Όταν η ανεργία σου χτυπάει την πόρτα
Μεγαλώνεις. Η εφηβεία ξεγλιστρά χωρίς να το πάρεις χαμπάρι (ωραία χρόνια, ξέγνοιαστα), η ενηλικίωση σου έχει χτυπήσει την πόρτα κι εσύ πρέπει να την δεχτείς παίρνοντας αποφάσεις για το μέλλον σου.
Υπάρχουν 2 κατηγορίες ανθρώπων, κατάλαβα τελικά.
Αυτοί που γνωρίζουν «τι θέλουν να γίνουν όταν μεγαλώσουν» κι εμείς οι υπόλοιποι. Οι χαμένοι στον κόσμο μας, εμείς που δεν το παίρνουμε ίσως τόσο σοβαρά, δε μας κινεί τίποτα το ενδιαφέρον, τόσο τουλάχιστον, όσο θα έπρεπε. Κάτι σκεφτόμαστε, αλλά μακρινά, θολά. Οι «εμπειρικοί», θα μας χαρακτήριζα. Εμείς που για να σιγουρευτούμε τι είναι αυτό που πραγματικά μας αγγίζει και μπορούμε να το κάνουμε καλά, πρέπει να το επεξεργαστούμε μέσα από την εμπειρία της ίδιας της εργασίας.
Αρχίζει, λοιπόν, η αναζήτηση. Σχολής, πανεπιστημίου, τέχνης, του τομέα που ίσως μας ψιλοκάνει το κλικ, για να πούμε πως κάτι κάνουμε, πως ξεκινάμε από κάπου. Και τα ακόμη καλύτερα χρόνια έρχονται και παίρνουμε και το πτυχίο. Αν είχαμε και κάποια μαθησιακή δυσκολία, γινόμαστε ακόμα πιο περήφανοι που φτάσαμε ως εδώ.
Και τώρα τα δύσκολα. Αρχίζεις να ψάχνεις δουλειά. Όχι απαραίτητα στον τομέα σου, γιατί είσαι ανασφαλής, νιώθεις ότι δεν πατάς ακόμα γερά στα πόδια σου. Ίσως δε θέλεις να πέσεις στα βαθιά, ίσως έχεις ανάγκη να διατηρήσεις λίγο ακόμα την ανεμελιά των φοιτητικών χρόνων, ίσως σε καλομάθανε λίγο παραπάνω και οι γονείς σου, ίσως όλα αυτά μαζί… Θα το κάνεις αργότερα, σκέφτεσαι, δε σε πήραν και τα χρόνια.
Και κάπως έτσι, τα χρόνια περνούν. Στο βιογραφικό σου καταγράφονται οι δουλειές από τις οποίες έχεις περάσει, αυτές που κατάφερες να τις συμπαθήσεις και αυτές που απλά έπρεπε να τις κάνεις για λίγο. Αυτό το «για λίγο» μας τρώει, να ξέρεις… Μαζεύονται τα «λίγο» και φτιάχνουν χρόνια ολόκληρα που φεύγουν μέσα από τα χέρια σου, χωρίς να το καταλάβεις.
Γιατί, τελικά, τα πράγματα δεν ήρθαν όπως τα σκεφτόσουν, όπως περίμενες, ίσως και οι συνθήκες να μη σε άφησαν, να μη βοήθησαν. Και το χειρότερο, ξέρεις ποιο είναι; Ότι ζεις στη ρουτίνα σου, ότι δε σκέφτεσαι το αύριο, ότι ακόμα δεν έχεις βρει στην ουσία αυτό, στο οποίο μπορεί να είσαι πολύ καλός!
Μέχρι που, ξαφνικά, από εκεί που δεν το περιμένεις, εμφανίζεται μπροστά σου η ευκαιρία! Κάτι που δεν το έχεις ξανακάνει, το φοβάσαι, είναι πάνω στις σπουδές σου και είναι, ΑΥΤΟ! Αυτό που πάντα έψαχνες. Αρχίζεις να εργάζεσαι με πάθος, συνέπεια, έχεις ιδέες, το κάνεις δικό σου, σα να μην υπάρχει αφεντικό, σα να είναι δική σου η επιχείρηση. Και η ζωή σου αρχίζει να παίρνει άλλη τροπή, νόημα. Πώς να το κάνουμε; Έχεις πια κατασταλάξει και είσαι καλά.
