Μια βαθιά πολιτική, όσο και ανθρώπινη πραγματεία πάνω στη σχέση της Επανάστασης με τα υψηλά ιδανικά και τις αξίες, μέσα από το θεατρικό έργο του Αλμπέρ Καμύ.
«Δεν είμαστε για τούτον τον κόσμο, είμαστε δίκαιοι. Υπάρχει κάποια ζεστασιά που δεν είναι για μας. Α, λίγη συμπόνοια για τους δίκαιους !»
Γραμμένο το 1949, το πεντάπρακτο θεατρικό έργο του Γάλλου νομπελίστα Αλμπέρ Καμύ τοποθετείται στα 1906 και επικεντρώνεται στη δράση μιας μικρής ομάδας σοσιαλεπαναστατών στη τσαρική Ρωσία.
Αφορμώμενο από την αποστολή της ομάδος να δολοφονήσει το Μεγάλο Δούκα Σέργιο, θείο του Τσάρου, και σύμβολο δεσποτισμού, το έργο ξεδιπλώνει μέσα από τις μοναδικής νοηματικής πυκνότητας συγκρούσεις των χαρακτήρων, τις διηγήσεις των παρελθοντικών τους αγώνων και της θεώρησής τους επί του καθήκοντος που καλούνται να επιτελέσουν, το ηθικό δίλημμα των ηρώων του, και κατ’ επέκταση το ηθικό δίλημμα κάθε επαναστατικής δράσης. Ως που φτάνει λοιπόν ο αγώνας για δικαιοσύνη; Μπορείς στο βωμό αυτής της καθολικής δικαιοσύνης να θυσιάσεις δυο παιδιά, και αν πράγματι το πράξεις, θα παραμένεις αγωνιστής ή θα καταταχθείς αμετάκλητα στη κατηγορία του φονιά;
Η σπαρακτική ανάγκη για δικαιοσύνη, η προσωπική θυσία του αγωνιστή, το μαρτύριο της συνεχούς αυτοαναίρεσης, το όραμα για ένα καλύτερο κόσμο, η έννοια της αγάπης, αναδεικνύουν, ως συλλογιστικές του έργου αυτού ου Αλμπέρ Καμύ, μια βαθύτερη πραγματεία όχι μόνο πάνω στη νομιμοποίηση ή μη της αιματηρής επαναστατικής δράσης, αλλά πάνω στην ίδια τη φύση του ανθρώπου.
«Τ’ είναι αυτά που λες; Εκεί τουλάχιστον είναι λεύτεροι οι άνθρωποι». «Η ελευθερία είναι και αυτή κάτεργο όσο κι ένας μονάχα άνθρωπος είναι δούλος πάνω στη γη»
Καθώς προετοιμάζει την βομβιστική επίθεση κατά του Μεγάλου Δούκα η ομάδα των Επαναστατών, αποτελούμενη από τον κεντρικό ήρωα Καλάγιεφ, τον Άννενκοφ, τον Βοινόφ και τη Ντόρα- μια γυναικεία φιγούρα εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, με κοινά ιδιοσυγκρασιακά στοιχεία με την Λουκία των Νεκρών χωρίς Τάφο του Ζαν-Πωλ Σαρτρ-, επιστρέφει ο παλιός τους σύντροφος, δραπέτης από το κάτεργο, ο Στεπάν.
Αναλαμβάνοντας ενεργό ρόλο στη διεκπεραίωση του εγχειρήματος τους, ο Στεπάν, και μαζί με αυτόν όλη η επαναστατική κοσμοθεωρία του, σμιλεμένη στο κάτεργο και τροφοδοτούμενη από την αυτοκτονία της ερωμένης και τη βίωση της χρόνιας άφατης καταπίεσης, έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση με τον επαναστάτη-ποιητή Καλάγιεφ:
«Ο Γιάνεκ πιστεύει το αντίθετο. Λέει πως η ποίηση είναι αδελφή της Επανάστασης.» « Μόνο οι βόμβες βοηθάνε την Επανάσταση».
Η βαθιά ιδεολογική σύγκρουση των διαφορετικών οπτικών επί της επανάστασης σκιαγραφούνται γλαφυρά στην αντιπαραβολή των δυο ηρώων. «Αδελφέ μου δε με ξέρεις. Αγαπώ τη ζωή. Δε πλήττω. Έγινα επαναστάτης γιατί αγαπώ τη ζωή. […]Αγαπώ την ομορφιά, αγαπώ την ευτυχία[..]Επανάσταση; Επανάσταση, σύμφωνοι. Επανάσταση όμως για χάρη της ζωής, επανάσταση για γίνει χαρούμενη η ζωή, καταλαβαίνεις; » αποκρίνεται ο Καλάγιεφ για να του απαντήσει ο Στεπάν : « Δεν αγαπώ τη ζωή , αλλά τη δικαιοσύνη, που είναι πάνω από τη ζωή .»
