Εν όψει του Defcon Fest 8 και με αφορμή το πρόσφατο σχετικά ντεμπούτο album τους, οι 10 Code μίλησαν στο Frapress.gr για την έως τώρα πορεία τους και τα άμεσα σχέδιά τους.
Οι 10 Code σχηματίστηκαν πίσω στον μακρινό, πλέον, Νοέμβριο του 2011, με όλα τα μέλη τους να προέρχονται από την φερόμενη alternative ελληνική σκηνή και να έχουν κοινές rock καταβολές.
Δούλεψαν για σχεδόν δύο χρόνια επάνω στο πρώτο τους υλικό, παρουσιάζοντάς το σταδιακά και ζωντανά, ώστε να κυκλοφορήσουν την πρώτη τους επίσημη δουλειά, “The Connection EP”, τον Μάιο του 2013. Ακριβώς έναν χρόνο αργότερα κυκλοφόρησαν το single, ‘Transmitter”, που άνοιξε τον δρόμο για το ντεμπούτο album τους, το οποίο και παρουσίασαν πριν από μερικούς μήνες, τον Φεβρουάριο του 2016.
Οι 10 Code δημιουργήθηκαν από την ανάγκη 2 μουσικών, που είχαν συνεργαστεί και στο κοντινό παρελθόν, να συνεχίσουν αυτό που μάλλον είχαν αφήσει στη μέση. Αυτό που φτιάχτηκε ήταν οι τετραμελείς 10 Code, οι οποίοι τελικά δεν συνέχισαν τίποτα, αλλά το έπιασαν εντελώς από την αρχή. Νέα κομμάτια, νέος ήχος, καμία σχέση με αυτό που έκαναν πιο πριν.
Πώς προέκυψε το πραγματικά hard to forget όνομα «10 Code»;
Έχοντας κλειστεί στο στούντιο για έναν χρόνο και έχοντας αποφασίσει να μην κάνουμε live πριν δημιουργήσουμε αρκετό δικό μας υλικό, παρέμενε η εκκρεμότητα του ονόματος, αφού δεν θα μας χρησίμευε σε κάτι. Όλο αυτό το διάστημα συγκεντρώναμε ιδέες – κυριολεκτικά εκατοντάδες – και όταν προέκυψε η άμεση προοπτική του πρώτου live έπρεπε να βιαστούμε. Το 10 Code ήταν από τα λίγα που άρεσαν σε όλους, αλλά εκείνο το βράδυ η … κάλπη θα μπορούσε άνετα να είχε βγάλει και άλλο, εντελώς άλλης λογικής όνομα.
Υπήρξε εξ αρχής χημεία ανάμεσά σας και κοινή επιθυμία μουσικών κατευθύνσεων ή ήταν περισσότερο αποτέλεσμα πειραματισμών και δουλειάς στα 2 χρόνια που μεσολάβησαν από την δημιουργία σας έως την κυκλοφορία της πρώτης σας επίσημης δουλειάς, του “The Connection EP” το 2013;
Όταν αρχίζει μία μπάντα, υπάρχει πάντα αυτή η άχαρη περίοδος που ψάχνεις τα πατήματά σου, την ταυτότητα και τον ήχο σου. Αυτό μπορεί να κρατήσει πολύ καιρό – ή και για πάντα. Εμείς είχαμε την τύχη να νιώσουμε ότι πάμε σε μια κατεύθυνση που μας άρεσε, από νωρίς και σχετικά αβίαστα. Μπορείς να το πεις και χημεία αυτό.
Πώς θα χαρακτηρίζατε εσείς οι ίδιοι τον ήχο σας; Πέραν της rock βάσης και των προφανών εξεχουσών grunge και stoner αναφορών; Ποιες είναι κάποιες τρανταχτές σας επιρροές;
Γενικά δεν μας αρέσει να πολυαναλύουμε τον ήχο μας, συνήθως λέμε απλά ότι παίζουμε ροκ. Σίγουρα είμαστε όλοι παιδιά των 90s και σίγουρα αυτό φαίνεται αρκετά και στη μουσική μας. Από εκεί και πέρα, θέλουμε να βάζουμε και πράγματα που μας έχουν επηρεάσει ατομικά – υπάρχουν και θα υπάρξουν περισσότερο στο μέλλον αναφορές σε alternative, post, ακόμα και punk. Αν θέλουμε πάντως να μιλήσουμε για κοινές επιρροές, σίγουρα τα 90s είναι η καταλληλότερη περίοδος: Queens of the Stone Age, Soundgarden, Nirvana, Pearl Jam, Foo Fighters και πολλές άλλες, είναι μπάντες που έχουμε ακούσει πολύ και οι τέσσερις.
