Μια αναδρομή στην σύγχρονη ιστορία της Τουρκίας
Πόσα πραξικοπήματα έχουν λάβει χώρα στην Τουρκία; Ποία η σχέση των ενόπλων δυνάμεων με την δημοκρατία, και πως αυτή συνδέεται με τον Κεμαλισμό;
Είναι , πλέον, γνωστά σε όλους τα γεγονότα που συνέβησαν προ λίγων ημερών στην Τουρκία. Η αλήθεια, βέβαια, σχετικά με τους πραγματικούς υπαίτιους και ηθικούς αυτουργούς της απόπειρας πραξικοπήματος, είναι αμφιλεγόμενη. Άλλοι θεωρούν πως τα νήματα κινούσε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, άλλοι ο αυτοεξόριστος ιμάμης Φετουλάχ Γκιουλέν, ενώ υπάρχει και η άποψη πως οι ενέργειες αυτές εξέφραζαν την αντίθεση της δημοκρατικής-κεμαλικής πτέρυγας των ενόπλων δυνάμεων της χώρας ενάντια στο αυταρχικό Ερντογανικό καθεστώς. Μονάχα ο χρόνος μπορεί να ξεδιαλύνει το θολό τοπίο πίσω από την συγκεκριμένη απόπειρα της 15ης Ιουλίου, και οι λοιπές υποθέσεις αποτελούν απλώς εικασίες. Τα γεγονότα προχωρούν δριμύτατα, αφού κάθε μέρα σημειώνονται νέες εξελίξεις, όπως η αναστολή λειτουργίας δημοσιογραφικών πρακτορείων και σταθμών, εφαρμογή κατάστασης έκτακτης ανάγκης και κατάργηση θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ο διεθνής αντίκτυπος του θέματος ήταν τεράστιος και το μόνο σίγουρο είναι πως η Τουρκία θα συνεχίσει να μας απασχολεί και σε μέλλοντα χρόνο.
Ένα γνωστό ρητό λέει πως η ιστορία επαναλαμβάνεται. Πριν προσπαθήσουμε, λοιπόν, να προβούμε σε οποιαδήποτε συμπεράσματα σχετικά με την κατάσταση στην γείτονα χώρα, αναπόφευκτη θα ήταν μια αναδρομή στο, όχι πολύ μακρινό, παρελθόν. Στην Τουρκία είχαν μέχρι πρότινος συνολικά σημειωθεί 4 πραξικοπήματα μέσα σε εβδομήντα μόλις χρόνια. Έτη ορόσημα το 1960, το 1971, το 1980 και το 1997.
Πριν, όμως, αναφερθούμε επιμέρους σε καθένα από τα πραξικοπήματα αυτά, είναι αναγκαία η προσφυγή στο Τουρκικό Σύνταγμα, την σχέση του στρατού με την δημοκρατία, όπως και την ιδεολογία του Κεμαλισμού, που αποτελεί συστατικό στοιχείο του Τουρκικού έθνους και κράτους. Ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ αποτελεί τον εθνάρχη του Τουρκικού κράτους, η οποίος από την διαμελισμένη Οθωμανική Αυτοκρατορία, κατάφερε να δημιουργήσει ένα κοσμικό και προοδευτικό κράτος, συνδεδεμένο με τις αξίες της Δύσης. Αξίες του κεμαλισμού αποτελούν ο Ρεπουμπλικανισμός, ο Εθνικισμός, ο Λαϊκισμός, ο Κοσμικισμός, ο Κρατισμός και ο Επαναστατισμός.
Ο Κεμάλ αναμόρφωσε και εκσυγχρόνισε την χώρα, πραγματοποιώντας ριζοσπαστικές αλλαγές. Οι μεταρρυθμίσεις είχαν στόχο να μετατρέψουν την Τουρκία σε σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα βασισμένη στα δυτικά πρότυπα και πλήρως απελευθερωμένη από την θρησκεία. Κάποιες από τις ενέργειές του ήταν η κατάργηση του Χαλιφάτου η απαγόρευση της πολυγαμίας, του φερετζέ στις γυναίκες και του φέσι στους άντρες, η επιβολή του λατινικού αλφάβητου. Επίσης έδωσε δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες, επέτρεψε την εκλογή γυναικών στα δημόσια αξιώματα και θέσπισε την ισότητα των δύο φύλων. Αποσκοπούσε, ακόμη, στην ανύψωση του εθνικού φρονήματος των Τούρκων και γι’ αυτό χρησιμοποίησε το εκπαιδευτικό σύστημα, αναβαθμίζοντας τον ρόλο του μαθήματος της ιστορίας, και περιόρισε σημαντικά την επιρροή της θρησκείας.
