«Δεσποινίς Φελίτσε!

Σ’ αυτό το σημείο θα σας εκφράσω μία παράκληση που φαίνεται στ’ αλήθεια τρελή και ούτε εγώ θα την έκρινα διαφορετικά αν μου έδιναν να διαβάσω αυτό το γράμμα. Πρόκειται όμως συνάμα για την πιο ισχυρή δοκιμασία στην οποία μπορεί να υποβάλλει κανείς τον πιο καλοσυνάτο άνθρωπο. Παρακαλώ να μου γράφετε μόνο μία φορά την εβδομάδα, και μάλιστα έτσι ώστε να παίρνω το γράμμα σας την Κυριακή.Γιατί δεν αντέχω τα καθημερινά σας γράμματα, δεν είμαι σε θέση να τα αντέξω. Απαντώ π.χ. στο γράμμα σας και έπειτα, φαινομενικά ήρεμος, ξαπλώνω στο κρεββάτι αλλά ένα χτυποκάρδι διαπερνάει το κορμί μου, κι αυτό μόνο με σας έχει να κάνει. Πραγματικά δεν υπάρχει άλλος τρόπος να εκφράσω πως σου ανήκω, κι αυτός ο τρόπος είναι αδύναμος. Αλλά ακριβώς γι’ αυτό το λόγο δε θέλω να ξέρω τι φοράς, διότι με αναστατώνει τόσο πολύ, ώστε δε μπορώ να ζήσω, και ακριβώς γι’ αυτό δε θέλω να ξέρω ότι διάκεισαι ευνοϊκά απέναντί μου. Διότι σκέφτομαι, γιατί κάθομαι σαν ηλίθιος στο γραφείο μου ή εδώ στο σπίτι, αντί να πηδήξω με κλειστά τα μάτια σ’ ένα τρένο και να τα ανοίξω μόνο όταν βρεθώ κοντά σου; Αχ υπάρχει ένας κακός, κακός λόγος για τον οποίο δεν το κάνω και τον αναφέρω με λίγα λόγια: η υγεία μου μόλις που επαρκεί για την προσωπική μου συντήρηση, όχι όμως για να γίνω πατέρας. Όμως διαβάζοντας το γράμμα σου, θα μπορούσα να παραβλέψω αυτό που δεν παραβλέπεται.

[…] Και μακάρι να είχα στείλει το γράμμα που σου έγραψα το Σάββατο, στο οποίο σε ικέτευα να μη μου γράψεις ποτέ ξανά και σου υποσχόμουν πως ούτε εγώ θα σου ξανάγραφα. Θεέ και Κύριε, τι με κράτησε και δεν το έστειλα; Όλα θα ήταν μια χαρά. Μπορεί όμως να βρεθεί έστω τώρα μία ειρηνική λύση; Βοηθάει να γράφουμε ο ένας στον άλλον μόνο μία φορά την εβδομάδα; Όχι, θα ήταν μικρό το βάσανο που θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με τέτοια μέσα. Προβλέπω μάλιστα ότι ούτε τα γράμματα της Κυριακής δεν θα τα αντέξω. […]»

Η υστερία δεν αργεί βέβαια να έρθει:

«Πολυαγαπημένη τι σου έχω κάνει άραγε και με βασανίζεις έτσι; Σήμερα πάλι κανένα γράμμα, ούτε με το πρώτο ούτε με το δεύτερο ταχυδρομείο. Πως με αφήνεις να υποφέρω! Ενώ μια λέξη σου θα μπορούσε να με κάνει ευτυχισμένο. Με βαρέθηκες, δεν υπάρχει άλλη εξήγηση και δεν είναι παράξενο, ακατανόητο είναι μόνο το ότι δεν μου γράφεις. Αν θέλω να συνεχίσω να ζω δε μπορώ να περιμένω εις μάτην νέα σου, όπως έκανα τις τελευταίες, ατέλειωτες μέρες. Αλλά δεν ελπίζω πια ότι πρόκειται να λάβω νέα σου. Πρέπει, λοιπόν, να επαναλάβω ρητά τον από δικής σου πλευράς σιωπηλό αποχαιρετισμό. Θα ‘θελα να πέσω πάνω σ’ αυτό το γράμμα για να μην μπορεί να αποσταλεί, αλλά πρέπει να αποσταλεί. Δεν περιμένω λοιπόν πια γράμματα.

Φραντς»

Για να συνεχίσει, ο ίδιος άνθρωπος, τη νύχτα της ίδιας μέρας, το δεύτερο γράμμα του προς το ίδιο πρόσωπο (τη Φελίτσε):

«Πολαγαπημένη, πολυαγαπημένη μου, είναι μιάμιση τη νύχτα. Μήπως σε πλήγωσα με το πρωινό γράμμα μου; Τι ξέρω εγώ από τις υποχρεώσεις που έχεις απέναντι στους συγγενείς και τους γνωστούς σου;»

Και κάπως έτσι ερωτικά, με υστερία που εκφυλίζεται στο χρόνο και πάθος που κάνει τους σημερινούς έρωτες να κρύβονται από ντροπή, πέρασαν κάποιοι μήνες. Και οι πρώτες σκιές εμφανίστηκαν στην σχέση. Οι αμφιβολίες ισχυροποιήθηκαν.

felice bauer

Σελίδες: 1 2 3

Σχόλια

1 2 3