Και ναι, βρεθήκαμε και στην τελευταία ημέρα του Release Athens 2016, που δεν θα μπορούσε να έχει ολοκληρωθεί με καλύτερο τρόπο
“We made love in June” – The Black Angels, Bad Vibrations
Η αλήθεια είναι πως μετά το πέρας και της τέταρτης ημέρας του νεοσύστατου Release Athens και την ολοκλήρωση του festival, είναι κι επισήμως σχεδόν αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς την ανώτερη ημέρα των τεσσάρων, από οποιαδήποτε άποψη. Οριακά, ωστόσο, οι δύο τελευταίες προηγούνται των δύο πρώτων, σε θέματα τουλάχιστον έντασης συναισθημάτων και στιγμών αποκορύφωσης της οπτικοακουστικής ατμόσφαιρας, καθώς σε όλα τα υπόλοιπα επίπεδα, που καλύπτουν από τις λειτουργικές λεπτομέρειες έως και τις μουσικές επιλογές και αποδόσεις, και οι τέσσερις ημέρες στο σύνολό τους ήταν πλήρεις και με το παραπάνω και σε τελικό απολογισμό στέφθηκαν εξίσου από απόλυτη επιτυχία.
Ιδίως την τέταρτη αυτή και τελευταία ημέρα όλα έδεσαν τόσο ιδανικά μεταξύ τους, με την συμμετοχή και της ίδιας της φύσης, που ακόμη και οι πιο αισιόδοξοι που ξεκίνησαν να κατευθυνθούν προς την Πλατεία Νερού την προηγούμενη Δευτέρα, δεν μπορούσαν ούτε κατά διάνοια να φανταστούν και να προβλέψουν τι επρόκειτο να συμβεί.
Οι Έλληνες Afformance, που προσωπικά είχα παρακολουθήσει πρώτη φορά στο περσινό Plissken, ήταν οι πρώτοι που ανέβηκαν στην σκηνή λίγο μετά τις 5 κι ενώ ο ήλιος μεσουρανούσε ακόμη. Επαρκώς δυναμική, η instrumental πενταμελής μπάντα που μετρά πλέον σχεδόν 10 χρόνια ζωής, σε λιγότερο από μία ώρα, έδωσε μια μικρή, αλλά γερή και αρκετά θετική, γεύση από γνήσιο post rock, που άνοιξε ιδανικά την ημέρα μας και επιβεβαίωσε τα πολύ καλά λόγια που ακούγονται τα τελευταία χρόνια γύρω απ’ το όνομά της.
Αμέσως μετά στην σκηνή ανέβηκε ο, επίσης ελληνικής καταγωγής, Theodore με την πενταμελή του μπάντα, αρχικά καθισμένος στο πιάνο με ουρά, που τοποθετήθηκε ειδικά για αυτόν, κι εν συνεχεία στο μικρόφωνο κεντρικά της σκηνής. Για την επόμενη μία ώρα μας συνόδευσαν όμορφες, ελαφρώς μελαγχολικές, μελωδίες, ερμηνευμένες με χαρακτηριστικό πάθος και προερχόμενες κατά κύριο λόγο από το δεύτερο album του.
Η εμφάνιση του Theodore, όπως και η φωνή του, σε συνδυασμό πάντοτε με αυτήν της εκπληκτικής Melentini, αποτέλεσαν σίγουρα μία αρκετά γλυκιά συνοδεία στις πρώτες περιπλανήσεις μας στον χώρο, παρ’ όλο που η λυρικότητα των ενορχηστρώσεων του πιθανώς θα ταίριαζε ακόμη καλύτερα σε κάποιο διαφορετικό line-up.
Λίγο μετά τις 7 ήταν οι σειρά των Νευορκέζων DIIV να ανέβουν στην σκηνή και να την γεμίσουν πλήρως από την πρώτη στιγμή με τρομερή όρεξη και γλυκό ακατέργαστο ήχο. Χορευτικές – σχεδόν new wave – μπασογραμμές να σχηματίζουν μαζί με χαώδη drums τους ρυθμούς, ώστε μεθυστικές μελωδίες να έρθουν να τους γεμίσουν, από κοινού με τα φωνητικά, που κινούνταν μεταξύ ήρεμων κι ασθματικών γραμμών, κι έδιναν δίχως άλλο μια ισχυρή αίσθηση μεταεφηβικής αγωνίας και άστατης ενηλικίωσης.
Ο Zachary Cole Smith αποτελεί ακριβώς την φιγούρα του frontman, που θα ήθελε κάθε μπάντα να έχει στην σύνθεσή της και το επιβεβαίωνε κάθε στιγμή, με τους υπόλοιπους τέσσερις να τον συνοδεύουν φυσικά ιδανικά σε αυτή τους την συναυλιακή εξόρμηση.
