Στο φεστιβάλ Fantasmagoria στη Θεσσαλονίκη στις 2 Απρίλη και ώρα 11.00 παρουσιάζουμε το βιβλίο “Η Κοιλάδα” της Αντιγόνης Σιώμου από τις εκδόσεις Πατάκη.
Με αφορμή αυτό και αφού διαβάσαμε το βιβλίο της ήρθε η ώρα να τη γνωρίσουμε καλύτερα και επί τη ευκαιρία να μας απαντήσει σε όλες μας τις ερωτήσεις.
Η περίληψη: Ο Ίνγκο Γκρέιφολκ ζει με την αδερφή του και τον άρρωστο πατέρα του σε ένα απομακρυσμένο χωριό του βασιλείου Φιλίρια. Ο Μπόρντο Ρέιβενκοουτ, από την άλλη, λόγω ενός περίεργου χαρίσματος που διαθέτει, βρίσκεται στο πλευρό ενός διεφθαρμένου δούκα ως επαγγελματίας δολοφόνος.
Η απαγωγή του Ίνγκο από κάποιους στρατιώτες που κατά λάθος τον περνούν για κατάσκοπο και η ανάθεση μιας νέας αποστολής- δολοφονίας στον Μπόρντο οδηγούν στην τυχαία –και μοιραία– συνάντηση των δύο νέων.
Τα δύο αγόρια θα ενωθούν με ισχυρότερους δεσμούς από αυτούς του αίματος και θα παίξουν αποφασιστικό ρόλο ο ένας στη ζωή του άλλου…
Οι σκέψεις πάνω στο βιβλίο: Ένα βιβλίο για τη συμφιλίωση των αντιθέτων. Με προσεγμένη γραφή και αρκετά προσεγμένο υπόβαθρο σε κάθε χαρακτήρα. Μπορούν δύο εχθροί να γίνουν καρδιακοί φίλοι εάν δεν γνωρίζουν το πλαίσιο της έχθρας τους;
Πως επηρεάζει όλο αυτό όσους τους περιβάλλουν και ζουν στα δυο αντιμαχόμενα στρατόπεδα, που τελικά δεν ξέρουμε κατά πόσο είναι όντως αντιμαχόμενα; Φυσικά ένα βιβλίο πιο πολύ για αυτούς που αγαπούν το μυστήριο, την εμβάθυνση στις σχέσεις και την ανατροπή και όχι τόσο αυτούς που αγαπούν αποκλειστικά τη δράση, τις epic μάχες και την ένταση.
Εάν αγαπάτε τα μεταφυσικά χαρίσματα, τα αλλόκοσμα πλάσματα, τις εσωτερικές αναλύσεις, τις ουσιαστικές σχέσεις των ανθρώπων που επεκτείνονται και στο fantasy, διαβάστε την Κοιλάδα. Όχι το τυπικό βιβλίο φαντασίας.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα: Η Αντιγόνη Σιώμου γεννήθηκε στο Βελβεντό Κοζάνης. Ήταν 20 χρονών όταν εκδόθηκε η Κοιλάδα και σπουδάζει αγγλική φιλολογία στη Θεσσαλονίκη όπου και κατοικεί. Από μικρή είχε μεγάλη αγάπη για τη λογοτεχνία και το γράψιμο. Το βιβλίο που άρχισε να δουλεύει από έφηβη φέρει πλέον τον τίτλο Η Κοιλάδα και είναι το πρώτο της μυθιστόρημα. Πιστεύει ότι η φαντασία και το μυστήριο υπάρχουν στη ζωή όλων των ανθρώπων και γι’ αυτό τους λογαριάζει ως τα πιο απίστευτα και ενδιαφέρονται πλάσματα. Μέσα από το έργο της προσπαθεί να τους καταλάβει και να τους αναλύσει.
Η ίδια η συγγραφέας απαντά στις ερωτήσεις μας
-Ποιο ήταν το αρχικό και καθοριστικό ερέθισμα για να ξεκινήσεις να συγγράφεις;
Η συγγραφή είναι κάτι που έχω συνδέσει με τον εαυτό μου από τότε που ήμουν παιδί – θυμάμαι ότι το πρώτο κείμενο που έγραψα ήταν όταν ήμουν 7 χρονών, με το που έμαθα να γράφω. Έκτοτε το πάθος μου αυτό έμεινε αμείωτο, αν και σίγουρα η διαφορά του να γράψει κανείς ένα μικρό διήγημα ή ένα ποίημα ως παιδί και έφηβος διαφέρει πολύ από το να συντάξει ένα μυθιστόρημα με ολοκληρωμένη δομή και οργάνωση.
