Μια ιστορία για τον έρωτα, την απώλεια, το θάνατο και τη λύτρωση που διαδραματίζεται εκείνη την περίεργη ώρα, στην αλλαγή του χρόνου. Σε αυτό το μεταίχμιο μεταξύ δύο χρόνων που όλα μπορούν να συμβούν και που ότι γίνεται αποκτά μια σημασία συμβολική.
Άνοιξε τα μάτια της και σηκώθηκε κατευθείαν από το κρεβάτι. Δεν είχε όρεξη ούτε για χουζούρι, ούτε για τεμπελιά. Από τότε που σταμάτησε να ξυπνάει δίπλα του το πρωινό ξύπνημα έγινε ένα καθημερινό βασανιστήριο. Μια ανηλεής υπενθύμιση της απουσίας του.
Αφαίρεσε άλλη μια μέρα από το νοητό ημερολόγιο της φυλακής της. Πίστευε πως θα έρθει μια μέρα που θα έχει εκτίσει την ποινή της στον έρωτα και δια μαγείας θα τον ξεχνούσε, θα σταματούσε να ποθεί το γεμάτο πάθος και λατρεία φιλί του.
Στις αρχές του Οκτώβρη, ένα τηλεφώνημα την είχε βγάλει από τις μνήμες και τους απολογισμούς. Ο Στάθης είχε φύγει πριν δύο βδομάδες περίπου κι εκείνη έκανε ταμείο στη ζωή της. Αυτό το τηλεφώνημα ήρθε να διακόψει την αναπόληση.
H διακοπή αυτή δεν κράτησε πολύ, παρά μόνο για όσο διήρκεσε ο διαπεραστικός ήχος του τηλεφώνου και η ολιγόλεπτη συνομιλία που ακολούθησε.
«Νεφέλη μου…», ακούστηκε τρεμάμενη η γνώριμη φωνή της θείας Μαρίας στην άλλη άκρη της γραμμής.
«Τι είναι θεία μου; Είσαι καλά;»
«Όχι παιδί μου… Η Ελένη… Πέθανε, χθες βράδυ. Ο πατέρας σου έχει καταρρεύσει.», είπε με τη φωνή της να τρέμει περισσότερο.
Για μερικά δευτερόλεπτα, που φάνηκαν αιώνες, μια σιωπή επικράτησε και στα δύο ακουστικά. Μια σιωπή που έσπασε από τα αναφιλητά της Νεφέλης.
«Έρχομαι θεία.». Μόνο αυτό κατάφερε να πει και έκλεισε το τηλέφωνο.
Ξέσπασε σε κλάματα. Δεν είχε καταφέρει να κλάψει όλο αυτόν τον καιρό. Έκλαιγε για τη μητέρα της, για τον Στάθη, αλλά και για τον πατέρα της που ήξερε πως δεν θα μπορούσε να ζήσει χωρίς εκείνη. Η μητέρα της ήταν για εκείνον η ζωή του όλη.
Κάπως έτσι βρέθηκε να περνάει τους τελευταίους μήνες του χρόνου στο νησί. Μετά από την κηδεία, έμεινε να προσέχει τον πατέρα της. Βαθιά μέσα της ήξερε πως έμενε για να πάρει απόσταση από τη μέχρι τότε ζωή της με το Στάθη.
Το μόνο που θυμάται από τους τελευταίους μήνες είναι τον πατέρα της, την ώρα της κηδείας. Κοιτούσε το ανοιχτό φέρετρο με αυτό το διαπεραστικό βλέμμα με το οποίο κοιτούσε πάντα την Ελένη. Ήταν το ίδιο έντονο όπως πάντα, αλλά πιο ερωτικό, πιο λατρευτικό και πιο τρυφερό από ποτέ. Δεν πήρε το βλέμμα του από πάνω της και της κρατούσε το χέρι μέχρι να του την πάρουν για πάντα.
Δεν έκλαψε, παρά μόνο όταν έκλεισαν το φέρετρο και συνειδητοποίησε πως θα του στερούσαν την μορφή της για πάντα. Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που τον είδε να δακρύζει. Και η τελευταία φορά που τον είδε να χαμογελάει.
