Eurovision 2016, ε και;
Η Eurovision πλησιάζει, και για να λέμε την αλήθεια χέστηκε η φοράδα στο αλώνι. Τι σημασία έχει όμως να κλωτσάμε το αλογίσιο κουφάρι της; Πολύ παρόμοια με το να ξύνεις πέτσες ή να τρως τα νύχια σου. Το ξέρεις πως δεν είναι καλό, μα στην πραγματικότητα είναι τόσο κακό που σε εθίζει.
Ίσως όταν δεν σε κοιτάζει κανείς. Ή ακόμα χειρότερα, όταν σε κοιτάζουν όλοι, βάζεις το νύχι στο στόμα, βρίσκεις μία ακρούλα και βουκουλικά ξεκινάς να την μασάς και να την τραβάς, κοπτήρας, γλώσσα, κοπτήρας, η ίδια συνταγή για πιπιλιά σου αφαιρεί τα νύχια και στο τέλος μένεις με το ακροδάχτυλο γεμάτη δύσμορφη πέτσα.
Και όμως, η Eurovision θα μας λείψει ακόμα λιγότερο. Κάποτε πίστευα πως ήταν διαγωνισμός για να στείλεις ένα αντιπροσωπευτικό τραγούδι της χώρας σου. Βέβαια, το 2001 έκατσα και είδα τον τελικό του Big Brother στο γεύμα της Πρωτοχρονιάς…
Και ποιος δεν έζησε τις μεγάλες εποχές του Πασόκ διαγωνισμού, όπου το σόι μαζεύονταν μπροστά στην τηλεόραση. Αχ, ήμασταν ενημερωμένοι, είχαμε δει τους ημιτελικούς, είχαμε ακούσει στα πρωινάδικα τις αποδόσεις που έδιναν οι booker, χαιρόμασταν που βγαίναμε λίγο πριν το τέλος γιατί έτσι θα κάναμε εντύπωση, ξέραμε τα κουτσομπολιά, τα φαβορί και τα outsider. Βγαίναμε από τα αποδυτήρια με σύστημα.
Η Eurovision όμως πάντα μας πίκραινε. Σχεδόν. Γιατί γενικά ήταν δύσκολη γκόμενα. Και στην αρχή, όπως όλοι, προσπαθήσαμε να την ρίξουμε με τον εσωτερικό μας κόσμο
Αλλά όπως συμβαίνει πάντα, πόσο να μετρήσει ο έρμος ο εσωτερικός κόσμος όταν το πάρτυ κρατά λίγες ώρες και το κορίτσι κορτάρεται από παντού; Εκείνες τις δύσκολες στιγμές ξεχνάς τους καλούς τρόπους, ξεχνάς την καλλιέπεια, ξεχνάς και τα Ελληνικά και φοράς εκείνο το δερμάτινο που σε κάνει να μοιάζεις πιο επικίνδυνος, πιο σέξυ, πιο Ρακιντζής ρε παιδί μου.
Και όντως, το παλεύεις, γίνεσαι λίγο ρεζίλι, και μετά το παίρνεις απόφαση, με δερμάτινο δεν γάμησε ποτέ κανείς. Η αγορά θέλει μπούστο. Enter Elena Papavizoy Paparizoy, και μετά θέλει και κοιλιακούς και σφιχτό κωλαράκι – λέγε με και Σάκη.
Και το ρίξαμε το κορμί πατριώτη. Για ένα βράδυ ήμασταν οι μάγκες. Ή για έναν χρόνο, το 2004 γενικά λαδώσαμε τον Άγιο και τα πήραμε όλα.
Ωστόσο το θέμα ξεφτιλίστηκε. Η νίκη έγινε ο σκοπός, σταματήσαμε να γράφουμε ελληνικούς στίχους ή τους περιορίσαμε στα ώπα, πάμε και λοιπές γραφικότητες. Ποιος βλέπει Eurovision πλέον; Και γιατί να δεις στα αλήθεια; Η πορεία του θεσμού εξαντλήθηκε. Ποια γραφικότητα μπορεί να συναγωνιστεί την Ελληνική Βουλή; Ποιο ενδυματολογικό attire μπορεί να ξεπεράσει τα λαχούρια του Βαρουφάκη; Τι μπορεί να μας ενδιαφέρει όταν δεν μπορούμε ούτε για να γελάσουμε πλέον να δούμε τον διαγωνισμό;
Ποιο σημαντική ερώτηση. Τι σχέση έχει αυτό που βλέπουμε με αυτό που είμαστε; Η Eurovision βγάζει το pop από μέσα μας, με τη χειρότερη όμως έννοια. Εύπεπτα στιχάκια με γαρνίρισμα ετοιματζίδικης μουσικής, υποχρεωτική σχεδόν χρήση Αγγλικών στίχων και φυσικά ένα show γύρω από το ποιος θα παίξει ποιο πολύ με την εικόνα του.
Στην Ευρώπη της ευμάρειας η Eurovision είναι μία Σαββατιάτικη χαζομάρα. Στην Ελλάδα ίσως ούτε αυτό. Ένας θεσμός που έχει απαξιώσει ο ίδιος τον εαυτό του ξανά και ξανά, με φτηνά σεξουαλικά υπονοούμενα, στρας κουστούμια και κατ’επανάληψη αποστολή γραφικών προσωπικοτήτων. Ίδια τραγούδια, χαμηλής ποιότητας και αισθητικής και βέβαια στα αγγλικά διαγωνίζονται κάθε χρόνο για να σηκωθείς τυλιγμένος μία σημαία που εκτός από το intro spot έκανες τα ελάχιστα για να προβάλεις.
Τι μένει στα αλήθεια; Τίποτα υποθέτω. Κάποτε μας περίσσευαν τα λεφτά για να πάρουμε 20 πιτόγυρα και μπίρες και να φωνάξουμε το μισό σόι για να δούμε την νέα βλακεία στην τηλεόραση. Το γούστο μας παρέμεινε το ίδιο φθηνό, απλά τα λεφτά τελείωσαν.
Ποιος ξέρει, αν κάποτε γίνουμε ματσό ίσως η Eurovision πάρει ξανά την θέση της στα Σάββατά μας.