Στο πρόσφατο ντεμπούτο album σας, «Swiflets», περιλαμβάνεται το Superman’s Cape, το οποίο και ξεχώρισε από το πρώτο σας EP. Υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος που δεν συμπεριλήφθηκαν και τα υπόλοιπα 3 κομμάτια του EP στο album; Γιατί ηχητικά, τουλάχιστον, πιστεύω, πως θα μπορούσαν να βρουν μία θέση μέσα σε αυτό.
Η αλήθεια είναι πως αρχικά δεν υπήρχε πρόθεση να μπει ούτε αυτό. Ήταν απόφαση σχεδόν της τελευταίας στιγμής. Το Superman’s Cape ηχογραφήθηκε ξανά από την αρχή και αντικατέστησε στο tracklist ένα καινούριο κομμάτι. Το πίστευε πολύ ο παραγωγός μας, ο Άλεξ Μπόλπασης, και μας έπεισε να το ξαναγράψουμε με μια παραγωγή που θα του “άξιζε”, μιας και το “The Connection EP” ηχογραφήθηκε με αρκετά πενιχρά μέσα.
Τι μεσολάβησε εντός της μπάντας μεταξύ του EP και του album;
Υπήρξε σημαντική αλλαγή στο line-up και συγκεκριμένα στο rhythm section. Ο Γιώργος και ο Στέφανος είναι από τον Σεπτέμβριο του 2014 ο μπασίστας και ο ντράμερ αντίστοιχα των 10 Code.
Το 2014, έχοντας κυκλοφορήσει, πλέον, και το single σας «Τransmitter» που προμήνυε το ντεμπούτο album σας, βρεθήκατε στον τελικό του Euromusic Contest στο Παρίσι. Πώς ήταν αυτή σας η εμπειρία και πόσα σήμαινε αυτή σας η συμμετοχή για την συνέχεια της πορείας σας;
Πολύ σημαντική εμπειρία για εμάς. Ήταν ένα διήμερο στο Παρίσι όπου είχαμε την ευκαιρία να ζήσουμε από κοντά μουσικούς από όλη την Ευρώπη, που αντιπροσώπευαν πολύ διαφορετικά είδη μουσικής. Παίξαμε σε έναν ιστορικό συναυλιακό χώρο της πόλης, μπροστά σε ένα ετερόκλητο κοινό και σε πανευρωπαϊκό live streaming, εμπειρίες πρωτόγνωρες για εμάς. Φύγαμε από το Παρίσι με νέους φίλους και το μυαλό μας πιο ανοιχτό. Η συμμετοχή σε αυτή τη διαδικασία σίγουρα μας έδωσε και ψυχολογική ώθηση, αφού εκτός της πολύ καλής ανταπόκρισης που είχε η εμφάνισή μας, το γεγονός ότι επιλεχθήκαμε για τον τελικό από ανθρώπους της ευρωπαϊκής μουσικής βιομηχανίας (στελέχη Sony Music, Soundcloud, MCM, MTV, iConcerts, Jamendo, Euronews, Wired κ.ά.) μας έδωσε και μεγαλύτερη σιγουριά για τη συνέχεια.
Πώς πραγματοποιήθηκε η ηχογράφηση και η καταπληκτική, είναι η αλήθεια, παραγωγή του album;
Τα περισσότερα credits πάνε στον παραγωγό μας Άλεξ Μπόλπαση και στα εξαιρετικά Artracks Studios. Πιστεύουμε ότι αποτυπώθηκε η ενέργεια και ο ήχος που θέλαμε να έχει αυτός ο δίσκος. Ήταν μια πολύ καλή συνεργασία.
