Η λογοκρισία της παράστασης “Ισορροπία του Nash” που ανέβασε η Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου ξανάφερε στο προσκήνιο ένα από τα πιο αγαπημένα και μισητά ερωτήματα του δημοσίου διαλόγου.
Πόση δηλαδή ελευθερία του λόγου μπορεί να αντέξει μια κοινωνία, ή μάλλον τι συνιστά εκδήλωση του δικαιωματος αυτού και τι λογοκρισία. Και παρόλο που το συγκεκριμένο θέμα έληξε τρόπον τινά, είναι απλά ζήτημα χρόνου να βρεθούμε να συζητάμε πάλι για κάποια Ισορροπία του Nash, κάποιο Corpus Christi ή κάποιο Charlie Hebdo.
Για να ξέρουμε για τι πράγμα μιλάμε, η ελευθερία του λόγου κατοχυρώνεται στο ελληνικό Σύνταγμα στο άρθρο 14, με την επιφύλαξη της μη παραβίασης των νόμων του κράτους. Περιλαμβάνεται επίσης σε διεθνείς καταλόγους θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Ως δικαίωμα σηκώνει διάφορους θεμιτούς περιορισμούς. Έτσι, αν κάποιος παρακινεί σε φόνους και ξυλοδαρμούς μειονοτήτων ή αν διαδίδει ψευδή γεγονότα με σκοπό να βλάψει κάποιον άλλο, διαπράττει έγκλημα και αυτό δεν είναι λογοκρισία.
Οι σχετικές πράξεις δε συνιστούν άσκηση της ελευθερίας του λόγου και σε αυτό συμφωνούν – σχεδόν – όλοι.
Το όλο πρόβλημα δημιουργείται όταν υποστηρίζεται πως η προσβολή πεποιθήσεων, ιδεών, συναισθημάτων και συμβόλων θα πρέπει να θέτει ένα ακόμα όριο της ελευθερίας του λόγου και συνεπώς η συνακόλουθη φίμωση δεν αποτελεί λογοκρισία και είναι απολύτως θεμιτή.
Η ελληνική πραγματικότητα μας προσφέρει πλείστα όσα παραδείγματα που δείχνουν ότι δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις φωνές που έρχονται από αυτήν την κατεύθυνση ως μεμονωμένα περιστατικά που μπορούν να αγνοηθούν με το συγχωροχάρτι της υπερβολής και της οπισθοδρομικότητας των συνήθων υπόπτων.
Ούτε καν χρειάζεται να ανατρέξουμε δεκαετίες πίσω, στην εποχή του “Τελευταίου Πειρασμού”, όταν έχουμε πρόσφατη εμπειρία από την ποινική δίωξη του γέροντα Παστίτσιου και τις απειλές από τις ορδές έξω από το Χυτήριο.
Έχει, λοιπόν, δικαίωμα ένας πιστός να απαιτεί να κατέβει μια παράσταση που θεωρεί ότι θίγει τα πιστεύω του; Η χρήση κειμένων ενός καταδικασμένου για δολοφονίες αρκεί για να καταστήσει ένα θεατρικό έργο αντικείμενο λοιδωρίας, σύσσωμης κατακραυγής και εν τέλει να προκαλέσει τη λογοκρισία του;
Η απάντηση θα πρέπει να είναι σε κάθε περίπτωση ένα εκκωφαντικό όχι. Πράγματι, ποιο θα ήταν το νόημα της κατοχύρωσης σε συνταγματικά και διεθνή κείμενα της ελευθερίας του λέγειν, αν αφορούσε απόψεις που εκφερόμενες δεν προσβάλλουν κανέναν, που κανένας δεν προσπαθεί να φιμώσει. Ο σκοπός και η ουσία της είναι ακριβώς να προστατεύσει τις κατεξοχήν προσβλητικές ιδέες, οι οποίες δε χρειάζεται να εμπεριέχουν χυδαιότητες ή βλασφημίες για να θίγουν συνειδήσεις και – συνηθέστερα – ιδεοληψίες.
Η “Ισορροπία του Nash” ήταν μια αξιοπρεπής παράσταση, ένα έτοιμο και τυπωμένο βιβλίο σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης που δεν έφτασε ποτέ στα θρανία ήταν απαραίτητο και η θεωρία της εξέλιξης των ειδών είναι τόσο θεωρία, όσο και η βαρύτητα.
Ένα άλλο σημείο που πρέπει να προβληματίσει όσους δίνουν δίκιο σε όλες τις πλευρές είναι το τι δεν αποτελεί σύνηθες αντικείμενο για τη λογοκρισία. Είναι κομμάτι εύκολο να παρατηρηθεί πως απόψεις που δεν θίγουν το status quo σε όλα του τα επίπεδα – πολιτικά, θρησκευτικά, οικονομικά και λοιπά – πολύ σπάνια θα κατακεραυνωθούν μαζικά, όσο ακραίες και αν είναι. Ακόμη σπανιότερα θα καταλήξουν σε ποινικές διώξεις και στυγνή λογοκρισία. Αυτή η επιλεκτική επίκληση των ορίων της ελευθερίας του λόγου πρέπει αν μη τι άλλο να κινήσει υποψίες για τα αληθή κίνητρα όσων μάχονται υπέρ της κυρίαρχης ηθικής.
“If liberty means anything at all, it means the right to tell people what they do not want to hear.”
― George Orwell
Ένα άλλο ερώτημα αφορά την αντιμετώπιση του λόγου που εμπνέεται από κάθε είδους -ισμό που δεν έχει θέση σε μια ιδανική κοινωνία. Μήπως η λογοκρισία μπορεί να βρει έδαφος εφαρμογής όταν πρόκειται για τέτοιες ιδέες με σκοπό να προστατευθούν όσοι έχουν ανάγκη προστασίας; Η απάντηση θα πρέπει και σε αυτό να είναι αρνητική, όσο και αν μια τέτοια πρόταση εκπηγάζει από αγνές προθέσεις, αφού μάλλον στην προκειμένη περίπτωση στρώνουν το δρόμο προς την κόλαση. Η λογοκρισία με το ένδυμα της πολιτικής ορθότητας εν προκειμένω υποκρύπτει απλώς τις υφιστάμενες αδικίες και ανισότητες και έτσι, αντί να αντιμετωπίζονται στη ρίζα τους με τα όπλα που δίνει το δίκιο, μπαίνουν υπό τάπητος.
Αν μπορεί να τεθεί ένα συμπέρασμα στα πλαίσια αυτής της μεγάλης κουβέντας που κρατάει αιώνες είναι ότι οι ιδέες δεν υπάρχουν για να προστατεύονται, αλλά για να προσβάλλονται και να αμφισβητούνται. Ο εφησυχασμός δεν ωφελεί σε τίποτα και αν μη τι άλλο από την αρένα του δημοσίου διαλόγου οι ιδέες που αξίζουν πρέπει να βγουν ισχυρότερες. Μπορεί αυτή η εμπιστοσύνη να μοιάζει αφελής, αλλά μια απλή σύγκριση της πνευματικής στάθμης και της ανεκτικότητας του σήμερα με ό,τι θα είχαμε να αντιμετωπίσουμε σε μια παρελθούσα εποχή καθιστά σαφές πως οι ελπίδες για το μέλλον είναι μάλλον βάσιμες. Σε αυτή την επιδιωκόμενη εξέλιξη η ελευθερία του λόγου είναι εκ των ων ουκ άνευ.