Σαν σήμερα το 1989 έφυγε από τη ζωή ο Σάμιουελ Μπέκετ, ένας από τους σημαντικότερους πρωτοπόρους της σύγχρονης λογοτεχνίας και εκφραστής ενός μυστηριώδους ρεύματος που πολύ δύσκολα μπορεί να ενταχθεί σε κάποια καλλιτεχνική φόρμα.

Ο Μπέκετ έχει θεωρηθεί μοντέρνος, μεταμοντέρνος αλλά και «πατέρας» του θεάτρου του παραλόγου, όμως ο ίδιος αρνήθηκε όχι μόνο τους τίτλους αυτούς, αλλά και οποιαδήποτε προσπάθεια να δοθεί νόημα στα έργα του. Γεννημένος σε μια επαρχιακή πόλη κοντά στο Δουβλίνο, ο «Σαμ» σπουδάζει Γαλλικά και Ιταλικά, διαβάζει μανιωδώς τα έργα του Δάντη και το 1928 δίνει διαλέξεις Αγγλικών στην École Normale Supérieure του Παρισιού, τις οποίες παρακολουθούν ως φοιτητές ο Σαρτρ και η Σιμόν ντε Μποβουάρ.

Επίσης, στο Παρίσι γνωρίζεται με τον Τζέημς Τζόυς και οι δύο Ιρλανδοί αναπτύσσουν στενή φιλική και πνευματική σχέση. Ο βαθμός στον οποίον ο νεαρός Μπέκετ επηρεάζεται από τον Τζόυς έχει ίσως υπερτονιστεί από τους κριτικούς, καθώς κάτι τέτοιο ισχύει κυρίως για το πρώιμο έργο του Μπέκετ, μέχρι δηλαδή να αναπτύξει το μοναδικό προσωπικό του στυλ. Αυτό θα συμβεί μόνο αφού αυτοεξοριστεί στο Παρίσι το 1937 και ζήσει ορισμένες δύσκολες εμπειρίες, όπως ο παγκόσμιος πόλεμος και τα προσωπικά του ψυχικά σκαμπανεβάσματα.

Όταν τα ναζιστικά στρατεύματα εισβάλουν στη χώρα, ο Σάμιουελ Μπέκετ εντάσσεται στη Γαλλική Αντίσταση και δραστηριοποιείται έμμεσα ή άμεσα, με αποκορύφωμα τη διάσωση της αγαπημένης του Σουζάν από τα χέρια της Γκεστάπο. Όπως και τους περισσότερους καλλιτέχνες, ο παραλογισμός και η ματαιότητα του πολέμου καθορίζουν τον ψυχισμό του Μπέκετ, που μέσα από τα έργα του θα εκφράσει τον παραλογισμό και τη ματαιότητα ολόκληρης της ζωής. Ο Μπέκετ πιστεύει πως η ζωή έχει νόημα αλλά αυτό είναι αδύνατο να βρεθεί και έτσι ο κόσμος είναι καταδικασμένα γεμάτος με αιωρούμενες απορίες, αδιέξοδα και απελπισία. Στο διασημότερο θεατρικό του έργο, οι -πάντα περιθωριακοί- ήρωες περιμένουν μάταια την άφιξη του Γκοντό και συμβολικά του Θεού (God-ot), κάτι όμως που για τον Μπέκετ σημαίνει πως «δεν έρχεται, άρα υπάρχει».

Βέβαια, ο τίτλος «απαισιόδοξος προφήτης» δεν είναι απόλυτα εύστοχος για τον Μπέκετ, που βρίσκει κωμική τη δίχως ελπίδα αναζήτηση της αλήθειας και σημαντικό το να απολαμβάνει κανείς τις ερωτήσεις και το ταξίδι της ζωής. Ο συλλογισμός αυτός του χαρίζει μια πολύ ιδιαίτερη καλλιτεχνική ελευθερία: «Δεν υπάρχει ενότητα στον κόσμο, άρα γιατί να υπάρχει στα κείμενά μας; Ποια η πραγματικότητα; Το έργο, τα ίδια τα κείμενα».

Η πεποίθηση του πως η τέχνη πρέπει να είναι υποκειμενική και να εκφράζει τον εσωτερικό κόσμο του δημιουργού, έρχεται σε μορφή αποκάλυψης που βιώνει ο Μπέκετ στο δωμάτιο της μητέρας του στο Δουβλίνο το 1945 και που θα αποτυπώσει αργότερα (1958) μέσω του Κράππ, του ηλικιωμένου ήρωα που ακούει σε κασέτα το αποκαλυπτικό παρελθόν του.