Ακούστηκαν πλήθος τραγουδιών από την φετινή τους πολύ ωραία δουλειά “Is the Is Are?”, όπως βέβαια και κλασσικά κομμάτια από το εκπληκτικό ντεμπούτο τους “Oshin”, πίσω από το 2012, με το ανυπέρβλητο “Doused” να αποτελεί αναμφίβολα την χαρακτηριστικότερη στιγμή τους, καθώς άλλωστε αποτελεί και τον ορισμό του τραγουδιού, που από την έναρξη έως το τέλος του σε παρασέρνει σε σημείο να μην μπορείς να συντονιστείς ψυχοσωματικά με τίποτε άλλο γύρω σου, πέραν αυτού.
Λίγα λεπτά πριν τις 9 και καθώς ο ήλιος είχε αρχίζει να βυθίζεται στο βάθος του ορίζοντα, μια χιονισμένη τηλεόραση, που θα συνόδευε με εκπληκτικές ψυχεδελικές και σημαδιακές εικόνες το υπόλοιπο της εμφάνισής τους, εμφανίστηκε στο background της σκηνής. Οι πενταμελείς Black Angels ανέβηκαν στην σκηνή μέσα σε πλήθος χειροκροτημάτων και η αγαπημένη Stephanie Bailey άρχισε να δίνει τον χαρακτηριστικό ρυθμό στα drums, με τα υπόλοιπα όργανα να ακολουθούν και να οδηγούν το γνωστό μας “Mission District”.
Ιδανικό τραγούδι εισαγωγής, να σημειώσω, αφού τα όργανα είναι σαν να παρουσιάζουν το ένα μετά το άλλο τον εαυτό τους, καθώς σε υπνοτίζουν ελαφρώς, ώστε να έρθει ο Maas να ψελλίσει “You only love yourself, you only care for you, I think I hit the truth”, να δώσει άμεσα το στίγμα των Τεξανών, να αρχίσεις να λικνίζεσαι στους απόκοσμους ρυθμούς τους και το live show τους να έχει πλέον για τα καλά ξεκινήσει.
Είναι γεγονός πως από την αρχή της εμφάνισής τους ήταν εμφανή κάποια προβλήματα στον ήχο, που ακούστηκαν αρκετά έντονα στα αυτιά μας, ιδίως λόγω της άψογης ηχητικής υποστήριξης σε όλες τις προηγούμενες ημέρες, όσο και κατά την διάρκεια της υπόλοιπης βραδιάς.
Τα προβλήματα, ωστόσο, παρήλθαν και οι Angels αρχίσαν να ακούγονται πιο καθαροί στο υποσυνείδητό μας, παρασύροντάς μας να κινηθούμε μεταξύ πραγματικότητας κι ονείρου, καθώς ο ήλιος έδυε. Άλλωστε, όπως είχα πει ακριβώς και μετά την περσινή τους εμφάνιση, αποτελούν την ιδανική μπάντα για την ώρα που δύει ο ήλιος, πέραν προφανώς της ακόμη ανώτερης αίσθησης, που δύνανται να σου χαρίσουν σε έναν καλά οργανωμένο κλειστό χώρο.
Επέλεξαν ένα setlist που ήταν αρκετά διαφορετικό από το περσινό – και πολύ καλά έκαναν – χωρίς ωστόσο να απουσιάζουν από αυτό μερικές από τις πιο θελκτικές τους στιγμές. Έπαιξαν τραγούδια από το σύνολο της έως τώρα δισκογραφίας τους, όπως και τα φρέσκα “I Dreamt” και “Hunt Me Down”, που λογικά θα οδηγήσουν σε καινούριο album, μετά και το EP, που κυκλοφόρησαν ακριβώς πριν από 2 χρόνια. Το πρώτο, μάλιστα προηγήθηκε και το δεύτερο ακολούθησε το δίχως άλλο καλύτερο μέρος της εμφάνισής τους, που απαρτίστηκε από τα αγαπημένα “Bad Vibrations”, “Young Men Dead”, “Haunting at 1300 McKinley”, και “Better off Alone”, που μας έχουν στοιχειώσει.
Έκλεισαν υπέροχα με το “Bloodhounds on my Trail”, αφήνοντας μια ελαφρώς γλυκόπικρη αίσθηση, καθώς πάντοτε είναι αρκετά δύσκολο να καταφέρεις μέσα σε μερικά λεπτά να αποβιβαστείς από το τρένο των Black Angels, όταν ήδη βρίσκεσαι πάνω από μία ώρα σε αυτό.
Προσωπικά θα ήθελα μέσα στα επόμενα χρόνια να τους δω κι ως headliners στην χώρα μας, πιθανώς ξανά και στο Release Athens Festival. Αν όχι για κανέναν άλλο λόγο, τουλάχιστον για το encore, που προφανώς σε αυτή την περίπτωση δεν υπήρξε και πραγματοποιούν κατά παράδοση μονάχα οι μπάντες που κλείνουν την βραδιά.
