Όταν ήσουν παιδί ήθελες να ευχαριστείς τους γονείς σου. Μήπως όμως αυτό επηρέασε και την απόφασή σου για το επάγγελμα που επέλεξες;
Όλοι ήμασταν κάποτε παιδιά.
Σαν παιδιά, χωρίς έγνοιες και πονηρά μυαλά, θέλαμε να ευχαριστήσουμε τους γονείς μας, όπως μας ευχαριστούσαν κι εκείνοι. Και το κάναμε απλά με ένα χαμόγελο.
Μετά αρχίσαμε να μεγαλώνουμε. Δε θέλαμε πια να μας συμπεριφέρονται σαν παιδιά. Ζητούσαμε περισσότερη ελευθερία από τους γονείς μας και επειδή τη ζητούσαμε ασταμάτητα, κάποια στιγμή σταμάτησαν να μας τη δίνουν. Τότε δεν τους ευχαριστούσαμε πια, όπως κι εκείνοι.
«Δε με νοιάζει τι πιστεύουν για εμένα»: μια φράση που όλοι έχουμε πει, για να δείξουμε πόσο συναισθηματικά ανεξάρτητοι είμαστε από τους γονείς μας. Όμως, γνωρίζουμε πραγματικά, μέχρι και σήμερα, πως αυτός ο έφηβος που κρύβουμε μέσα μας επιθυμεί ακόμα να είναι το μοναδικό αστέρι στα μάτια των γονιών του, παρά την κούφια περηφάνια του.
Κάποιοι από εμάς, αποφασίσαμε να αντισταθούμε στους περιορισμούς των γονιών μας, να αντιμιλάμε, να δείξουμε το θάρρος και την ανεξαρτησία μας και να τους πούμε ότι «πλέον δε θα τους ευχαριστούμε ως παιδιά».
Κάποιοι άλλοι, αποφασίσαμε να ανακουφίζουμε πολλές από τις επιθυμίες τους, για να διατηρήσουμε την παραδοσιακή φήμη της οικογένειας με τα υπάκουα καλά παιδιά και για να διατηρήσουμε καλές σχέσεις με τους γονείς μας.
Κάποιοι άλλοι κάναμε και τα δύο, για να φανούμε πιο διπλωματικοί και διαπραγματεύσιμοι.
Τι έγινε όμως όταν αποφασίσαμε να δώσουμε στους γονείς μας και ένα μεγάλο κομμάτι της μελλοντικής μας ζωής;
Επάγγελμα είναι κάθε εργασία, κοινωνικά ή νομικά αποδεκτή, που ασκείται επί μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα για βιοπορισμό.
Ο ορισμός αναφέρεται στο αν η εργασία είναι αποδεκτή από την κοινωνία,
δεν αναφέρεται όμως στο εάν είναι αποδεκτή από καθέναν που την κάνει.
Μετά το σχολείο, μας δόθηκε η ευκαιρία να αποφασίσουμε μόνοι μας για το επάγγελμα που θα ακολουθήσουμε. Κάποιοι από εμάς επιλέξαμε με μεγάλη χαρά τις μοναδικές σπουδές που θέλαμε να κάνουμε, κάποιοι άλλοι διαλέξαμε το μονοπάτι που θα ευχαριστούσε περισσότερο τους γονείς μας.
Όλοι ήμασταν κάποτε παιδιά και κάναμε μικρά ή μεγάλα λάθη. Δε χρειάζεται, όμως, να τα πληρώνουμε σε ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή μας.
Τώρα που μεγαλώσαμε, έχουμε καταλάβει πως είναι πλέον αποδεκτό να μην ευχαριστεί κανένας κανέναν. Αφού μεγαλώσαμε. Δε σταματήσαμε να αγαπάμε τους γονείς μας, ούτε εκείνοι εμάς, απλά «θα θέλαμε να είμαστε ο εαυτός μας και να παραμείνουμε όπως μας θέλουν οι γονείς μας». Συνήθως το ένα δε γίνεται ταυτόχρονα με το άλλο.
«Ήσουν πολύ καλό παιδί! Τι έπαθες;» : έχουμε ακούσει τους γονείς μας να λένε, όταν πια δε μας άντεχαν άλλο. Κι εμείς σκεφτόμασταν ότι δε μας αγαπούσαν πια.
Άρχισαν να γίνονται επικριτικοί, απαιτητικοί και κακοί απέναντί μας. Στη ζωή τους ήμασταν ένα πρόβλημα· τουλάχιστον έτσι το βλέπαμε εμείς τότε. Και γι’ αυτό το λόγο μας τιμώρησαν με το να μη μας αφήσουν να κάνουμε αυτό που θέλουμε στη ζωή μας, από το να πάμε σε ένα πάρτι μέχρι να διαλέξουμε το επάγγελμα που θα ακολουθήσουμε.
Αλλά δεν το έκαναν για κακό. Δεν υπήρξαμε ποτέ το πρόβλημα. Δεν μας περιόρισαν ποτέ. Προσπαθούσαν να κάνουν το καλύτερο για εμάς. Ήταν η ευκαιρία τους να μας δείξουν πόσο καλά ξέρουν τις δυνατότητες που διαθέτουμε και να προβλέψουν την επιτυχημένη καριέρα που θα μπορούσαμε να έχουμε σε 10 χρόνια.