Η κοσμική ιδεολογία δεν γίνονταν αντιληπτή μόνο ως διαχωρισμός κράτους και θρησκείας άλλα ως εξοστρακισμός της θρησκείας από την δημόσια ζωή. Υπήρχε απόλυτος κρατικός έλεγχος στους θρησκευτικούς θεσμούς.
Τα έξι τόξα του Κεμαλισμού ενσωματώθηκαν στο τουρκικό πολίτευμα το 1937 και η ιδεολογία του κεμαλισμού αναπαράγονταν και προπαγανδίζονταν από τον στρατό, τα ΜΜΕ, και το εκπαιδευτικό σύστημα.
Ο Κεμαλισμός, γενικά, αποτελούσε μια προσωποκεντρική ιδεολογία και γι αυτό δεν μπορεί να συγκριθεί ή να παρομοιαστεί ρητά με κάποια άλλη ιδεολογία όπως ο εθνικισμός, φασισμός, ο μαρξισμός-λενινισμός ή οποιαδήποτε άλλη ιδεολογία της εποχής. Μετά τον θάνατο του Κεμάλ, δημιουργήθηκε ένα μεγάλο ”κενό”, αλλά και φυγόκεντρες δυνάμεις και τριβές μέσα στην ηγεσία του κράτους.
Συντηρητικές αντιλήψεις δεν έπαψαν να υπάρχουν στην Τουρκία πάρα τις ριζοσπαστικές τομές του Κεμάλ. Θεσμός εγγυητής του Κεμαλισμού και της τουρκικής δημοκρατίας ήταν ο στρατός και οι ένοπλες δυνάμεις, στις οποίες παραδοσιακά οι αξίες του Κεμάλ κατείχαν δεσπόζουσα θέση. Ο ρόλος αυτός του στρατού φαίνεται να επιβεβαιώνεται στην τουρκική ιστορία αν και πολλές φορές οι αξίες αυτές καταστρατηγήθηκαν.
Ο στρατός, πρώτη φορά έλαβε καθοριστικά δράση το 1960. Ήδη από το 1958 , φαίνονταν πως οι σχέσεις μεταξύ ενόπλων δυνάμεων και κυβέρνησης ήταν κάθε άλλο παρά ιδανικές. Ένα αίτιο της ρήξης αυτής ήταν και η προσχώρηση της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, γεγονός που οδήγησε σε ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων από τις ΗΠΑ, αλλά και σε διάφορες διώξεις εντός του στρατεύματος με το πρόσχημα της συνωμοσίας εναντίων της κυβέρνησης. Κατά το 1958 και 1959, ο πρωθυπουργός Αντνάν Μεντερές, ασκούσε μια ιδιαιτέρως αντιδημοκρατική και αυταρχική πολιτική.
Η δεκαετία 1950-1960 γενικά, χαρακτηρίζεται από την άσκηση της εξουσίας από το Δημοκρατικό Κόμμα με πρόεδρο Δημοκρατίας τον Τζελάλ Μπαγιάρ και πρωθυπουργό τον Αντνάν Μεντερές, ο οποίος για πρώτη φορά ισχυροποίησε το πρωθυπουργικό αξίωμα περισσότερο από το προεδρικό. Οι Δημοκρατικοί επιχείρησαν μέσω της μείωσης του κρατικού παρεμβατισμού να αναπτύξουν την οικονομία, όταν όμως η οικονομική δυσπραγία αυξανόταν και ο λαός δυσφορούσε η κυβέρνηση αντιδρούσε με κατασταλτικά μέτρα και πολιτικούς διωγμούς.
Το αποτέλεσμα ήταν μετά από μια σειρά φοιτητικών διαδηλώσεων να εκδηλωθεί το στρατιωτικό πραξικόπημα της 27ης Μαΐου 1960 που εγκαθίδρυσε μια “Επιτροπή Εθνικής Ενότητας” από 38 μέλη που ασκούσε την εξουσία και προέβη σε εκκαθαριστικές δραστηριότητες εναντίον των Δημοκρατικών πολιτικών και στρατιωτικών, πανεπιστημιακών διδασκάλων και πλούσιων γαιοκτημόνων.
Γενικότερα το πραξικόπημα είχε αξιολογηθεί θετικά, αφού ο στρατός αποκαθήλωσε μια αντιδημοκρατική κυβέρνηση, και απεκατέστησε τους δημοκρατικούς θεσμούς. Έγινε δεκτή με ενθουσιασμό, χαρακτηριστικά, η κατάληψη εξουσίας του στρατού από φοιτητές και διανοουμένους. Το πραξικόπημα, άλλωστε, προέρχονταν από την πτέρυγα των ριζοσπαστών στρατιωτικών.
