Δ ά χ τ υ λ α
που αχνίζουν
μες της ψυχής τα μάτια
στέκουν κρεμασμένα
αγκύστρια.
Μες το απόσταγμα του χρόνου-
ζυγώνουν γυμνά
σε όσους
πισω δεν περιμένουν-
σε όσους έπαψαν.
Και κουρνιάζουν
παγωμένες οι ανάσες
σε ξέπνοα σώματα
και στερεύουν ξένοι
στους δρόμους οι λυγμοί,
σ τ ά λ α – σ τ ά λ α
στερεύουν.
Στερεύουν τα δάχτυλα
σε μιαν προσμονή ανόρεχτη
Και γίνονται μετρητές
στου χρόνου το παιχνίδι.
[ Γραμμένο για όσους έχουν χάσει τους ανθρώπους τους και στέκουν σκόρπιοι μες τους δρόμους, προσπαθώντας να πιάσουν κάτι από το περιβάλλον- με τα δάχτυλα τους σαν αγκύστρια.
Αφού δεν περιμένουν τίποτε λοιπόν, παγώνουν και στερεύνουν μες τους λυγμούς… και όταν τα δάχτυλα δεν επιτελούν πλέον την χρησιμότητα τους,
λιγοστεύουν- ο δείκτης του χεριού, αφαιρείται και μετατρέπεται σε δείκτη
ρολογιού… να τρέχει με τον χρόνο– που είναι ο μόνος που αγγίζει. ]