Παρατηρώ πως έχετε ένα αρκετά δυνατό και πιστό fan base, ασχέτως μεγέθους, και ρωτώντας πρόσφατα έναν φίλο για εσάς η πρώτη του κουβέντα ήταν οι εξής: «Οι 10 Code είναι μια μπάντα που δεν μπορείς να αντιπαθήσεις, ακόμη κι αν δεν σου αρέσει το συγκεκριμένο είδος μουσικής». Πώς είναι η ζωή, λοιπόν, για μια μπάντα που είναι αδύνατο να αντιπαθήσεις; Ποιες δυσκολίες έχετε πιθανώς αντιμετωπίσει ως μια rock μπάντα στην Ελλάδα, όντας ενεργοί σε μία εν γένει δύσκολη περίοδο για την χώρα, και ποια είναι ταυτοχρόνα κάποια πράγματα που αγαπάτε στις rock εγχώριες σκηνές γενικότερα; Έχετε σκεφτεί ποτέ να μεταβείτε στο εξωτερικό για την αναζήτηση πιθανώς ακόμη μεγαλύτερης ανταπόκρισης;
Πράγματι, έχουμε τη χαρά να έχουμε πιστό fan base και νιώθουμε πολύ τυχεροί για αυτό! Η ζωή για μια ροκ μπάντα στην Ελλάδα πρέπει να είναι λίγο πιο εύκολη από τη ζωή για ένα ρεμπέτικο σχήμα στην Νορβηγία, υποθέτουμε. Είναι δεδομένα τα προβλήματα, οι πόροι λίγοι και το κοινό περιορισμένο. Παρ’ όλα αυτά, οι μπάντες που δραστηριοποιούνται στον χώρο αυξάνονται ραγδαία και οι περισσότερες είναι πολύ καλές. Το επίπεδο έχει ανέβει πολύ. Παράλληλα, δημιουργείται σιγά-σιγά και η αντίστοιχη σκηνή, με την ουσιαστική έννοια του όρου όμως. Υπάρχει επικοινωνία, αλληλοϋποστήριξη και αλληλοεκτίμηση και αυτό μόνο καλό μπορεί να κάνει. Σχετικά με το εξωτερικό, αυτό είναι κάτι που προς το παρόν δεν το σκεφτόμαστε.
Σε λίγο καιρό κλείνετε αισίως 5 χρόνια ενεργοί ως μπάντα. Ποιες είναι κάποιες στιγμές που θυμάστε χαρακτηριστικά από την έως τώρα πορεία σας και πιστεύετε ότι συνέβαλαν ιδιαίτερα στην εξέλιξή σας έως σήμερα;
Θυμόμαστε πολλά και σημαντικά live ανά την Ελλάδα, τις δύσκολες και χρονοβόρες ηχογραφήσεις, την πολύ όμορφη επίσημη παρουσίαση του Swiftlets, τον τελικό του EuroMusic Contest. Είμαστε τυχεροί, είναι πολλές οι στιγμές αυτές. Αν βέβαια θα έπρεπε να ξεχωρίσουμε μία, αυτή σίγουρα θα ήταν η συμμετοχή μας στο Exit Festival 2015 στη Σερβία, πριν από τους Motörhead.
Σε τι σημείο βρίσκεστε σήμερα με το «Swiftlets» στις αποσκεύες σας πλέον κάτι περισσότερο από μισό χρόνο; Που βλέπετε τους 10 Code στο άμεσο μέλλον;
Το Swiftlets είναι ένας δίσκος που πήγε τη μπάντα αρκετά βήματα παραπέρα. Μας έδωσε την ευκαιρία να παρουσιάσουμε τη δουλειά μας σε ευρύτερο κοινό και να συνεργαστούμε με μεγάλες μπάντες της χώρας. Αυτή τη στιγμή πραγματοποιούμε τις τελευταίες εμφανίσεις που αφορούν την προώθηση του δίσκου και παράλληλα δουλεύουμε υλικό για τον επόμενο. Στόχος είναι μέσα στο επόμενο έτος να κυκλοφορήσει, οπότε σύντομα θα πρέπει να μπούμε σε διαδικασία προ-παραγωγής και ηχογραφήσεων.
Τι να περιμένουμε από τη συμμετοχή σας στο επερχόμενο Defcon Fest;
Ένα σετ με τα δυνατότερα κομμάτια του Swiftlets και υλικό από τον δίσκο που ετοιμαζεται.