Θα μπορούσε ένα Συνταγματικό δικαστήριο να οδηγήσει σε καλύτερη απονομή της δικαιοσύνης και έλεγχο της κοινοβουλευτικής εξουσίας;

Τα τελευταία χρόνια η συζήτηση για τη δημιουργία ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου γίνεται ολοένα και πιο έντονη. Δικηγόροι, δικαστές αλλά και επιστήμονες από διάφορους χώρους παίρνουν όλο και πιο συχνά θέση για το αν ένα Συνταγματικό Δικαστήριο είναι αναγκαίο για την Ελλάδα. Παρακάτω παραθέτω τις γνώμες διακεκριμένων επιστημόνων αλλά και επιχειρώ ν’ αναδείξω τα υπέρ και τα κατά που θα είχε μια τέτοια απόφαση.

Συνταγματικό Δικαστήριο ονομάζεται το δικαστήριο, το οποίο ελέγχει, (σε όσες βέβαια χώρες προβλέπεται και λειτουργεί), την εφαρμογή των άρθρων του ισχύοντος Συντάγματος είτε αυτοτελώς, είτε σε σχέση με συγκεκριμένα νομοθετήματα, ή πράξεις της εκτελεστικής εξουσίας.

Η λειτουργία αυτού είναι ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων καθώς και ο έλεγχος της συνταγματικής συμμόρφωσης της κάθε διοικητικής πράξης των οργάνων της πολιτείας. Το Σύνταγμα της Ελλάδας δεν προβλέπει σύσταση και λειτουργία Συνταγματικού Δικαστηρίου. Κύριο έργο ενός συνταγματικού δικαστηρίου είναι ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, η κρίση δηλαδή περί του αν ένας νόμος εναρμονίζεται ή παραβιάζει το Σύνταγμα.

Αποτέλεσμα του ελέγχου της συνταγματικότητας ενός νόμου είναι η κήρυξή του ως άκυρου. Αυτής της μορφής ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων που γίνεται αποκλειστικά από ένα δικαστήριο ονομάζεται συγκεντρωτικός, σε αντίθεση με τον διάχυτο έλεγχο, που διενεργείται από όλα τα δικαστήρια. Το Συνταγματικό Δικαστήριο ελέγχει με αυτόν τον τρόπο αν η νομοθετική εξουσία τηρεί το Σύνταγμα και εγγυάται τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών.

Σημαντικός είναι ο τρόπος επιλογής των δικαστών του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Συνήθως πρόκειται για μικρό αριθμό έμπειρων δικαστών, καθηγητών Πανεπιστημίου ή και πολιτικών προσωπικοτήτων.

Η επιλογή τους μπορεί να γίνεται είτε από μία από τις τρεις λειτουργίες είτε από περισσότερες σε συνδυασμό. Η επιλογή τους από τους ίδιους τους δικαστές εγγυάται στο δικαστήριο τη μεγαλύτερη δυνατή ανεξαρτησία αλλά δημιουργεί ταυτόχρονα στο δικαστήριο πρόβλημα δημοκρατικής νομιμοποίησης: ένα όργανο που δεν έχει εκλεγεί από τον λαό ελέγχει τις πράξεις των δημοκρατικά εκλεγμένων οργάνων.

Αν πάλι επιλέγονται οι συνταγματικοί δικαστές από την Κυβέρνηση ή από την πλειοψηφία της Βουλής, έχουν μεγαλύτερη δημοκρατική νομιμοποίηση, είναι πιθανόν όμως να επιλέγονται οι πιο «συνεργάσιμοι» και «φιλικοί» προς την κυβερνητική πλειοψηφία και να τορπιλίζεται έτσι στην ουσία ο έλεγχος της τήρησης του Συντάγματος.

Συνήθης είναι ο διορισμός των δικαστών για μη ανανεώσιμη θητεία ορισμένου χρόνου. Η θητεία είναι μη ανανεώσιμη, ώστε να μην μπαίνουν οι δικαστές στον πειρασμό να γίνουν αρεστοί με τις αποφάσεις τους σε αυτούς που τους επιλέγουν, αλλά να επιδοθούν απερίσπαστοι στο έργο τους.

