Έχω ένα μικρό πρόβλημα που δεν μπορώ να λύσω.
Τα βράδια κάθομαι κάτω από τα χρυσά κάδρα του παρελθόντος και ο ήχος του ανεμιστήρα δεν φτάνει για να καλύψει τον θόρυβο των σκέψεων, γυρνάνε με ανοιχτά τα στόματα και κόβουν ταιριαστά κομμάτια σάρκας.
Και το κορμί λιγοστεύει και εξασθενεί, σαν το μυαλό και αυτό εδώ και καιρό έχει χάσει τον αγώνα με την καθημερινότητα.
Δεν είμαι ερωτευμένος.
Αλλά παρόλα αυτά η νύχτα κάθεται πάνω μου σαν δροσερό σεντόνι και ξεφυσώ καπνό γεμάτο ψέμματα.
Ταιριάζω την έλλειψη θέρμης στο κορμί με την φωτιά των πνευμόνων και κάπως έτσι χτίζω τις αντιθέσεις που με βοηθούν να βγάλω το βράδυ.
Δεν είμαι ερωτευμένος.
Κάνω μία ζωή απλή, βασανισμένη από την υποψία υπεραξίας όπως όλοι, αλλά μέχρι εκεί.
Δεν είμαι ερωτευμένος.
Καμία ρομαντική υπέρβαση, κανένα προσεκτικά γραμμένο γράμμα.
Σκουπίζω την βρωμιά των χεριών μου σε άσπρες σελίδες και μετά τις πνίγω
σε απόμερα, τυραννικά, τετράδια σαν ανάλγητος πατέρας. Ούτε καν σαν πατέρας, σε αυτόν αναγνωρίζεις ένα σχέδιο χτισμένο από αγάπη που η επιτυχία του ίσως απαρνιέται την στοργή.
Ένας αδίστακτος πατριός ίσως.
Μία φιγούρα που μπορεί να ταιριάξει αρμονικά την απουσία συμμετοχής στη δημιουργία και ωστόσο την καταδυνάστευση της ύπαρξης.
Δεν είμαι ερωτευμένος.
Δεν σκέφτομαι κανένα κοινό μέλλον.
Κανένα ακτινοβόλο χαμόγελο δεν καυτηριάζει την μνήμη μου.
Κανένα ζευγάρι ματιών δεν στοιχειώνει τους ύπνους μου.
Κανένα ζευγάρι λεπτών, τρυφερών και λίγο στραβών χειλιών δεν με καλεί να τα γευτώ.
Δεν είμαι ερωτευμένος.
Ωστόσο η νύχτα είναι πηχτή και αμείλικτη και από το βρώμικο μπαλκόνι μου μέχρι την καμμένη απ’το ημίφως αποβάθρα δεν υπάρχουν παρά άδειες εκκλησίες και σοβαροί, τόσο σοβαροί, περαστικοί.
Και αυτή η προσυμφωνημένη σιωπή των τυχαίων συναντήσεων με εξοντώνει, ένα σοβαρό βλέμμα τη φορά.
Δεν είμαι ερωτευμένος.
Μα ο βόμβος του ανεμιστήρα λέει μια άλλη ιστορία και το σπασμένο πλαστικό τρέμει και φτύνει ζεστό
αέρα που αδυνατεί να με δροσίσει, ένα κύμα τη φορά.
Πώς θα ήταν αυτά τα βράδια αν αντί ο ανεμιστήρας αδυνατούσε να με δροσίσει, αδυνατούσε να μας δροσίσει;
Πώς θα ήταν αν με τα πόδια σου με σκούνταγες να σου φέρω νερό ή να σου στρίψω ένα τσιγάρο;
Δεν μπορώ να απαντήσω, γιατί ζω δίπλα σε έναν βραχνό, ανεπαρκή ανεμιστήρα , πολύ μακριά από αυτό το τρυφερό “αν”, και τους ταραγμένους σου ύπνους.
Και αν διψάς στη μέση της νύχτας, ή η έξη για καπνό σε τσαντίζει, δεν ξεσπάς πουθενά.
Σηκώνεσαι μες τα νεύρα και βάζεις μόνη σου νερό, στρίβεις αμίλητη τσιγάρο. Και ας διψώ μαζί σου. Και ας θέλω να σου φιλήσω λίγο πίσσα στα χείλη.
Δεν χάνεις την γεύση σου εσύ.
Δεν σε φοβάμαι.
Ξέρεις όμως τι φοβάμαι;
Είναι που δεν σε ξέρω.
Σκέφτομαι και σκέφτομαι και το μυαλό γεμίζει ομοιώματα στιγμών μας. Δεν ήσουν δίπλα μου ποτέ.
Δεν ξέρω τι σε θυμώνει, δεν ξέρω τι φοβάσαι.
Σε υποψιάζομαι όπως το παιδί διπλοκοιτάζει κάτω από το κρεβάτι. Δεν βρίσκει τίποτα μα ακόμα κοιτά το κενό και φοβάται.
Και γω κάτι τέτοιες ώρες φοβάμαι το τόσο υπαρκτό, τόσο ανελέητο κενό σου.
Γιατί δεν μπορώ να σε διαψεύσω.
Αν ήσουν εδώ η οπτασία σου θα ράγιζε απ’την πολλή σου αλήθεια.
Δεν θα υπέθετα τι θα έλεγες. Θα το άκουγα.
Δεν θα αναρωτιόμουν τι θα έκανες. Θα το έβλεπα.
Το πιο φρικτό δεν είναι που το βράδυ κοιμάσαι μόνη σου ή με κάποιον άλλον. Ποτέ δεν είχε σημασία.
Το πιο φρικτό δεν είναι που με κοιτάς τόσο σοβαρή και μου λες πάντα βιαστικά την καληνύχτα πριν σε καταπιεί η πόρτα.
Δεν σημαίνω τίποτα για εσένα και το σέβομαι.
Με γαμά όμως που σκέφτομαι ένα ψέμα. Η οπτασία σου με καταστρέφει με έναν πολύ αργό και συνειδητό τρόπο.
Το να μην μπορώ να ξέρω πως είσαι, αφήνει άπειρο χώρο στο μυαλό για το πως ίσως να είσαι. Και αυτό δεν το διώχνεις με τίποτα.
Κολλά πάνω σου και σε λερώνει μέχρι να πας για ύπνο. Και το πρωί που ξυπνώ είναι εκεί και με κοιτά με κάτι άδεια μάτια και δεν έχω τι να του πω.
Δεν είμαι ερωτευμένος.
Όχι με εσένα.
Όχι με οτιδήποτε είσαι ή θα μπορούσες να γίνεις.
Ερωτεύτηκα το ψέμα που έστησα στη θέση σου.
Δεν φταις εσύ. Πώς θα μπορούσες να φταις εσύ;
Αν δεν κάνω λάθος ούτε που καπνίζεις.
Ας μπορούσες όμως για μία στιγμή να γίνεις αληθινή σαν τον θλιμμένο μου, ανεπαρκή ανεμιστήρα. Δεν θα με πείραζε.
Μόνο κέρνα με μία τζούρα αλήθειας, ξενέρωσέ με σε παρακαλώ, να δώσω μία στο σκιάχτρο που μας έστησα, εσύ να εξιλεωθείς και γω να ηρεμήσω.
Δεν είμαι ερωτευμένος, ελπίζω να με πίστεψες.
Ένα ανθρωπάκι είμαι.
Στεγνό και ανελεύθερο.