Εκεί όπου η τέχνη του λόγου συναντά την τέχνη της φωτογραφίας.

 

1. Τα φτερά της πεταλούδας – Γιάννης Ζαραμπούκας

Φωτογραφία: Άρτεμις Κουλουρά

Σκιές τερατόμορφες με νύχια και μύτες γαμψές κεντούν γύρω σου βαθύ σκοτάδι. Σε κυκλώνουν… Οι κυψελίδες των πνευμόνων σου μπουκώνουν από ‘κείνη τη μπαγιάτικη μυρουδιά που ζέχνει ξινισμένο ιδρώτα και φθηνή αντρική κολόνια. Το πρόσωπο σου κοκκινίζει, το στήθος σου τραντάζεται και τα μάτια σου βρέχουν τα μάγουλα σου. Πνίγεσαι…

Οι σκιές απλώνουν τα βαριά πλοκάμια τους και τυλίγουν σφιχτά τη γύμνια του νεανικού κορμιού σου. Το άγγιγμα τους κρύα λεπίδα, αιχμηρή, που ματώνει την απαλή σου σάρκα. Πονάς… Σφαλίζεις τα βλέφαρα σου. Ρίχνεις αυλαία στον κόσμο αυτό τον απάνθρωπο και πλέκεις με νήμα τ’ όνειρο έναν ήλιο φωτεινό να στέκει πάνω σε ένα γαλάζιο σεντόνι ζεσταίνοντας το λευκό σώμα της ψυχής σου. Ξαπλωμένη πλάι του απολαμβάνεις το ρυθμό της κοιμισμένης του αναπνοής. Ανασαίνεις τη φρεσκάδα του κορμιού του και τ’ άρωμα του.

Eκείνο που σου φέρνει στο μυαλό φρεσκοψημένα κουλουράκια κανέλας πασπαλισμένα με ζάχαρη. Απλώνεις το χέρι και αιχμαλωτίζεις στην παλάμη σου την ευτυχία που πετά γύρω σας. Την ακουμπάς πάνω του, στο ιδρωμένο του κορμί να ξεδιψάσει με τους χυμούς του ερωτά σας. Κι ύστερα ανοίγοντας τα πολύχρωμα φτερά της συνεχίζει το ταξίδι της στο απέραντο γαλάζιο.

Ξάφνου, ο ήλιος σβήνει. Διαμελίζεται, πέφτοντας νεκρός σε κομμάτια θαμπά… Το σκοτάδι απλώνει. Στον ουρανό κρέμονται απειλητικά, σκιές. Η ευτυχία φοβισμένη επιστρέφει και κουρνιάζει μέσα σου, τρέμει… Η αυλαία ανεβαίνει κι η σκληρή παράσταση συνεχίζεται. Το ουρλιαχτό σου τσαλακώνει την σιωπή του δρόμου. Το αίμα κυλά γύρω σου βάφοντας άλικο το γκρίζο της ασφάλτου. Άνεμος φυσά παίρνοντας τις σκιές μακριά σου. Χάνονται… Απ’ τον ουρανό στάζουν πολύχρωμα φτερά. Η πεταλούδα πνίγεται στο αίμα σου, που καίει. Τα ματιά σου καρφωμένα στον φανοστάτη απέναντι αναζητούν το φως…

2. Οριστικό – Μαίρη

Φωτογραφία: Δέσποινα Μπαράκη

Και πάνω στη στροφή του δρόμου, την είδε. Στρέφοντας φευγαλέα το βλέμμα του προς το απέναντι πεζοδρόμιο, φανερώθηκε μπροστά του σαν οπτασία. Μπορούσε να ξεχωρίσει από μακριά την αίσθηση που αφήνει στο χώρο το άρωμα της. Αβέβαιος ακόμα, μα και μαγεμένος από αυτή την αναπάντεχη αποκάλυψη, την ακολούθησε. Μερικά μέτρα πιο κάτω, εκείνη σταμάτησε στην στάση της κεντρικής πλατείας. Δεν φαινόταν να είχε αντιληφθεί την παρουσία του. Η απόσταση που μεσολαβούσε μεταξύ τους δεν ήταν μεγάλη, όμως από την πλευρά, που ο ίδιος βρισκόταν,  η αυξημένη μεσημεριανή κίνηση θα μπορούσε να τον είχε καταστήσει μη ορατό στο οπτικό της πεδίο. Πάντοτε αφηρημένη, σκέφτηκε εκείνος χαμογελώντας. Αυτή η παιδικότητα και η ανεμελιά που την διέκριναν ήταν από τα πρώτα στοιχεία που τον είχαν εντυπωσιάσει πάνω της.