Αποτέλεσμα ήταν η ψήφιση νέου συντάγματος και η καταδίκη του παλαιού καθεστώτος σε θάνατο. Η θανατική ποινή επιβλήθηκε τόσο στον πρωθυπουργό, όσο και σε άλλα μέλη της κυβέρνησης. Κατηγορίες ήταν η διαφθορά και η παραβίαση του συντάγματος. Με βάση το άρθρο 146 , συγκεκριμένα, του τουρκικού συντάγματος, η φίμωση της βουλής και η βίαιη συνταγματική αλλαγή που επεδίωκε ο Μεντερές, όπως και η δράση εκτός των πλαισίων νομιμότητας γενικότερα, ήταν βαρύτατες αντισυνταγματικές ενέργειες. Ο θάνατος των πρώην κυβερνώντων μούδιασε την τουρκική κοινή γνώμη.
Τον Ιούλιο του 1961 με δημοψήφισμα επικυρώθηκε νέο σύνταγμα, το οποίο είχε τον δημοκρατικότερο χαρακτήρα σε σχέση με όλα τα προηγούμενα αλλά και επόμενα συντάγματα της χώρας. Τον Οκτώβριο του 1961 έγιναν εκλογές και ο στρατός παρέδωσε την εξουσία στους πολιτικούς. Φαίνεται, δηλαδή, πως σκοπός αλλά απόρροια του πραξικοπήματος το 1960, ήταν πράγματι η παλινόρθωση των δημοκρατικών και κεμαλικών αξιών, και , όσο κι αν μοιάζει παράδοξο, ο στρατός υπήρξε υπέγγυος της Τουρκικής Δημοκρατίας. Η περίοδος 1961-1965 μπορεί να χαρακτηρισθεί ως η τετραετία της πολιτικής μετριοπάθειας της Τουρκίας.
Στις αρχές του 1971, τα ηνία της εξουσίας κατείχε ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, με μια αποδυναμωμένη, όμως, κυβέρνηση από αποχωρήσεις βουλευτών. Από τα τέλη του 1960, στην Τουρκία είχε κάνει την εμφάνιση της δυναμικά η αριστερά , όμως με εκδηλώσεις βίας, με αποκορύφωμα συγκρούσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά στελεχών του αμερικανικού στόλου. Γενικότερα την εν λόγω περίοδο, το σκηνικό ήταν ιδιαίτερα τεταμένο, αφού λάμβαναν χώρα γεγονότα όπως βομβιστικές επιθέσεις, ληστείες, απαγωγές και επικρατούσε μια χαοτική κατάσταση. Ταυτόχρονα, βιαιότερες εντάσεις σημειώνονταν και από την ακροδεξιά των γκρίζων λύκων που όξυνε περαιτέρω την κατάσταση.
Η κυβέρνηση δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει όλα αυτά τα γεγονότα. Στις 12 Μαρτίου του 1971, ο αρχηγός του γενικού επιτελείου των ενόπλων δυνάμεων στέλνει τελεσίγραφο στον Ντεμιρέλ, ζητώντας να παραδώσει την εξουσία, έτσι ώστε ”να βάλει τέλος στην αναρχία και να φέρει σε πέρας το κεμαλικό πνεύμα”. Αν το αίτημα του για την τέλεση του συνταγματικού καθήκοντος του στρατού δεν γίνονταν δεκτό, θα λάμβανε ο στρατός πραξικοπηματικά την εξουσία.
Ο Ντεμιρέλ ενέδωσε εκβιαστικά. Η αριστερά αρχικά μετέφρασε θετικά το τελεσίγραφο αναμένοντας ένα πραξικόπημα όμοιο με αυτό του ’60, ενάντια στην δεξιά κυβέρνηση Ντεμιρέλ. Όμως η πραγματικότητα ήταν ακριβώς αντίθετη. Το ”πραξικόπημα” είχε υποκινηθεί από την ανωτάτη και συντηρητική ηγεσία του στρατού κι όχι από κάποια ριζοσπαστική πτέρυγα και επεδίωκε να πατάξει την κομμουνιστική απειλή. Ο στρατιωτικός νόμος ανανεώνονταν κάθε δυο μήνες για δύο έτη. Επρόκειτο για ένα ανελεύθερο καθεστώς, το οποίο συνεχώς συνελάμβανε ύποπτους για τρομοκρατία ή κατασκοπία, πραγματοποιούσε βασανιστήρια και συστηματικές διώξεις της αριστεράς. Παράλληλα, δε, δρούσαν και παρακρατικές ακροδεξιές οργανώσεις υπέρ του καθεστώτος που σκόρπιζαν τρομοκρατία, φόβο και βία. Στα πλαίσια πάταξης του κομμουνισμού, το εργατικό κόμμα κρίθηκε παράνομο.
