Ένα άρθρο εστιασμένο στο προσφυγικό ζήτημα με αφορμή τα πρόσφατα γεγονότα στο Ωραιόκαστρο Θεσσαλονίκης.
Ξενοφοβική. Έτσι μπορώ μόνο να χαρακτηρίσω την κίνηση των γονέων των παιδιών στο Ωραιόκαστρο Θεσσαλονίκης, με την άρνησή τους να βρουν σχολική στέγη τα παιδιά των προσφύγων που αναζήτησαν άσυλο στην περιοχή.
Μπορεί ως γονείς να φέρουν κάποιες ανησυχίες και να αντιδρούν, αλλά ως ένα βαθμό. Το να αρνούνται πεισματικά την υποδοχή των παιδιών των προσφύγων στη μήτρα των σχολικών υποδομών, απαξιώνοντας την ανάμειξή τους με τα δικά τους παιδιά είναι τουλάχιστον κατακριτέο.
Προώθησαν μάλιστα πρωτοκολλημένο έγγραφο στον πρόεδρο του Συλλόγου, στο οποίο αναγράφεται η απόφασή τους να μη δεχτούν την ένταξη των προσφυγόπουλων στο μαθητικό δυναμικό του σχολείου. Σε αντίθετη περίπτωση, δηλώνουν διατεθειμένοι να προβούν στο ακραίο μέτρο της κατάληψης του σχολικού κτιρίου.
Η κίνηση αυτή αποπνέει ρατσισμό και περιθωριοποίηση, όποια και να είναι τα κίνητρα και οι προθέσεις των γονέων.
Η πεισματική άρνησή τους να δεχθούν τη διαφορετικότητα των προσφύγων και να συντελέσουν στην ομαλή ένταξή τους, έστω και προσωρινή, στην ελληνική επικράτεια και νοοτροπία αποτελεί μια τουλάχιστον ξενοφοβική και απαξιωτική αντιμετώπιση.
Οι άνθρωποι αυτοί, και κυρίως τα παιδιά, αναζητούν απεγνωσμένα μια νέα πατρίδα, ένα κράτος να τους στεγάσει και να τους περιθάλψει, ένα νέο, πιο ασφαλές,πιο αισιόδοξο μέλλον.
Ας στρέψουμε όμως το ενδιαφέρον μας στους πρόσφυγες και την κατάσταση με την οποία έχουν έρθει αντιμέτωποι. Η δυνατότητα επιστροφής τους στο έδαφος που τους εξέθρεψε είναι το λιγότερο αβέβαιη, αν όχι αδύνατη.
Οι οικονομίες των χωρών υποδοχής δεν αρκούν για να τους συντηρήσουν και να τους παράσχουν ένα αξιοπρεπές μέλλον, καθώς κι εκείνες βιώνουν τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Ο ΟΗΕ, παρά την ευθύνη που έχει αναλάβει, λειτουργεί με δυσκολία λόγω των αντίξοων οικονομικών συνθηκών.
Η κατάσταση σε άλλες χώρες υποδοχής δεν μπορεί να χαρακτηριστεί παρά ως άθλια. Σκηνές χρησιμεύουν ως τόπος διαμονής των προσφύγων. Η παροχή νερού, ηλεκτρικού ρεύματος και το αποχετευτικό σύστημα είναι αυτοσχέδια, αν όχι ανύπαρκτα.
Όσο για τον τομέα της εκπαίδευσης, η κατάσταση είναι τραγική. Τα παιδιά απέχουν από το σχολείο και αρκούνται στη βοήθεια και την καλή διάθεση ελάχιστων εθελοντών δασκάλων, οι οποίοι ωστόσο δε μπορούν να τους προσφέρουν τίποτα παραπάνω από τα στοιχειώδη. Τα άτομα αυτά χρήζουν άμεσης περίθαλψης και αποκατάστασης, την οποία όμως οι κυβερνήσεις και οι χώρες υποδοχής αδυνατούν να τους παράσχουν.
Η πολιτική αντιμετώπισης της κατάστασης από τα κράτη -κυρίως τα ισχυρά- της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ακόμη πιο απογοητευτική. Οι περισσότερες ενταγμένες σε αυτή χώρες αρνούνται να ανοίξουν τα σύνορά τους και να επιτρέψουν μαζική έλευση προσφύγων.
Τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αρνούνται να μοιραστούν την ευθύνη για την αποδοχή και περίθαλψη των προσφυγικών πληθυσμών. Στην Κεντρική Ευρώπη, η μία χώρα μετά την άλλη ασφαλίζουν τα σύνορά τους ισχυριζόμενες ότι δε μπορούν να αναλάβουν τον κίνδυνο και την ευθύνη της περίθαλψης ενός τόσο μεγάλου αριθμού προσφύγων.