Μπορεί, βέβαια, οι γονείς να είναι πολύ εγωιστές. Να θέλουν τα παιδιά τους κοντά τους. Να θέλουν τα παιδιά τους πλούσια. Να θέλουν τα παιδιά τους να φοράνε κοστούμια και να βγαίνουν στην τηλεόραση. Να θέλουν τα παιδιά τους μέσα σε γραφεία γεμάτα πτυχία.
Απωθημένα είναι οι αναμνήσεις ή τα συναισθήματα που έχουμε απωθήσει από το υποσυνείδητό μας, τα οποία όμως εξακολουθούν να μας επηρεάζουν χωρίς να το καταλαβαίνουμε.
Ζούμε σε μια εποχή που πτυχιούχοι δουλεύουν ως σερβιτόροι, που άτομα με μεταπτυχιακά και διδακτορικά δε βρίσκουν δουλειά γιατί δε θα μπορέσουν να πληρωθούν την αξία τους, που εργαζόμενοι κάθονται στα γραφεία τους και αναπολούν τα παιδικά τους όνειρα.
Ζούμε σε μια εποχή που κανείς δεν κάνει τίποτα από αυτά που ήθελε να κάνει. Να ταξιδέψει, να εξερευνήσει, να ξεκουραστεί, να δημιουργήσει, να ερωτευτεί, να νιώσει καλά με το σώμα του, να μάθει ξένες γλώσσες, να αλλάξει τον κόσμο.
Ίσως κι εγώ να έκανα το ίδιο στα παιδιά μου. Θα τους έλεγα: «Μην κάνετε το λάθος που έκανα εγώ και δεν ακολούθησα την καριέρα που ήθελα». Επειδή, μάλιστα, δε θα παραδεχόμουν το λάθος μου μπροστά στο παιδί μου, θα του έλεγα: «Κάνε αυτό και θα δεις, θα κάνεις τεράστια καριέρα».
Το παιδί μου, όμως, τι θα έκανε; Αν θα ήθελε να με ευχαριστήσει, θα ακολουθούσε αυτό που θα του έλεγα. Είμαι η μαμά του, ο πιο σημαντικός άνθρωπος στη ζωή του. Άρα και ο πιο αξιόπιστος και υποχρεωτικά αυτός που αξίζει ευχαρίστηση από τα παιδιά του…
Μέλλον είναι ο χρόνος που ακολουθεί το παρόν,
τα γεγονότα που πρόκειται να συμβούν ή το πεπρωμένο.
Σαν παιδιά, πιστεύαμε πως δεν αξίζαμε για τίποτα άλλο, παρά γι΄ αυτό που μας προόριζαν οι γονείς μας. Κι αν τύχαινε να το πιστεύαμε, μέσα μας μεγάλωνε ο σπόρος της αμφιβολίας αν θα τα καταφέρναμε. Σαν παιδιά, δειλιάζαμε και δεν το κάναμε.
Και μετά είδαμε τους γονείς μας πάλι να χαμογελάνε. Όπως όταν ήμασταν παιδιά.
Μία από τις χειρότερες ατυχίες στη ζωή είναι ότι κανένας δεν μπορεί να μας καταλάβει καλύτερα απ’ ότι ο εαυτός μας. Αν τα καταφέρει. Είναι ο μόνος που μπορεί να γνωρίζει τις σκέψεις, τα όνειρα, τις φαντασιώσεις, τις επιθυμίες του. Όχι οι φίλοι, όχι ο/η σύντροφος και φυσικά ούτε οι γονείς. Όλοι προσπαθούν να τον μάθουν λίγο, κάποιοι πλησιάζουν κατά προσέγγιση.
Το πεπρωμένο δεν το γνωρίζει κανείς. Μόνο ο εαυτός μας μπορεί να το αγγίξει, να το αλλάξει ή να το πραγματοποιήσει.
Μερικοί από τους παράγοντες, λοιπόν, που μας επηρεάζουν ως προς τις αποφάσεις μας είναι αυτό το μικρό παιδί που κοιτάζει τους γονείς του. Είναι δική του η επιλογή αν θα ευχαριστήσει τους γονείς του ή όχι, όπως επίσης, δική του είναι η επιλογή αν θα μεγαλώσει.
Ίσως να ακούγεται αναρχικό και ασεβές, αλλά το να ακούσεις την καρδιά σου και τη λογική σου και όχι των γονιών σου, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι δεν τους ευχαριστείς, ότι είσαι κακό παιδί ή ότι δε σε αγαπούν.
Οι γονείς μας θέλουν να μας βλέπουν ευτυχισμένους και ας μην βγαίνουμε στην τηλεόραση. Θέλουν να μας βλέπουν υγιείς και ας μην δουλεύουμε σε τεράστια γραφεία. Θα κάνουν τα πάντα για να μείνουμε κοντά τους. Γιατί θέλουν να μας βλέπουν.