Παρατηρώντας την, τώρα, που υποτίθεται ότι είχε κάνει τον απολογισμό του και πίστευε ότι είχε καταλήξει πως η ιστορία αυτή άνηκε οριστικά στο παρελθόν, ένα αίσθημα αμφιβολίας γεννήθηκε μέσα του. Η γνώριμη μορφή της, ελαφρώς παραλλαγμένη από μερικές αχνές ρυτίδες στις άκρες των ματιών, του προκαλούσε ανάμεικτα συναισθήματα και παρορμήσεις. Πρώτη του σκέψη, να την πλησιάσει… Βρισκόταν μονάχα λίγα βήματα μακριά της, λίγες αναπνοές πιο πέρα από την πρότερη ευτυχία του. Εκείνη στεκόταν δυναμική και γεμάτη αυτοπεποίθηση μέσα στο αγαπημένο κόκκινο φόρεμά της, με την μεγάλη μαύρη καρφίτσα στο αριστερό πέτο. Δίσταζε.. Πώς να την πλησιάσει έπειτα από τόσο καιρό;

Χαμένος στις σκέψεις του καθώς ήταν, δεν φαίνεται να είχε δει τον γελωτοποιό που συγκέντρωνε τα βλέμματα και τα χειροκροτήματα όσων περιδιάβαιναν την πλατεία και οι οποίοι σταδιακά είχαν σχηματίσει έναν κύκλο γύρω απ’ αυτόν. Το γεγονός αυτό από μόνο του, δεν θα τον απασχολούσε ιδιαίτερα, ίσως και να μην το είχε προσέξει καθόλου, αν δεν έβλεπε εκείνη από το σημείο όπου περίμενε, να συμμερίζεται το κλίμα αυτό, κοιτάζοντας εύθυμα, που και που, προς την κατεύθυνση του κλόουν. Και τότε αποφάσισε…

Με γρήγορες και σχεδόν ασύνειδες κινήσεις, πλησίασε το μέρος όπου γινόταν η παράσταση, πήρε ένα μπαλόνι, από τα πολλά που κοσμούσαν τις δύο πλευρές της σκηνής, και βρέθηκε, μόλις σε μια στιγμή, απέναντι της. Εκείνη έκπληκτη τον κοίταξε απευθείας στα μάτια, με τον τρόπο που πάντα τον τάραζε. Το κοίταγμα της, όμως, είχε κάτι το διαφορετικό. Έκρυβε μια ψυχρότητα, μια απόσταση. Το μπαλόνι που κρατούσε μετέωρο προς το μέρος της, προσέθετε ακόμα περισσότερη αμηχανία στη στιγμή. Κανένας από τους δύο, δεν τολμούσε να ψελλίσει λέξη. Ο χρόνος ξάφνου σαν να πάγωσε και να ακινητοποιήθηκε.

Και μέσα στην ηχηρή σιωπή, εκείνη πήρε την πρωτοβουλία μιας δράσης, αρκετά εύγλωττης για τον ήρωα. Με αργές και πολύ συνειδητές κινήσεις ξεκούμπωσε την καρφίτσα από το πέτο της, την κράτησε με το δεξί της χέρι και τρύπησε ανάλαφρα το μπαλόνι. Εκείνη τη στιγμή, το λεωφορείο σταμάτησε μπροστά τους. Η κοινή διαδρομή τους είχε πια τελειώσει…

3. Άτιτλο – Άρτεμις Κουλουρά

Φωτογραφία: Άρτεμις Κουλουρά

Παραδέξου το. Ποτέ δεν μιλούσες. Όλα τα φυλάκιζες μέσα σε ένα τείχος που δύσκολα κυριευόταν. Περνούσαν τα χρόνια, μεγάλωνε το τείχος. Τώρα πια περιφρουρεί το μέσα σου και φοβάσαι, όποτε κάποιος προσπαθήσει να εισβάλει.