Αν ήθελα να υπεραπλουστεύσω την όλη διαδικασία, θα μπορούσα να πω ότι το γράψιμο αποτέλεσε για μένα προσωπικά μία ανάγκη που ξεπήδησε αβίαστα, αν ήθελα να εμβαθύνω όμως περισσότερο στην όλη πράξη της συγγραφής, οφείλω να αναγνωρίσω ότι η παρατήρηση (της φύσης, του κόσμου, των ανθρώπων) αποτέλεσε τελικά κίνητρο κομβικής σημασίας.
Πιστεύω ότι η παρατήρηση αυτή, με όλες τις προεκτάσεις που μπορεί να λάβει, και η πρόκληση να τη μετουσιώσεις σε γραπτό λόγο αποτελούν ίσως το καθοριστικό ερέθισμα που οδηγεί στην πράξη της συγγραφής.
-Εξιλέωση, ατίμωση, τραγική ειρωνεία, συγχώρεση, θυσία, φιλία: Πιστεύεις ότι αυτοί οι όροι αντανακλούνται μέσα από τα γραφόμενά σου; Αν ναι μέσα από ποιες σκηνές;
Όλες αυτές οι έννοιες αποτελούν όντως κεντρικούς θεματικούς άξονες της “Κοιλάδας”. Όταν έγραφα αυτό το έργο, ήταν σημαντικό για μένα να αναδείξω την τραγικότητα ορισμένων ηρώων, αλλά και τη δυνατότητα που γενικότερα έχουν οι άνθρωποι, μέσα από την πιο τρυφερή και συμπονετική πλευρά που τους διακρίνει, να την εξισορροπούν και να την απαλύνουν. Νομίζω ότι ο χαρακτήρας του Μπόρντο αποτελεί την κορύφωση όλων αυτών των εννοιών: ο βασανισμένος, καταπιεσμένος ήρωας, ο χαρακτήρας που του έχει λάχει το πιθάρι της ζωής που περιέχει μόνο τη δυστυχία.
Παρόλα αυτά είναι σημαντικό για εμένα το ότι αυτός ο χαρακτήρας μπόρεσε να μεταμορφωθεί τόσο ουσιαστικά μέσα από την τριβή του με άλλους ανθρώπους. Είναι μία υπενθύμιση ότι η αλλαγή μπορεί να επιτευχθεί με ευκολία όταν είσαι όντως έτοιμος να αλλάξεις – κι όταν φυσικά το περιβάλλον σού δίνει μία επιπλέον χείρα βοηθείας.
-Δένει τους δύο κεντρικούς ήρωες ένα είδος πεπρωμένου; Κατά πόσο ξέφυγαν ή συμφιλιώθηκαν με αυτό;
Όντως πολλές φορές αναφέρεται στο κείμενο ότι η σχέση των δύο πρωταγωνιστών είναι εξαιρετικά ιδιαίτερη, καθώς η γνωριμία τους έμελλε να μεταβάλει καταλυτικά τις προσωπικότητές τους.
Ωστόσο πιστεύω ότι, παρότι η μοίρα παρουσιάζεται ως μία κύρια πηγή ενέργειας του κειμένου, η οποία κινεί πρόσωπα και καταστάσεις, δε χειραγωγεί απόλυτα τους χαρακτήρες. Οι αποφάσεις που λαμβάνουν είναι στην ουσία αυτές στις οποίες κατέληξαν είτε λόγω των εμπειριών τους είτε ως αποτέλεσμα ώριμης σκέψης.
Για παράδειγμα, η τελική απόφαση του Ίντρο να διανύσει μία ζωή εξιλέωσης αφιερωμένη στα πλάσματα του άλλου κόσμου αποτελεί ακριβώς αυτό που δηλώνει και η ίδια η λέξη: μία “απόφαση” κι όχι μία κατάσταση που του επιβλήθηκε από τη μοίρα ή το πεπρωμένο.