Δεν έχουν όλες οι χώρες συνταγματικό δικαστήριο. Η Ελλάδα και οι ΗΠΑ ανήκουν στις χώρες που δεν έχουν. Η Ελλάδα απέκτησε για πρώτη φορά Συνταγματικό δικαστήριο επί χούντας, στις 19 Σεπτεμβρίου 1973 βάσει του θεσμικού νόμου 803/70 (Συνταγματικό Δικαστήριο 1973), αλλά καταργήθηκε σε 2 μήνες, στις 26 Νοεμβρίου 1973 με την νέα Χούντα του Ιωαννίδη.

Ορισμένες αρμοδιότητες Συνταγματικού Δικαστηρίου έχει στην Ελλάδα το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Κατά καιρούς έχει εκφραστεί η πρόθεση να θεσπιστεί Συνταγματικό Δικαστήριο για τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων μέσω αναθεώρησης του Συντάγματος.

Το πρώτο Συνταγματικό Δικαστήριο θεσπίστηκε στην Αυστρία το 1920. Στη Γαλλία ρόλο συνταγματικού δικαστηρίου έχει το γαλλικό Συνταγματικό Συμβούλιο (Conseil Constitutionnel), το οποίο είναι αρμόδιο μόνο για τον προληπτικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων.

Στη Γερμανία το αντίστοιχο όργανο ονομάζεται Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο (Bundesverfassungsgericht) και έχει ευρύτατες αρμοδιότητες και ως προς τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων και ως προς τον έλεγχο των πολιτειακών οργάνων.

Ένα είδος συνταγματικού δικαστηρίου υπό ευρεία έννοια θα μπορούσε να θεωρηθεί και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ). Δεν υφίσταται βέβαια ευρωπαϊκό Σύνταγμα, αλλά στις αρμοδιότητες του ΔΕΕ εντάσσεται ο έλεγχος της τήρησης των ευρωπαϊκών Συνθηκών και από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ. Έχει εξουσία να ελέγχει τη συμβατότητα του παραγώγου δικαίου της ΕΕ με τις Συνθήκες και διασφαλίζει την εφαρμογή των θεμελιωδών ελευθεριών της Ένωσης (ελευθερία κυκλοφορίας αγαθών, υπηρεσιών, εργαζομένων και κεφαλαίων).

Στην Ελλάδα επικρατεί το καθεστώς του διάχυτου αλλά παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας: κάθε δικαστής, από τον κατώτατο έως τον πρόεδρο των ανώτατων υποχρεούται να μην εφαρμόζει διάταξη νόμου, η οποία βρίσκεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα (διάχυτος έλεγχος).

Η εξέταση όμως αυτή είναι «παρεμπίπτουσα», που σημαίνει ότι ο πολίτης δεν μπορεί να στραφεί ενώπιον της Δικαιοσύνης ευθέως κατά ενός αντισυνταγματικού νόμου, αλλά ο έλεγχος συνταγματικότητας γίνεται μόνο στο πλαίσιο μιας διαφοράς που συνοδεύεται και από άλλα αιτήματα (αποζημίωση, ακύρωση πράξης, διάγνωση έννομης κατάστασης, υπεράσπιση κλπ).

Δηλαδή με το ισχύον σύστημα ο πολίτης δεν έχει το δικαίωμα μιας «συνταγματικής προσφυγής», ώστε να βάλλει ευθέως κατά του νόμου που μπορεί να τον θίγει. Μια τέτοια δυνατότητα δίνεται κατά το μοντέλο του Συνταγματικού Δικαστηρίου, όπως έχει αναπτυχθεί στις έννομες τάξεις άλλων χωρών.