Δεν μιλάς. Ποτέ δεν μιλούσες. Κι αν το κάνεις, γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος, αισθάνεσαι ένα σφίξιμο, κάτι να σε κρατάει πίσω, να σου φωνάζει ότι δεν μπορείς να ανοιχτείς περισσότερο. Έτσι κάνεις την ζωή σου και την ζωή των άλλων δύσκολη. Όταν σε ρωτάνε τι σου συμβαίνει, αρνείσαι να απαντήσεις κι ας διακρίνεις το ενδιαφέρον, τη γλυκύτητα ή και την περιέργεια με την οποία σου απευθύνουν την ερώτηση. Δεν ξέρεις ούτε εσύ τι συμβαίνει. Ψάχνεσαι κι ο ίδιος, αλλά σταματάς, είτε γιατί πράγματι δεν τρέχει τίποτα, είτε επειδή είσαι μπερδεμένος και δεν προλαβαίνεις να καταλήξεις σε ένα μοναδικό συναίσθημα που σε διαπερνά ή γιατί φοβάσαι τι θα αντικρίσεις μέσα σου.

Από αυτό σου το χαρακτηριστικό προκύπτει και η αντιμετώπιση σε λεγόμενα των άλλων. Ποια είναι αυτή; Η ειρωνεία σου, το να το ρίχνεις στην πλάκα, γειώνοντας τον άλλον και υπεκφεύγοντας. Είναι ένας τρόπος άμυνας αν θες. Να προστατευτείς, να μην εκτεθείς παραπάνω, γιατί νομίζεις πως αρκετά έχεις αφεθεί ακάλυπτος στα μάτια των υπολοίπων. Έλα όμως που δεν θα σ’ την κάνει τη χάρη η ζωή. Και ναι… θα σου χαλάσει την ζαχαρένια σου και τη βολεμένη στάση σου απέναντι στις μέχρι πρότινος συνήθειες σου.

Δεν γίνεται να περάσεις τόσα χρόνια κλεισμένος σε ένα καβούκι. Είναι αδύνατο να περιορίσεις την ψυχή σου. Ακόμα κι αν το θεωρείς πιθανό, που το θεωρείς, δεν θα σε αφήσουν οι συνθήκες. Οι άνθρωποί σου επιδιώκουν να σε ανακαλύψουν, μιας και διακατέχονται από μια επιθυμία να έρθουν πιο κοντά σε σένα, να σε καταλάβουν, να γνωρίσουν τα συναισθήματά σου, μήπως και βγάλουν καμιά άκρη, ώστε να πράξουν αναλόγως.

Παράλληλα, βέβαια, νιώθεις κι εσύ μια αντίστοιχη υποχρέωση. Έρχεται η στιγμή που συνειδητοποιείς ότι πρέπει να μιλήσεις, να πεις μια καλή κουβέντα που τόσο πια σε δυσκολεύει, να εκφράσεις ό,τι σε ταλαιπωρεί, γιατί δεν είσαι σίγουρος ότι μπορείς να το αντέξεις μοναχός σου. Η υποχρέωσή σου έγκειται στην ανάγκη να δουν αυτοί οι άνθρωποι τι έχεις στο μυαλό σου, ειδικά δε αν είσαι μακριά τους. Έκτος αν έχεις βρει κάποιον καινοτόμο τρόπο μετάδοσης προβληματισμών και συναισθημάτων με τηλεπαθητικό τρόπο…

Παρατήρησε τη μυστικοπάθειά σου όταν γράφεις. Τώρα, αυτή τη στιγμή. Δε θες να δουν ούτε μια λέξη σου. Σε νοιάζουν τα συμπεράσματα αγνώστων ανθρώπων για το τι κουμάσι είσαι κι εσύ. Λες κι έχει κάποια σημασία. Για αυτό θες τόσο να μαθαίνεις οτιδήποτε λέγεται για σένα, έστω και ασήμαντο, θετικό ή αρνητικό. Μόνο το όνομά σου να αναφερθεί θέλεις να μάθεις ποια συζήτηση σε έφερε στο μυαλό τους. Επιθυμείς μια πλήρη γνώση της εικόνας των άλλων για την παρουσία σου. Με την άποψη των άλλων για την ουσία σου τι γίνεται; Αυτή μπορεί να τη γνωρίζεις καλύτερα.

Είναι συνήθως εκείνοι οι κοντινοί σου θησαυροί που κάπως σε ξέρουν. ”Κάπως” γιατί το περιθώριο λάθους είναι αξιοσημείωτο. Κανείς μάλλον δεν μπορεί να γνωρίσει όλες τις πτυχές του εαυτού σου, όλα τα τραύματα και τις ανάγκες σου. Ούτε καν εσύ ο ίδιος.

Σχόλια