-Από που εμπνεύστηκες τα ονόματα όλων των ηρώων; Έχει επιδράσεις πάνω στην ονοματοδοσία η ξένη λογοτεχνία του φανταστικού;
Πολλοί με ρωτάνε για την προέλευση των ονομάτων και για το παράξενο άκουσμά τους, η απάντηση όμως είναι πολύ απλή. Σίγουρα είναι εμφανώς επηρεασμένα από ξένα πρότυπα.
Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιο συγκεκριμένο έργο που με κατεύθυνε τόσο στην ονοματοδοσία, ίσως μόνο η τετραλογία της “Κληρονομιάς” του Κρίστοφερ Παολίνι.
Ένα τρικ που χρησιμοποιούσα επίσης ήταν να αναποδογυρίζω ελληνικές λέξεις και ονόματα, έπειτα να τα αλλάζω λίγο δίνοντας τους έτσι την τελική μορφή που απαντά κανείς στο έργο. Με αυτό τον αστείο τρόπο νομίζω “βαφτίστηκαν” και οι περισσότεροι χαρακτήρες.
-Πόσο εύκολο ή δύσκολο ήταν να φτιάξεις τους δευτερεύοντες χαρακτήρες του βιβλίου; Είναι πρόκληση για έναν συγγραφέα στην προσπάθεια του να αναδείξει την κεντρική ιστορία να εμπνευστεί ενδιαφέροντες υποστηρικτικούς χαρακτήρες αλλά να μην μπορέσει να εμβαθύνει τις ιστορίες τους όσο θα ήθελε;
Πιστεύω ότι οι δευτερεύοντες, όπως τους ονομάζουμε, χαρακτήρες αποτελούν πολλές φορές πρόσωπα εξίσου κομβικά για τη ροή της ιστορίας όσο και οι πρωταγωνιστές, καθώς τα άτομα αυτά με το μικρό τους ρόλο, που μπορεί να περιλαμβάνει από μερικά λόγια μέχρι και μία ολόκληρη σκηνή, αποτελούν τις περισσότερες φορές τη διακριτική αλλά απίστευτα ενεργητική δύναμη που ωθεί την ιστορία σε κίνηση.
Αν ο συγγραφέας είναι ξεκάθαρος στη λειτουργία που θέλει να δώσει σε αυτούς τους χαρακτήρες, νομίζω ότι η δημιουργία τους δεν είναι τόσο δύσκολη. Ίσως η πρόκληση να μη βρίσκεται τόσο στην πλευρά του συγγραφέα, δηλαδή της δημιουργίας, όσο σε αυτή της πρόσληψης: αντιστρέφοντας λίγο το δεύτερο σκέλος της ερώτησης, ίσως η πρόκληση να εντοπίζεται περισσότερο στον αναγνώστη, ο οποίος καλείται να σκεφτεί και κριτικά να ερευνήσει τους λόγους για τους οποίους δίνεται στον κάθε δευτερεύοντα χαρακτήρα ενός έργου λιγότερη ή περισσότερη σημασία.
–Τι κάνει τον Ίνγκο να εμπιστευτεί τόσο βαθιά και χωρίς αναστολές τον Μπόρντο δεδομένου του υποβάθρου του; Εξήγησε μας λίγο τα κίνητρα του.
Πραγματικά ο Ίνγκο είναι ένας τόσο αλλοπρόσαλλος και παρορμητικός ήρωας, που ούτε εγώ θα μπορούσα να απαντήσω με βεβαιότητα!
Η υπόθεση που μπορώ να κάνω είναι ότι ο Ίνγκο διαθέτει ακονισμένο ένστικτο – νομίζω ότι εξαρχής αντιλήφθηκε τη διαφορά ανάμεσα στους στρατιώτες που ήθελαν να τον εκμεταλλευτούν και τον Μπόρντο που ήθελε να τον βοηθήσει. Ίσως ακόμη ένας παράγοντας – λίγο πιο αφηρημένος και στα πλαίσια του πεπρωμένου στο οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω – να είναι το γεγονός ότι ο Μπόρντο δεν αποτελούσε για τον Ίνγκο μια τυχαία γνωριμία, αλλά έναν άνθρωπο για τον οποίο αισθάνθηκε ότι η παρουσία του θα λειτουργούσε καταλυτικά στη ζωή του.