Τα χρόνια περνάνε, εσύ χτίζεις τη ζωή σου νιώθοντας ηρεμία και ασφάλεια και τίποτα δεν προμηνύει την «καταιγίδα» που θα συναντήσεις λίγο παρακάτω. Κρίση, βλέπεις. Είσαι ένα «νούμερο» κι εσύ, όπως όλο το προσωπικό. Ένα «νούμερο» για το αφεντικό, που σε κρίνει και σε συγκρίνει λέγοντας, «δεν έφερες τα νούμερα που περίμενα».
Η απόλυση σε χτυπάει σαν κεραυνός. Περνάς όλα τα στάδια του πένθους, την άρνηση, το θυμό, τη διαπραγμάτευση, κάνεις και την αυτοκριτική σου και ξανασηκώνεσαι. Αποδέχεσαι τη νέα πραγματικότητα και σκέφτεσαι «δεν μπορεί, δε θα χαθώ, έκανα αυτό που τελικά με εκφράζει, το κατέχω, θα το βρω κάπου αλλού».
Η ελληνική πραγματικότητα, όμως, σου χαμογελάει ειρωνικά και σου ψιθυρίζει στο αυτί τα νέα: «Έφτασες 40, φιλαράκι. Σε αυτή τη χώρα το 40 έχει πεθάνει, δεν το έμαθες;»
Οι σπουδές σου φαίνονται πια ανεπαρκείς, γιατί στα χρόνια που εσύ ψαχνόσουν, η ζωή προχώρησε μπροστά. Δεν εξελίχθηκες, ξέχασες και αυτά που ήξερες, που κάποτε σπούδασες. Την πάτησες.
Θέλεις να αρχίσεις πάλι μαθήματα, σαν τότε, τότε που ήσουν νέος, ξέγνοιαστος και ευτυχισμένος. Αυτά που θα σου δώσουν την εξειδίκευση που πλέον ξέρεις πως κατέχεις, απλά τη θέλεις και κορνιζαρισμένη. Όχι για ‘σένα, για τους άλλους. Αυτούς, που στα χέρια τους κρατάνε την τύχη σου. Αλλά δεν μπορείς, δεν έχεις την οικονομική άνεση. Το τρένο έχει φύγει κι εσύ έχεις μείνει στην αποβάθρα με μια βαλίτσα στο χέρι. Αν δεν πιστέψεις ότι θα περάσει κι άλλο, ότι υπάρχει επόμενο δρομολόγιο, θα τρελαθείς.
Κάπου εκεί, στο πιο βαθύ σκοτάδι, στην πιο μεγάλη απόγνωση, στο σημείο του «τίποτα», εκεί που αφήνεσαι, αρχίζει να χαράζει μια καινούρια μέρα. Μετά τον πάτο, μόνο ψηλότερα μπορείς να πας. Να πάρεις ώθηση και να ανυψωθείς, να ξαναβγείς στην επιφάνεια.
Μη με ρωτάς «πώς;», θα πρέπει να το βρεις μόνος σου, όπως κι εγώ. Αν ό,τι έχεις κάνει, δε δουλεύει, πρέπει να τα κάνεις όλα αλλιώς. Όσο ζούμε, υπάρχει ελπίδα. Κι ίσως τελικά, το μεγαλύτερο εμπόδιο στη ζωή μας να είμαστε εμείς οι ίδιοι, εμείς που φοβόμαστε την αλλαγή, εμείς που τρέμουμε μην τυχόν και τα πράγματα γίνουν ακόμα πιο σκούρα από το μαύρο. Παράλογο, ε;
Ξύπνα, λοιπόν! Ξύπνα και πάρε τη ζωή σου στα χέρια σου! Μάθε όσα περισσότερα μπορείς, εμπλούτισε τις γνώσεις σου, πρακτικές και θεωρητικές, βάλε στόχους στη ζωή σου και μην περιμένεις το αύριο. Αύριο ίσως να μην μπορείς να κάνεις, αυτά που μπορείς σήμερα!
Άντε, και καλή μας αρχή!