Ολόκληρη η Ευρωπαϊκή Ένωση αδυνατεί να διαχειριστεί ένα πρόβλημα καθαρά ανθρωπιστικής φύσης. Κάθε χώρα προτάσσει αποκλειστικά το εθνικό και οικονομικό της συμφέρον.
Η αδιαφορία για τις αξίες του ανθρωπισμού και της αλληλεγγύης είναι πλέον ολοφάνερη. Η προσπάθειά τους για διατήρηση της οικονομικής ισορροπίας αποτρέπει οποιαδήποτε ανάμειξη στον αγώνα για παροχή θαλπωρής στους πρόσφυγες. Αντίθετα, οι άνθρωποι αυτοί γίνονται εργαλεία και θύματα μιας κυνικής οικονομικής πολιτικής.
Η ανθρωπιά και ο πολιτισμός είναι δύο έννοιες πλέον ανύπαρκτες για την Ευρώπη, έχουν πλέον θυσιαστεί στο βωμό της οικονομικής ευμάρειας και του συμφέροντος. Ο δυτικός τρόπος σκέψης και δράσης κυριαρχεί, με βάση τον οποίο τοποθετείται σε πρωτεύουσα θέση μόνο το ατομικό και συλλογικό κέρδος. Η πολιτική αυτή ωθεί τα κύματα των προσφύγων προς την εξουθενωμένη οικονομικά Ελλάδα, η οποία καλείται να αναλάβει την ευθύνη της περίθαλψης τους.
Η ελληνική κοινωνία λοιπόν, παρά την οικονομική εκμετάλλευση που υφίσταται, την εξουθένωση και την αβεβαιότητα, ανέλαβε να προστατεύσει αυτούς τους ανθρώπους. Με τι κόστος όμως;
Κάτω από συνθήκες απειλής της οικονομικής κρίσης για περικοπή των ανθρωπιστικών κονδυλίων και παγκόσμιας οικονομικής αβεβαιότητας, η ελληνική πολιτεία δυσκολεύεται να αναλάβει τη βαρύτατη ευθύνη της κάλυψης των βασικών αναγκών των προσφυγικών πληθυσμών. Ο αριθμός όμως των εγκλωβισμένων στην Ελλάδα προσφύγων ξεπερνά τις δυνατότητες της χώρας για αποκατάστασή τους.
Η ελληνική κυβέρνηση εμφανίζεται αδύναμη και ανέτοιμη να επωμιστεί τις υποχρεώσεις της για παροχή στέγασης, υγιεινής, περίθαλψης και διατροφής τους.
Τα κονδύλια που διαθέτει αποδεικνύονται εξαιρετικά φτωχά για την πραγμάτωση ενός τόσο απαιτητικού έργου, το οποίο προϋποθέτει επιδέξιους και άμεσους χειρισμούς. Καθημερινά φθάνουν χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες, αναζητώντας άσυλο, το οποίο η ελληνική κυβέρνηση δυσκολεύεται να τους προσφέρει.
Ας στρέψουμε το ενδιαφέρον μας σε αυτούς τους ανθρώπους. Οι άτυχοι αυτοί άνθρωποι δε διάλεξαν το μέλλον τους, δεν είχαν καν το δικαίωμα επιλογής. Αντίθετα περιθωριοποιούνται, ευτελίζονται, ισοπεδώνονται και αντιμετωπίζονται σα ζώα προς σφαγή, σαν ανθρώπινο εμπόρευμα με καμία απολύτως αξία.
Και στην αναζήτησή τους για ένα καλύτερο και πιο αισιόδοξο μέλλον, απαλλαγμένο από πολέμους και βιαιότητες, έρχονται αντιμέτωποι με ένα άλλο, δύσβατο εμπόδιο, της αδράνειας και της αδιαφορίας όχι μόνο των κυβερνήσεων αλλά και των ίδιων των ανθρώπων που κατοικούν στις χώρες υποδοχής.
Οι πρόσφυγες αξίζουν σεβασμό. Είναι άνθρωποι ταλαιπωρημένοι, που πασχίζουν να γλιτώσουν από σφαγές, πείνα και δυστυχία, εκθέτοντας τη ζωή τους σε τεράστιους, πολλές φορές θανάσιμους κινδύνους.
Αναζητούν την ευκαιρία να αποκτήσουν άσυλο και θαλπωρή είτε σε άλλες χώρες, είτε να επιστρέψουν στις πατρίδες τους όταν οι αντίξοες αυτές συνθήκες μεταβληθούν και τους το επιτρέψουν, και γι’αυτό χρειάζονται μια νότα αισιοδοξίας. Χρειάζονται μια επιβεβαίωση ότι υπάρχει ακόμα ελπίδα μέσα στο χάος και την καταστροφή της οποίας έχουν γίνει μάρτυρες.
Και αυτή την ελπίδα οφείλουμε να τους δώσουμε.