Ο Ίνγκο παρουσιάζεται λίγο αλλοπρόσαλλος στα μάτια μας, γιατί λειτουργεί περισσότερο με βάση τη διαίσθηση παρά με τη λογική και ίσως να μπορέσουμε να κατανοήσουμε την τάση του αυτή αν θυμηθούμε το χάρισμά του και τη διπλή του ταυτότητα – ίσως να μην είναι φτιαγμένος για να σκέφτεται τόσο με το συνηθισμένο “ανθρώπινο” τρόπο.
-Πως εμπνεύστηκες αυτόν τον τρόπο αφήγησης που χαρακτηρίζει το βιβλίο; Την αφήγηση δηλαδή δύο ταχυτήτων, μία απευθυνόμενη στον αναγνώστη και μία απευθυνόμενη στην ίδια την ιστορία;
Όταν έγραφα αυτό το βιβλίο στα 17 μου, δεν είχα μπει στη διαδικασία να σκεφτώ ιδιαίτερα πρακτικά θέματα, όπως οι τεχνικές αφήγησης που θα ήθελα να χρησιμοποιήσω. Είχα απλά την επιθυμία να απευθυνθώ στον αναγνώστη και να σεβαστώ την παρουσία του, με τον ίδιο τρόπο που και αυτός σεβάστηκε το δημιούργημά μου με την ποιοτική του ανάγνωση.
Αργότερα, ανάμεσα στα διαβάσματά μου ανακάλυψα το βιβλίο “Τομ Τζόουνς” του Χένρυ Φήλντινγκ, ενός Άγγλου συγγραφέα του 18ου αιώνα, ο οποίος χρησιμοποιεί ακριβώς την ίδια τεχνική. Η έκπληξή μου ήταν μεγάλη και εξαρχής παραδέχτηκα ότι το επίπεδο στο οποίο ο Φήλντινγκ κατέχει αυτό τον τρόπο αφήγησης είναι τουλάχιστον εντυπωσιακό (παρεμπιπτόντως τον συστήνω ανεπιφύλακτα)!
-Τι μήνυμα θέλει να περάσει τελικά “Η Κοιλάδα”;
Ίσως η πιο δύσκολη ερώτηση. Αν ήθελα να απαντήσω διπλωματικά, θα μπορούσα να υποστηρίξω ότι το πόρισμα αυτό εξαρτάται από τον αναγνώστη: για κάποιους ίσως είναι μία τραγική ιστορία, για άλλους ένα μυθιστόρημα εξιλέωσης, για άλλους απλά ένα κείμενο φανταστικής λογοτεχνίας. Η όποια οπτική μεταβάλλει ίσως και το μήνυμα του κειμένου.
Προσωπικά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η άποψή μου είναι και σωστή, θεωρώ ότι “Η Κοιλάδα” είναι ένα βιβλίο που προβάλλει την αλλαγή και συγκεκριμένα τη συγκαλυμμένη αλλαγή, που λειτουργεί διακριτικά και μεταλλάσσει αθόρυβα. Αν η ζωή του καθενός από εμάς ήταν γραμμένη σε ένα χοντρό πολυσέλιδο βιβλίο και γυρνούσαμε κάποιες σελίδες πίσω, θα αναφωνούσαμε ίσως: “Πόσο διαφορετικά σκεφτόμουν τότε! Πώς έκανα κάτι τέτοιο;” και ίσως θα αναρωτιόμασταν πώς τα γεγονότα, σημαντικά ή μικρά και ανούσια, μετάλλαξαν ολοσχερώς το παρόν μας.
Το ίδιο θα ήθελα να πιστεύω και για την “Κοιλάδα”: ο αναγνώστης που φτάνει στις τελευταίες σελίδες δεν υποψιάζεται την κομβική μεταμόρφωση των χαρακτήρων – μόνο αν προσεκτικά αναλογιστεί την αρχή τη συνειδητοποιεί.
Η επίτευξη αυτής της σκέψης και αυτής της σύγκρισης είναι για μένα ό,τι πολυτιμότερο μπορεί να προσφέρει δυνητικά αυτό το έργο.