού. Τα έβλεπε και τον έβλεπαν. Τα ακολουθούσε και τον ακολουθούσαν. Οι πόζες αμέτρητες, η Μορφή με την κατάλληλη επεξεργασία γινόταν ακόμα πιο αψεγάδιαστη και τέλεια.

Είχε βρει τον έρωτα. Δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο στην ζωή του. Η Μορφή του τον συντρόφευε παντού. Δεν χρειαζόταν κανέναν άλλον. Τον υπάκουε και περνούσε όμορφα μαζί της.

Και τότε ο Νάρκισσος ήταν ευτυχισμένος. Μπορούσε να κινηθεί όπου ήθελε, δεν θα έμενε προσκολλημένος στο έδαφος  και δεν θα γινόταν λουλούδι.

Και τότε ο Νάρκισσος έμενε ξαπλωμένος στο κρεβάτι, βλέποντας γεμάτος θαυμασμό και ηδονή την Μορφή στην οθόνη. Δεν πρόσεξε τα ξύλινα χέρια του να μεταμορφώνονται και να γίνονται ένα με την οθόνη, ούτε και τα αδύναμα πόδια του να παίρνουν μορφή ρίζας.

Υπνωτισμένος από την μαγευτική ομορφιά της, την χάιδευε τα βράδια. Με μία μαλακή κίνηση ένωνε τον αντίχειρα με τον δείκτη πάνω στην οθόνη και αμέσως τα απομάκρυνε μεγεθύνοντας τα σημεία που ήθελε να εξερευνήσει. Η Μορφή του μιλούσε, του ψιθύριζε στο αυτί και τον γέμιζε ηδονή.

Η Μορφή τον έκανε να νοιώθει τέλειος, δυνατός, ανίκητος, αναλλοίωτος.

Είχε βρει την αδελφή ψυχή του. Είχε βρει τον εαυτό του.


3. Εμπιστοσύνη – Μαριάννα Χατζησάββα

 

Φωτογραφία: Αλεξία Χάμουζα – Γιοβανοπούλου

 

Πότε ήταν η τελευταία φορά που εμπιστεύτηκες κάποιον; Πότε ήταν η τελευταία φορά που βάσισες το «είναι» σου σε εκείνον; Πότε ήταν η τελευταία φορά που όλη αυτή η εμπιστοσύνη που έδειξες άξιζε τον κόπο;

Έχει καταντήσει να είναι τόσο δύσκολο να εμπιστευτούμε.

Όλα ξεκίνησαν ωραία και σου έδειχνε πολύ σωστό άτομο, κάποιος που θα είναι δίπλα σου στα δύσκολα για ό,τι χρειαστείς. Μέχρι που ο φίλος που τόσο πίστευες σε εκείνον αποδείχτηκε κάλπικος. Η αγάπη που νόμιζες πως σας ένωνε έγινε μία λεπτή τραβηγμένη κλωστή, που από το πολύ τράβηγμα των προσπαθειών σου για ανταπόκριση, έσπασε.

Ο ενθουσιασμός σου ήταν τεράστιος όσο και να σου λέγανε οι δικοί σου άνθρωποι να χαλαρώσεις. Πίστευες σε αυτό το νέο πρόσωπο, στο οποίο κατοπτριζόταν η ψυχή που μπορούσες να δώσεις και τη δική σου. Μέχρι που ο έρωτας ξέφτισε. Πάλιωσε, πώς να στο πω. Δεν ήταν έρωτας τελικά, ήταν ένα καπρίτσιο του παρτενέρ σου, που όταν κατάλαβε πως απλά περνούσε το χρόνο του μαζί σου, ήρθε και η απόφαση για τη φυγή του.

Όλα αυτά μαζί, οι ιστορίες που αποφεύγεις να πεις ή να θυμηθείς γιατί πονάνε, έχουν έναν κοινό παρονομαστή. Η εμπιστοσύνη που έδειξες και η εμπιστοσύνη που έχασες. Η πίστη στο ότι ο άνθρωπος που έχεις απέναντι σου θα αντιδράσει όπως εσύ και θα εκτιμήσει την εμπιστοσύνη που του έδειξες. Είναι όλα αυτά που κάνουν τη λογική σου να μην έχει νόημα και να μένεις με αυτό το παραπονεμένο «γιατί» που δεν φεύγει ποτέ.

Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που έφυγαν από την ζωή σου δεν απογοήτευσαν εσένα αλλά τον ίδιο τους τον εαυτό. Η εμπιστοσύνη που τους έδειξες ήταν υπερβολική για εκείνους όχι γιατί δεν την ήθελαν, αλλά επειδή δεν την άξιζαν. Σκέψου την πανάκριβη σαμπάνια να χύνεται σε ένα ποτηράκι κρασιού και να ξεχειλίζει. Εσύ ήσουν ο «ακριβός» της ιστορίας και εκείνοι οι «φτωχοί».

Εν τέλει από το να είσαι σε μία νοσηρή σχέση τώρα είσαι ελεύθερος και να εμπιστευθείς αλλά και να ζήσεις…

Σχόλια