Ελάχιστα μεταρρυθμιστικά βήματα έγιναν, την ώρα που πολλές ελευθερίες αναστάλθηκαν, όπως για παράδειγμα επιβολή λογοκρισίας σε τύπο και πανεπιστήμια. Φαίνεται, λοιπόν, πως τελικά το πραξικόπημα αυτό δεν είχε δημοκρατικό χαρακτήρα αλλά καθαρά αυταρχικό. Έπειτα από την στρατιωτική κυριαρχία, οι πρώτες εκλογές έγιναν τον Οκτώβριο του 1973, αφού πρότινος Πρόεδρος εκλέχθηκε στρατιωτικός. Την νίκη απέσπασε πάλι ο Ντεμιρέλ αν και αποδυναμωμένος, οπότε και οι κυβερνήσεις συνεργασίας ήταν μονόδρομος.
Η κατάσταση στην χώρα, όμως δεν φαίνεται να βελτιώθηκε, αφού από το 1978 τα έντονα οικονομικά προβλήματα και η πολιτική βία, σε συνάρτηση με την άνοδο του κουρδικού εθνικισμού, οδήγησαν στην επιβολή στρατιωτικού νόμου σε δεκατρείς τουρκικές επαρχίες και στις 12 Σεπτεμβρίου 1980 πραγματοποιήθηκε αναίμακτο στρατιωτικό πραξικόπημα με αρχηγό το στρατηγό Κενάν Εβρέν, που εφάρμοσε απάνθρωπα μέτρα εναντίον των πολιτικών αντιπάλων του καθεστώτος. Τα ανελεύθερα μέτρα που έλαβε ήταν η αναστολή λειτουργίας της βουλής, η απομάκρυνση της κυβέρνησης η κατάργηση της ασυλίας των βουλευτών και η κήρυξη όλων των πολιτικών κομμάτων και ομοσπονδιών εργατικών συνδικάτων ως παράνομα. Όλοι οι αρχηγοί των κομμάτων συνελήφθησαν, παύθηκαν όλοι οι δήμαρχοι, η χώρα κηρύχθηκε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και δεν επιτρέπονταν η έξοδος από την χώρα.
Παρ’ όλες τις ενέργειες τους, οι στρατιωτικοί θεώρησαν τους εαυτούς τους σωτήρες του δημοκρατικού πολιτεύματος και εκκαθαριστές του πολιτικού συστήματος. Όλη η εξουσία συγκεντρώθηκε στον στρατό και συγκεκριμένα στον αρχηγό του γενικού επιτελείου, Κενάν Εβρέν, ο οποίος και κηρύχθηκε αρχηγός του κράτους.
Σκοπός αυτού του πραξικοπήματος ήταν γενικά η εκκαθάριση οτιδήποτε παλαιού. Όλα τα παλιά κόμματα καταργήθηκαν, και απαγορεύθηκαν ακόμα και οι πολιτικές συζητήσεις, αρχικά δημοσίους και για όλους, και μετά στους παλιούς πολίτικους. Από την αρχή, βέβαια, φαίνονταν πως ο στρατός δεν είχε σκοπό να παραμείνει στην εξουσία αλλά την επαναφορά της δημοκρατίας. Ωστόσο αυτή έγινε με αμφιλεγόμενο τρόπο. Η εκκαθάριση που πραγματοποιήθηκα ήταν μεγαλύτερη και δραστικότερη από των προκατόχων τους. Η εκκαθάριση συμπεριλάμβανε πολλές συλλήψεις, φυλακίσεις, βασανιστήρια, αλλά και διώξεις γενικά στον δημόσιο τομέα, σε δημόσιους λειτουργούς και σε πανεπιστήμια. Οι δίκες των πολιτικών έγιναν σε στρατιωτικά δικαστήρια και είχαν αποφασιστεί αρχικά 3.600 θανατικές ποινές αλλά μόνο 15 εκτελέστηκαν.
Ψηφίστηκε, τελικά, νέο σύνταγμα το 1982 και τέθηκε προς έγκριση με δημοψήφισμα. Η αποδοχή του η όχι συνδέθηκε και με την αποδοχή του ίδιου του Εβρέν. Τελικώς, έγινε αποδεκτό σε ποσοστό μεγαλύτερο του 90%.