Η ένταση κορυφώνεται μετά από την αδυναμία του Καλάγιεφ να υλοποιήσει την αποστολή του, η παρουσία των δυο ανήλικων ανιψιών στην άμαξα τον εμποδίζει από το ρίξει τη βόμβα που θα απαλλάξει τη χώρα από το σύμβολο του δεσποτισμού. Ο δισταγμός του Καλάγιεφ μεταφέρει το ηθικό δίλημμα σε κάθε μέλος της ομάδος, η ίδια η ύπαρξη της καθώς η προσωπική υπόσταση του εκάστου κοινωνού της εξαρτάται πλέον από το διακύβευμα της κρίσης τους.
Εκφρασμένη μέσα από τον Στεπάν, η πρώτη θεώρηση υποστηρίζει πως για την εδραίωση της Επανάστασης και τον τερματισμό της εκμετάλλευσης είναι θεμιτή η χρήση της άκρατης ακόμη βίας, απέναντι στον θάνατο των δυο παιδιών αντιπαραβάλλει τον θάνατο των χιλιάδων παιδιών από τη πείνα, καταγγέλοντας « Προτιμείστε λοιπόν τη φιλανθρωπία και γιατρέψτε μονάχα το κακό της κάθε μέρας, κι όχι την επανάσταση, που θέλει να γιατρέψει όλα τα κακά και τα σημερινά και τα αυριανά.»
Η άτεγκτη στάση του Στεπάν δεν εμποτίζεται από τυφλή οργή ούτε από σαδιστική περιφρόνηση της ανθρώπινης ζωής, αντίθετα εδράζεται στην απέκδυση κάθε προσωπικού εγωισμού, στη θυσία της ίδιας της συνείδηση για τη λύτρωση του συνόλου. Στον Καλάγιεφ που διακηρρύσει πως μια τέτοια άδικη πράξη θα τον έκανε δολοφόνο, ενώ αυτός ζητούσε να γίνει τιμωρός, ο Στεπάν απαντά «η περηφάνεια μου δεν αφορά παρά μόνο εμένα. Η περηφάνεια όμως των ανθρώπων, η επανάσταση τους, η αδικία όπου ζουν, αυτό είναι μια υπόθεση που μας ενδιαφέρει όλους.»
Απέναντι στη σκληρή αυτή λογική της άνευ ορίων και άνευ ηθικών αγκυλώσεων επίτευξης της επαναστατικής δράσης, προκρίνεται η ιδεαλιστική οπτική του Κανάγιεφ και της Ντόρα, σύμφωνα με την οποία η τιμή, το αξιακό σύστημα, τα υψηλά ιδανικά είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την Επάνασταση, και δίχως αυτά δε μπορεί να συγκροτηθεί καν επαναστατική δράση, παρά μόνο στυγερές δολοφονίες. Τη στιγμή που θα συναινούσαν στη δολοφονία δυο παιδιών, θα στερούνταν από το ηθικό εκείνο στοιχείο που νοηματοδοτεί τη ζωή και τη θυσία τους, την εγγενή αξία της δικαιοσύνης για την οποία με προθυμία θα έδιναν τη ζωή τους.
«Κι αν μια μέρα όσο ζω θα χωριζόταν η επανάσταση από την τιμή, θα έπαυα να είμαι επαναστάτης.» «Η τιμή είναι μια πολυτέλεια γι’αυτούς που έχουν αμάξια.» «Όχι, είναι ο μοναδικός πλούτος που έχει ο φτωχός. Το ξέρεις καλά και ξέρεις ακόμη πως η τιμή είναι απαραίτητη για την επανάσταση. Για χάρη της δεχόμαστε να πεθάνουμε. Για χάρη της μαστιγώθηκες κάποτε, Στεπάν.»
Η αυλαία της δεύτερης πράξης κλείνει με την ομάδα να αποφασίζει να περιμένει την επόμενη ευκαιρία, αρνούμενη να δολοφονήσει δυο παιδιά στο όνομα της δικαιοσύνης.
( συνεχίζεται…)