Την ώρα που οι Black Angels αποχωρούσαν ο χώρος είχε σχεδόν γεμίσει και μόλις εμφανίστηκε το παρόν μήνυμα στις γιγαντοοθόνες, αρχίσαμε να νιώθουμε και τις πρώτες στάλες βροχής να μας δροσίζουν. Έμοιαζε πραγματικά σαν οι DIIV και οι Black Angels να είχαν τον αντίστοιχα αγαπημένο τους αμερικάνικο ήλιο και οι Sigur Ros να είχαν παραγγείλει ειδικά για τους ίδιους την βροχή.
Οι τρεις Ισλανδοί έλαβαν τις θέσεις τους παρά τις σταγόνες, που προμήνυαν αν μη τι άλλο μπόρα και ο κόσμος παρέμεινε στην δικιά του θέση, ίσως στιγμιαία κάπως δυσαρεστημένος, αλλά στη πορεία βέβαιος για την επιλογή του, μόλις ξεκίναγαν να ακούγονται οι πρώτοι εξωτικοί ήχοι, που σου έδιναν την αίσθηση, μάλιστα, ότι έπαιζε ορχήστρα ολόκληρη, και να συνδυάζονται μοναδικά με την βροχή, που συνεχώς δυνάμωνε.
Κι όσο δυνάμωνε η βροχή, τόσο δυνάμωναν και τα αισθήματα που είχαν κυριεύσει τους πάντες στον χώρο, σε σημείο που όχι μονάχα δεν μας ενόχλησε τελικώς, αλλά αποδείχτηκε και εξαγνιστική, από την άποψη που έχουν χαρακτηριστικά εκφράσει σε διαφορετικό ύφος οι δικοί μας Vodka Juniors στο “Whiskey and the Rain”, και σε συνδυασμό φυσικά με την μαγεία που έφεραν μαζί τους από τον Βορρά οι Sigur Ros.
Οι Sigur Ros ήρθαν να απογειώσουν την, σχεδόν κινηματογραφική, ατμόσφαιρα, που είχαν φροντίσει επιμελώς να δημιουργήσουν DIIV και Black Angels. Setlists, διάρκεια, encores και λοιπές λεπτομέρειες, όμως, έχουν πραγματικά μηδαμινή σημασία αναφοράς σε περιπτώσεις σαν κι αυτές, όπου όλοι όσοι παρευρίσκονται μαζί, τυχαία ή και όχι, λαμβάνουν μέρος σε μια εκστατική μυσταγωγία, που σε ταξιδεύει μέσα στον χωροχρόνο και δύσκολα έχεις την ευκαιρία να παρακολουθήσεις συχνά.
Οι Sigur Ros αποτέλεσαν το ιδανικό ανατριχιαστικό soundtrack για οποιονδήποτε βρισκόταν εκεί το συγκεκριμένο βράδυ. Είτε για όσους καθηλωμένοι παρακολουθούσαν κάτω από τις αστραπές το μοναδικό show, που σαφώς ενίσχυαν οι συμπαντικές εικόνες στο video wall, είτε για τα ζευγάρια που με πάθος δινόντουσαν ο ένας στον άλλο κάτω από την αρκετά αισθησιακή βροχή, είτε για όσους μεθυσμένοι και βρεγμένοι χόρευαν μόνοι ή σε παρέες, οι Ισλανδοί τους πρόσφεραν το καλύτερο αισθαντικό soundtrack, που θα μπορούσαν να έχουν και σίγουρα μια βραδιά που θα θυμούνται για χρόνια.
Ήταν μια υπέροχη και μαγική συναυλιακή βραδιά από κάθε άποψη. Σίγουρα μία από τις πιο μεγαλειώδεις που έχουμε ζήσει έως τώρα στην χώρα μας και πιθανώς μία από τις πιο ιστορικές που θα έχουμε να θυμόμαστε. Αυτή η ημέρα ολοκλήρωσε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το εκπληκτικό σε όλη του την διάρκεια Release Athens Festival, το οποίο σαφώς αναμένουμε απαραιτήτως και το επόμενο καλοκαίρι, με ένα αντίστοιχου βεληνεκούς line-up, ώστε να μας χαρίσει κι άλλες πολλές αξιομνημόνευτες στιγμές.
Η αρχή ήταν καλύτερη από κάθε προσδοκία και είτε φανερά είτε σιωπηλά ευχόμαστε να είναι έτσι και η συνέχεια του festival, που πλέον και με την βούλα κέρδισε την θέση του καλύτερου του φετινού καλοκαιριού. Ότι κι αν έρθει τους υπόλοιπους 2 μήνες είναι σχεδόν αδύνατο να ξεπεράσει ή έστω και να συναγωνιστεί τις στιγμές που ζήσαμε όλες αυτές τις τέσσερις ημέρες στην Πλατεία Νερού. Εις το επανιδείν λοιπόν…