Όταν ο David Bowie αναλαμβάνει τον ρόλο του παραγωγού… αποδεικνύεται για άλλη μια φορά η καλλιτεχνική του ιδιοφυΐα.

Lou Reed: Η αναγέννηση και η εδραίωσή του ως solo καλλιτέχνη 

Την εποχή που ο Bowie έβαζε τις τελευταίες πινελιές στην περσόνα του Ziggy Stardust, αναδυόμενος ολοένα και περισσότερο, ο Lou Reed είχε μόλις κυκλοφορήσει το πρώτο του προσωπικό ομώνυμο album, ψάχνοντας τα βήματά του χωρίς τον John Cale και τους υπόλοιπους Velvet Underground.

Ωστόσο, η δεκαετία του ’60 ήδη φαινόταν πολύ μακρινή, όπως και το κοινό τους παρελθόν με τους Velvet κι έτσι προέκυψε ένα μετέωρο, χωρίς φανερή κατεύθυνση album, με μερικές άστοχες συνεργασίες και διαφορετικές εκτελέσεις παλαιότερων συνθέσεων της μπάντας, στις οποίες προσπάθησε να δώσει το δικό του αποκλειστικό στίγμα, που ακόμη αναζητούσε.

tumblr_nmm22kIVWf1tig8svo4_1280

Lou Reed & David Bowie (1972)

Ο Lou Reed δεν ήταν ποτέ μια εκ φύσεως glam φιγούρα, παρ’ όλο που είχε γίνει μέρος του ιδιότυπου glam κόσμου του Warhol και του δικού του Factory. Μάλιστα κατά βάθος ήταν πολύ λιγότερο εκλεπτυσμένος από τον άλλοτε συνοδοιπόρο του Cale. Οι προσεγγίσεις των ήχων και των στίχων του ήταν ως επί το πλείστον περισσότερο σκληρές, άμεσες και ωμές, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν έχει σκαρφιστεί και υπέροχες μελωδίες. Ο Cale εξέφραζε, όμως, περισσότερο το ρομαντισμό της παρακμής, ενώ ο Reed πιότερο την βίαιη πραγματικότητά της.

Ένας από τους πιο προικισμένους συνθέτες της εποχής του, έχοντας ήδη πάρει μια ισχυρή γεύση από την όμορφη και την άσχημη πλευρά του glam κόσμου, πλέον, είχε βρεθεί να ακροβατεί μεταξύ των διάφορων ορμών του και των δρόμων που είχε ήδη χαράξει.

640x4001

David Bowie & Mick Ronson (1972)

Τα αθώα χρόνια της Αμερικής είχαν οριστικά παρέλθει και τα δεδομένα είχαν πλέον αλλάξει. Η Νέα Υόρκη είχε γίνει ακόμη πιο σκληρή και ο Bowie ήξερε καλά πως χρειαζόντουσαν καινούρια κόλπα για να επιβιώσουν στο καλλιτεχνικό στερέωμα. Και ποιόν θα έπαιρνε μαζί του σε αυτήν την καινούρια κατεύθυνση αν όχι τον «δάσκαλο» του, που μάλιστα φαινόταν να αναζητά μία χείρα βοηθείας;

Ο Bowie έφτασε ακριβώς την κατάλληλη στιγμή, βλέποντας όπως πάντοτε πολύ πιο μπροστά από την εποχή του, και μαζί, βέβαια, με τον βασικό του συνεργάτη Mick Ronson, ώστε να προσθέσει όλα εκείνα τα στοιχεία που θα σχημάτιζαν το στίγμα που επρόκειτο να δώσει ο Reed με το Transformer, το πιο ολοκληρωμένο, με διαφορά, προσωπικό του album, όπως αποδείχτηκε από τον χρόνο, που συνεχώς του έδινε και μεγαλύτερη αξία. Αυτό είναι το album με το οποίο ο Reed κατάφερε τελικά να εδραιώσει την καριέρα του εκτός των Velvet.