Νόμος Παππά: Υπέρ ή κατά;

Τι λένε όμως οι ειδικοί για το Συνταγματικό Δικαστήριο;

Ο κ. Μανιτάκης, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, είναι ένας μόνο από τους επιστήμονες που είναι κατά της ίδρυσης ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα έχει αναφέρει ότι: «Δεν θεωρώ, την ίδρυση ενός ειδικού Δικαστηρίου στο οποίο θα συγκεντρώνεται υποχρεωτικά ο διάχυτος, σήμερα, δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων αναγκαία, ούτε σκόπιμη, ούτε καν συνταγματικά επιτρεπτή, εφ’ όσον με την πρόταση αυτή το ισχύον σύστημα ελέγχου αναιρείται ή συρρικνώνεται σημαντικά και εξαφανίζονται έτσι οι εγγυήσεις άμεσης προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών που απολάμβαναν οι πολίτες, πάνω από έναν αιώνα, από τον παρεμπίπτοντα και διάχυτο έλεγχο».

Σε αντίθεση με τον κ. Μανιτάκη, υπέρ της δημιουργίας ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου στην χώρα μας είναι ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γιώργος Κασιμάτης.

Σας αναφέρω ενδεικτικά κάποιους από τους λόγους για τους οποίους ο κ. Κασιμάτης τάσσεται υπέρ της δημιουργίας ενός ειδικού συνταγματικού δικαστηρίου:

1) η βαθιά μεταβολή και εξέλιξη του δημοκρατικού κράτους και του συνταγματισμού που έλαβε χώρα από το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και εφεξής, στο πλαίσιο της οποίας πραγματώθηκε πλήρως η δικαιοποίηση του συντάγματος, ως θεμελιώδους και άμεσα εφαρμοστέου νόμου του κράτους.

2) Η συνακόλουθη με αυτό το γεγονός πλήρης ανάπτυξη των συνταγματικών δικαιωμάτων και η συνταγματική εγγύηση της ολοκληρωμένης δικαστικής προστασίας του ανθρώπου, ως θεμελίου του κοινωνικού κράτους δικαίου, που διεύρυνε πάρα πολύ τα δικαιοδοτικά όρια ελέγχου της συνταγματικότητας.

3) Η όλο και πιο πυκνή διαπλοκή της εσωτερικής συνταγματικής και της υπερεθνικής έννομης τάξης, που επιβάλλει τη διαλεκτική συνύπαρξη και στις λεπτομέρειες αντιπαράθεση εθνικής συνταγματικής και υπερεθνικής δικαιοδοσίας, ώστε να μην επιλύονται οι σχετικές διαφορές οριοθέτησης των δύο έννομων τάξεων μονομερώς από τα ευρωπαϊκά δικαστήρια και άλλα διεθνή ή υπερεθνικά όργανα και τέλος,

4) Η αραιή, ανεπαρκής και άναρχη συνταγματική νομολογία του – ούτως ή άλλως περιορισμένου δικαιοδοτικού φάσματος – διάχυτου ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, ο οποίος δεν κατάφερε, σύμφωνα με τις σημερινές απαιτήσεις της πλήρους δικαστικής προστασίας,  να διαπλάσει σταθερές ερμηνευτικές αρχές του δικαίου και να ικανοποιήσει την αρχή της ασφάλειας του δικαίου.

Με τις περιγραφόμενες και άλλες ανάλογες εγγυήσεις θα μπορούσε ο τόπος μας κάποια μέρα ν’ αποκτήσει ένα αξιόπιστο όργανο για τη διαφύλαξη της συνταγματικής νομιμότητας, μακριά από φανερές ή υπόγειες εκδουλεύσεις προς την εκάστοτε θεσμική και εξωθεσμική εξουσία. Στο άμεσο μέλλον θα υποστούμε όσα ήδη αναφέρθηκαν. Όμως για το μέλλον, έστω και το μακρινό μέλλον, θα μπορούσε ίσως να διασφαλιστεί αυτό που οφείλει να είναι ο στόχος κάθε συνταγματικού δικαστηρίου, δηλαδή ο έλεγχος της αυθαιρεσίας της εξουσίας και η αντίστοιχη παροχή δραστικής προστασίας στα θύματα της εξουσιαστικής αλαζονείας.

 

Σχόλια