Και τώρα, την τελευταία μέρα του χρόνου βρισκόταν ακόμα στο νησί. Σε ένα μέρος εκνευριστικά ήσυχο. Είχε κοιμηθεί όλη την ημέρα και όταν ξύπνησε ο ήλιος είχε ήδη δύσει. Άνοιξε το παράθυρο και έμεινε να κοιτάει τη θάλασσα.
Τα απομεινάρια του ηλιοβασιλέματος ήταν ακόμα εμφανή στον σκοτεινό ουρανό. Μερικές μοβ και πορτοκαλί λεπτομέρειες αντιστέκονταν στο μαύρο της νύχτας. Ένα σχεδόν ολόγιομο φεγγάρι, που είχε αρχίσει να αδειάζει, έπαιρνε δειλά δειλά τη θέση του στο νυχτερινό σκηνικό.
Η Νεφέλη έστεκε ακίνητη στο παράθυρο, βλέποντας την τελευταία μέρα του χρόνου να χάνεται. Άντι να στεναχωριέται που άλλη μία μέρα έφευγε, που η ζωή της μειωνόταν κατά μία ακόμη ημέρα, εκείνη ένοιωθε μία γλυκόπικρη χαρά.
Ένα συναίσθημα ανακούφισης για τον χρόνο που έφευγε. Ήθελε πιο πολύ από οτιδήποτε να φύγει αυτός ο χρόνος. Της είχε πάρει πολλά και δεν θα ησύχαζε αν δεν έφευγε. Κάτι σαν αμυδρό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο της.
Θυμήθηκε την τελευταία φορά που είδε τον Στάθη. Εκείνο το βράδυ του Σεπτέμβρη. Του περιέγραψε όλα όσα είχαν γίνει. Δεν ήθελε να του κρύβει τίποτα. Είχε αναρωτηθεί πολλές φορές αν έπρεπε να του το πει. Είχε καταλήξει πως έκανε το σωστό. Την λάτρευε και της είχε φερθεί με τον καλύτερο τρόπο. Είχε δικαίωμα να ξέρει.
Εκείνος δεν αντέδρασε. Την κοίταξε μόνο με ένα παράπονο και το βλέμμα του ήταν πιο μελαγχολικό από ποτέ. «Θα μείνω να κάνω ένα τσιγάρο και θα φύγω σε λίγο. Θα τα πούμε αύριο…». Αυτό ήταν το μόνο που είπε και της ζήτησε να τον αφήσει μόνο.
Το επόμενο πρωί βρήκε στο μπαλκόνι δυο άδεια πακέτα Pall Mall και ένα μικρό σημείωμα.
Κάπνισα τα τσιγάρα σου. Σου χρωστάω ένα πακέτο.
Θα γυρίσω να στο αφήσω. Αλλά όχι αύριο.
Να προσέχεις.
Είχε φύγει έτσι απλά. Τον ήξερε τον Στάθη. Ήταν απρόβλεπτος. Αφού το είπε, θα γύριζε. Αλλά δεν ήξερε πότε. Ήταν ικανός να εξαφανιστεί για χρόνια.
Και τώρα ήταν μόνη της στο νησί, αγναντεύοντας τη θάλασσα. Κάπως έτσι τη βρήκε και η αλλαγή του χρόνου. Ο πατέρας της είχε κλειστεί στο δωμάτιο του και δεν ήθελε να δει κανέναν. Εκείνη τον καταλάβαινε και δεν τον ενοχλούσε.
Μερικά πυροτεχνήματα που ξεκινούσαν από την πλατεία της χώρας για να φωτίσουν τον σκοτεινό ουρανό την έβγαλαν από τις σκέψεις της. Συνειδητοποίησε πως είχε πάει δώδεκα. Ο πιο μπάσταρδος χρόνος της ζωής της ήταν παρελθόν.