Ήχος αστραφτερός και προσιτός, κιθάρες λιγότερο δύστροπες, ένα ιδιαίτερο πασπάλισμα με ποπ αισθητική και glam περιτύλιγμα, ωστόσο κάπως διαφορετικό στο εξής, έδωσαν πνοή στο πρωτογενές υλικό που ούτως ή άλλως ήταν εξαιρετικής ποιότητας, περιλαμβάνοντας μερικά από τα καλύτερα τραγούδια που έχει γράψει ο Reed.

Ο ήχος του Trasformer αποτέλεσε το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκε ο Lou καθ’ όλη τη δεκαετία του ’70 και κυρίως ο δίσκος με τον οποίο μπόρεσε να εδραιωθεί χωρίς τους Velvet και να αποδείξει στο έπακρο ότι το κόλπο δεν είχε τελειώσει με αυτούς.

article-2331145-033CB9E20000044D-974_634x481

David Bowie (1972)

Mott the Hoople: Η ανάδειξη του συγκροτήματος στο ευρύτερο κοινό

Στο μεταξύ o Bowie είχε ήδη καταφέρει να δώσει στους συμπατριώτες του, Mott the Hoople, μέρος της αναγνωρισιμότητας που τους άρμοζε. Οι Βρετανοί, κουβαλώντας ήδη τέσσερα albums από το 1969 αποτελούσαν χαρακτηριστικό παράδειγμα συγκροτήματος της εποχής, που ενώ έκανε ιδιαίτερη, έως και προκλητική πολλές φορές, δουλειά στον χώρο του αγγλικού hard rock, επηρεάζοντας μάλιστα αρκετά και το αγγλικό punk, που ήρθε στα τέλη τις δεκαετίας του 70, έμεινε μακριά από την ευρύτερη αποδοχή, λόγω πολλών συγκυριών, όπως σαφώς και του πλήθους των ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτων συγκροτημάτων στην συγκεκριμένη σκηνή την εποχή εκείνη.

To 1972, καθώς ο Bowie, ασχολείται με την αναγέννηση του Lou Reed, καταπιάνεται και με την ανάδειξη των Mott the Hoople, και τον Σεπτέμβριο, δύο μόλις μήνες πριν κυκλοφορήσει το Transformer του Reed, δηλαδή, τους χαρίζει ένα τραγούδι που είχε γράψει ο ίδιος, το οποίο αποτελεί τελικά και τον τίτλο ολόκληρου του πέμπτου album τους. Και κάπως έτσι προκύπτει το All The Young Dudes, το album, που επρόκειτο να δώσει στους Mott the Hoople, εν μέρει βέβαια μονάχα, όσα η ιστορία του rock τους χρωστούσε.

Είναι φανερό, πως εκείνο το διάστημα, ο Bowie, έχοντας έτοιμη όλη την ιδέα του Ziggy Stardust στο μυαλό του, επιχειρεί να δημιουργήσει και το δικό του προσωπικό κίνημα. Δεν είναι τυχαίο, πως οι Mott the Hoople και ο Lou Reed εμφανίζονται ταυτόχρονα με τονισμένη στο έπακρο την glam πλευρά τους κι όπως θα πράξει και με τον Iggy Pop λίγο αργότερα, η παρέμβασή του σε όλη τους την οπτική και βέβαια στους δίσκους τους αυτούς είναι καθοριστική. Σε οτιδήποτε εξέπεμπαν από τότε και στο εξής υπήρχε μέσα το στοιχείο του Bowie και βέβαια του Ziggy.

422-628x427

Iggy Pop & Lou Reed (1972)

Στο All The Young Dudes ο Bowie παίρνει τους Mott the Hoople από το χώρο του σκληρού rock και δίνει στον ήχο τους μια άλλη διάσταση, πιο μελωδική, σοφιστικέ και σύνθετη, εκμεταλλευόμενος σαφώς και το εξαιρετικό πρωτογενές υλικό που είχε στην διάθεσή του.