Οι εκλογές της 15ης Νοεμβρίου 1983 έθεσαν τέρμα στη στρατιωτική διακυβέρνηση, που επίσημα αντικαταστάθηκε από την πολιτική εξουσία του Τουργκούτ Οζάλ, αρχηγού του κεντρώου κυβερνητικού κόμματος της Μητέρας Πατρίδας και της κυβέρνησής του, ενώ πρόεδρος της Δημοκρατίας εξελέγη ο Κενάν Εβρέν. Το 1984 έγινε η άρση του στρατιωτικού νόμου.
Σταδιακά ο Οζάλ και το κόμμα του έχαναν τα λαϊκά τους ερείσματα λόγω της οικονομικής στασιμότητας, της ανόδου του πληθωρισμού και της αύξησης των ακραίων μουσουλμανικών στοιχείων, που καταπιέζονταν από το τουρκικό κοσμικό κράτος.
Τον Δεκέμβριο του 1995 στις βουλευτικές εκλογές για πρώτη φορά εξελέγη με πλειοψηφία το Μουσουλμανικό Εργατικό Κόμμα υπό τον Νετσμετίν Ερμπακάν. Δεν κατόρθωσε όμως να διατηρήσει την εξουσία για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός έτους. Τον Ιούνιο του 1996 ένας συνασπισμός των παραδοσιακών πολιτικών κομμάτων και η απειλή ενός επικείμενου στρατιωτικού πραξικοπήματος ανάγκασαν τον πρωθυπουργό Ερμπακάν να αποσυρθεί.
Το πραξικόπημα του 1997, έχοντας πίστη στις αρχές του κοσμικού κράτους κατά τον Κεμαλισμό, ήταν αυτό με το οποίο εκδιώχθηκε από την εξουσία η πρώτη φιλοϊσλαμιστική κυβέρνηση της Τουρκίας χαρακτηρίζεται ”μεταμοντέρνο” και ”βελούδινο πραξικόπημα” και ήταν μη βίαιο. Σε αντίθεση με τα πραξικοπήματα του 1960, του 1971 ή του 1980 οι στρατηγοί ούτε υφάρπαξαν την εξουσία, ούτε έθεσαν εκτός νόμου συνταγματικά όργανα. Εκείνο που έκαναν ήταν να σκηνοθετήσουν παρασκηνιακά μια πολιτική καμπάνια πιέσεων για να αναγκάσουν την κυβέρνηση του ισλαμιστή Ερμπακάν να παραιτηθεί.
Το 1998 υπό το φόβο της ανόδου του ισλαμιστικού ρεύματος, το Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάσισε τη διάλυση του Κόμματος της Ευημερίας του Ερμπακάν , το οποίο τίθονταν εναντίον της εκκοσμικεύσης και είχε του φιλοαραβικές και αντιισραηλινές θέσεις. Απαγορεύτηκε η συμμετοχή του Ερμπακάν στην πολιτική για πέντε χρόνια ο οποίος διακήρυττε ένα μείγμα αντιδυτικής, εθνικιστικής και ισλαμικής ιδεολογίας.
Μετά τη διάσπαση του χώρου του πολιτικού Ισλάμ το 2001, η ανανεωτική πτέρυγα με πιο κοσμικό και φιλοδυτικό προσανατολισμό συνέστησε το κυβερνών σήμερα Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο σήμερα πανίσχυρος άνδρας της Τουρκίας, μετά το πραξικόπημα του 1980 είχε ακολούθησε μαζί με τους υποστηρικτές του Ερμπακάν το Ισλαμιστικό Κόμμα της Ευημερίας. Μάλιστα, φυλακίστηκε για τις πεποιθήσεις του το 1999, όπως άλλωστε και άλλα μέλη του Κόμματος Ευημερίας. Ο Ερντογάν είναι γνωστός για τις συντηρητικές του θέσεις στο θέμα των σχέσεων Κράτους και Ισλαμικής θρησκείας, την υιοθέτηση των θέσεων του Νέο-Οθωμανισμού στην εξωτερική πολιτική, τη σύγκρουσή του με τον Στρατό της χώρας. Μετά την άνοδο στην εξουσία της ισλαμοσυντηρητικής κυβέρνησής του, ο Ερντογάν περιόρισε την επιρροή των στρατιωτικών στην πολιτική ζωή.
Για περαιτέρω ανάλυση των γεγονότων της 15ης Ιουλίου, αλλά και της πολιτικής φυσιογνωμίας του Ερντογάν, διάβασε εδώ.
Πηγή: Σύγχρονη Ιστορία της Τουρκίας, Erik Jan Zürcher, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2004