Σχεδόν ταυτόχρονα ακούστηκε ένας ήχος από σαμπάνια που ανοίγει από το διπλανό σπίτι. Ακούστηκαν φωνές από το δρόμο και γιορτινή φασαρία στη γειτονιά. Ακούστηκαν γέλια, χρόνια πολλά, πειράγματα και ευχές.
Έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα. Ένοιωθε ανακουφισμένη. Μπορεί και να χαμογέλασε. Ένα διαπεραστικό κουδούνισμα ανήγγειλε ένα μήνυμα στο κινητό της. Και μετά μερικά ακόμα.
Άφησε τη θέα της θάλασσας και του φεγγαριού, που πια είχε πάρει τη θέση του στον ουρανό λούζοντας τα πάντα με ένα μελαγχολικό φως, έκλεισε το παράθυρο και έψαξε το κινητό πάνω στο τραπέζι. Μέσα στα μηνύματα ξεχώρισε και ένα που δεν περίμενε να δεχθεί. Ήταν ένα μήνυμα από το Στάθη!
Σε λατρεύω με έναν τρόπο που ο νους δεν τον χωρά.
Καλή χρονιά μωρό μου.
Ξέρω ότι είσαι στο νησί. Αύριο θα έρθω να σου επιστρέψω εκείνα τα τσιγάρα που σου χρωστάω.
Μέχρι τότε, να προσέχεις!
Χαμογέλασε πλατιά και αληθινά. Μετά από τόσο καιρό όλα ξανάμπαιναν στη σωστή σειρά. « Ήταν η χρονιά που ήταν γκαντέμικη τελικά. Στο καλό και να μην ξαναγυρίσει!», μονολόγησε χαμηλόφωνα.
Πίστευε πως ο Στάθης δεν θα ξαναγύρναγε. Διαψεύστηκε, όμως. Ήταν τόσο χαρούμενη. Ήθελε να μοιραστεί με κάποιον τα νέα. Πέταξε το κινητό στον καναπέ και έτρεξε στο δωμάτιο του πατέρα της.
«Μπαμπά! Καλή χρονιά!», φώναξε ανοίγοντας ορμητικά την πόρτα.
Με το που μπήκε στο δωμάτιο πάγωσε. Ήταν ακίνητος στην πολυθρόνα, με τα μάτια κλειστά και ένα μυστηριώδες χαμόγελο σχηματισμένο στο πρόσωπο του. Δίπλα του πάνω σε ένα γυάλινο τραπεζάκι υπήρχε ένα άδειο κουτί χάπια. Το χέρι του ήταν ακόμα ζεστό, αλλά η καρδιά του είχε σταματήσει.
Μόλις κατάλαβε τι είχε συμβεί είδε πάνω στο τραπεζάκι ένα χειρόγραφο σημείωμα, γραμμένο στην πίσω πλευρά μιας πρόσφατης φωτογραφίας της Ελένης.
Δεν άντεξα να με βρει ο χρόνος χωρίς την Ελένη μου. Εκείνη ήταν τα πάντα για μένα. Ήταν για μένα το νόημα της ζωής μου και ο λόγος ύπαρξης μου. Αφού δε μπορώ πια να αντικρίζω τα μάτια της, αυτά τα μοναδικά γκριζοπράσινα μάτια, δεν βρίσκω τον λόγο να συνεχίσω να ζω. Εκείνη ήταν που μου ενέπνεε την χαρά και τον έρωτα για τη ζωή. Δεν θα άντεχα να σας ακούσω να μου λέτε χρόνια πολλά. Θα ήταν σαν να με καταριέστε να ζήσω για πολλά χρόνια κενός και μόνος, δίχως όρεξη για ζωή. Δεν θέλω άλλο να ζήσω. Σας ζητώ μόνο μία χάρη. Κάθε Κυριακή να πηγαίνετε ένα άσπρο τριαντάφυλλο στον τάφο της Ελένης. Της κράταγα ένα άσπρο τριαντάφυλλο κάθε Κυριακή, εδώ και 47 χρόνια. Μην αφήσετε το θάνατο μου να της το στερήσει. Ξέρω ότι θα το περιμένει.