Το ομότιτλο τραγούδι είναι ένα από τα διαμάντια της εποχής και μία απ’ τις κορυφαίες συνθετικές στιγμές του Bowie, το Sweet Jane ένας δίχως άλλο πανάξιος φόρος τιμής στον Reed, ενώ τα One of the Boys, Momma’s Little Jewel και Sucker αποτελούν τις καλύτερες στιγμές του Ian Hunter, τραγουδιστή τους, ο οποίος μπορεί να ήταν πιο αρρενωπός και η glam εικόνα να μην ήταν τόσο ελκυστική, όσο των Lou Reed και Marc Bolan, που επίσης βρισκόταν την ίδια περίοδο στον χώρο αυτό, κατάφερε όμως να κάνει έναν από τους πιο ενδιαφέροντες δίσκους του είδους, κι αυτό πρέπει τουλάχιστον να του αναγνωρίζεται.

b17a24af6d0623af72b65717851f4b85

David Bowie & Iggy Pop (1972)

Iggy Pop: Η  σωτηρία του και η επαναφορά του από την κατάχρηση στην δημιουργία

Μόλις κυκλοφόρησε το ablum των Mott the Hoople o Bowie αποφασίζει να ασχοληθεί και με το καινούριο υλικό των Stooges, που επρόκειτο να οδηγήσει μισό χρόνο αργότερα στο πιο σκληρό album στο οποίο έχει αναμιχθεί ποτέ του, το Raw Power.

Οι Stooges από το 1970 και το δεύτερο album τους, Fun House, δεν είχαν κυκλοφορήσει τίποτα απολύτως και φαινόντουσαν να εξαφανίζονται. Η εποχή απείχε πολύ από εκείνη που θα αποκαλούνταν “νονοί του punk” και σε εκείνη την μεταβατική περίοδο ο ακραίος ήχος τους ήταν δύσκολο έως αδύνατο να προσεγγίσει την πλειοψηφία ακόμα και της σκηνής, που έφτιαχνε ο Bowie.

O Iggy Pop παρέπαιε μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, όπως και υπέρογκων ποσοτήτων ναρκωτικών. Και αυτή ήταν η πρώτη από τις φορές που εμφανίστηκε ο Bowie να σώσει τον Iggy, γεγονός που αποδείχτηκε πιο βαρυσήμαντο από την επιρροή του στην μπάντα, η οποία τελικά διαλύθηκε σε διάστημα μικρότερο του ενός χρόνου.

Στον ένα, όμως, αυτό χρόνο ο Bowie κατάφερε να τους επαναφέρει από την κόλαση και να προσφέρει μαζί τους στον κόσμο, ένα απ’ τα μεγαλύτερα αριστουργήματα του σκληρού ήχου της εποχής.

Αλλάζει το όνομα των Stooges σε Iggy & the Stooges, ώστε να τονισθεί το όνομα του Iggy έναντι των Asheton κι όλα τα φώτα να πέσουν πάνω στην περσόνα που του έφτιαχνε ο Ziggy.

Επιπλέον αναθέτει στην ομάδα MainMan που λειτουργούσε ως το management του να δρομολογήσει και μερικές αλλαγές στην σύνθεση του συγκροτήματος με τον παλιόφιλο του Iggy, James Williamson, να έρχεται στην δεύτερη κιθάρα και τους Bob Seff και Scott Thurst στα πλήκτρα και φυσικά δίπλα του στην παραγωγή.

O Bowie, φυσικά, δεν αναλάμβανε μονάχα την μουσική παραγωγή, αλλά και την όλη αισθητική του κάθε album από την αρχή ως το τέλος. Είδε, λοιπόν, στον Iggy την πιο σκληρή και χυδαία εκδοχή του alter-ego του Ziggy και δημιούργησε ένα απ’ τα πιο χαρακτηριστικά κι επιβλητικά artworks της rock ‘n’ roll ιστορίας, το οποίο φυσικά μετέφερε ιδανικά και σε όλη την σκηνική, κι όχι μόνο, παρουσία του Iggy της περιόδου εκείνης.

Οι Stooges αναγεννήθηκαν, έστω και προσωρινά, και κυρίως ο Iggy ξαναβρήκε το δημιουργικό ενδιαφέρον, στους δρόμους που ο Bowie του έδειχνε.

Δεν ήταν μακριά, ωστόσο, τα χρόνια, που θα τον χρειαζόταν ξανά να επιστρέψει και να τον τραβήξει απ’ τον βάλτο που θα βρισκόταν αμέσως μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’70, όταν η εποχή θα άλλαζε ξανά και θα απαιτούσε καινούρια κόλπα.

Σχόλια