Γράφει στα γαλλικά επειδή «είναι πιο εύκολο να γράψεις χωρίς ύφος» και έτσι, μέσα από τον εκφυλισμό της, απομυθοποιεί την ικανότητα της γλώσσας να περιγράψει αντικειμενικά την ουσία και την αλήθεια. Δίνει λοιπόν μεγάλη βαρύτητα στη σιωπή και κυρίως στο οπτικό κομμάτι του θεάτρου, καθώς οι σκηνικές οδηγίες στα έργα του είναι πάντα λεπτομερέστατες. «Η γλώσσα του είναι συνάμα λιτή, βίαιη, ελλειπτική. Δεν τον κρατούν αιχμάλωτο οι γραμματικοί κανόνες: αρχίζει μία φράση στον ενικό, την τελειώνει στον πληθυντικό, αντικαθιστά ένα ρήμα με ένα ουσιαστικό αν νομίζει ότι αυτό βοηθάει. Περνάει από την τέλεια έκφραση του απόλυτου λυρισμού, στη γλώσσα του πεζοδρομίου, στις βωμολοχίες» γράφει η Χριστίνα Τσίγγου στον ελληνικό πρόλογο του «Τέλους του Παιχνιδιού».

Ο Μπέκετ είναι άναρχος, αινιγματικός και παράδοξος σε όλα τα επίπεδα του έργου του. Την παραληρηματική του γλώσσα πλαισιώνουν οι δυνατές, μεταφυσικές εικόνες, μια πρωτοφανής χρονική αυθαιρεσία, οι κατακερματισμένοι χαρακτήρες και η πλοκή που περισσότερο θυμίζει αίνιγμα. Παρόλο που η λογική δε λείπει από το έργο του Μπέκετ, ο Μάρτιν Έσσλιν θα το αποκαλέσει «Θέατρο του Παραλόγου», εξηγώντας: «κάθε απόπειρα να καταλήξει κανείς σε μια ξεκάθαρη και σίγουρη ερμηνεία θα ήταν τόσο παράλογη, όσο και το να προσπαθήσει να ανακαλύψει και να καθορίσει που ακριβώς αρχίζει και που ακριβώς τελειώνει το περίγραμμα ενός κιάρο–σκούρο σ’ έναν πίνακα του Ρέμπραντ, ξύνοντας τη μπογιά».

Ο Μπέκετ είναι περισσότερο γνωστός για το έργο του Περιμένοντας τον Γκοντό, το οποίο γράφτηκε αρχικά στα γαλλικά, όπως και τα περισσότερα έργα του Μπέκετ μετά το 1947. Το έργο δημοσιεύτηκε το 1952 και παρουσιάστηκε στο θέατρο για πρώτη φορά το 1953. Στο Παρίσι, έκανε δημοφιλή και αμφιλεγόμενη επιτυχία, ενώ στο Λονδίνο το 1955 αρχικά το υποδέχτηκαν με αρνητικές κριτικές, ενώ παίχτηκε με επιτυχία και στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η επιτυχία αυτή άνοιξε στον Μπέκετ το δρόμο για μια σταδιοδρομία στο θέατρο με επιτυχημένα έργα όπως: Endgame, Krapp’s Last Tape, Happy Days και Play.

To 1969 απονέμεται στον Σάμιουελ Μπέκετ το Νόμπελ Λογοτεχνίας για το έργο του, που «μέσα από νέες λογοτεχνικές και θεατρικές φόρμες, εξυψώνει το μοντέρνο άνθρωπο μέσα από την ένδειά του». Ο Μπέκετ αρνείται να το παραλάβει και διαθέτει το χρηματικό έπαθλο των 73.000 δολαρίων σε νέου και πρωτοποριακούς καλλιτέχνες, ζωγράφους και σκηνοθέτες. Όσο μεγαλώνει, το έργο του Μπέκετ γίνεται όλο και περισσότερο μινιμαλιστικό και κάτι παρόμοιο συμβαίνει με τη ζωή του. Πέρασε τα τελευταία του χρόνια απομονωμένος στο Παρίσι.

Πηγή

Σχόλια